A Short History of Nearly Everything is exactly the kind of book I enjoy. Witty, funny, made me think (each chapter about another facet of life), made me want to read it again sometime in the future –if only to be adequately prepared to duly take notes/highlight quotes from the first to the last page–, I learned things I would have hardly had the chance to find anywhere else and, as the best and most successful of books do, it left me with a different perspective on the world, an outlook on it that is very scientific in its premise and execution but far from anything dogmatic. It has been a humbling reminder and a glorious reassurance of how little we know about the world and at the same time how much we pretend to actually do so because, well… because we’re largely ignorant, scientists not terribly less so than ourselves.
Bill Bryson hops from one scientific field to the next as if he was Super Mario and science was Level 1-1. Within the pages of the same book we can find excellent write-ups on atoms, chemistry, lots of physics and biology, astronomy, geology… He talks about what’s under our feet (tens of kilometres of unexplored crust and a little less of ocean is all we can safely say about the contents of the ~6500km that separate us from the planet core), fossils and how little information they can give us because of their scarcity and the extremely specific conditions under which they form but how much information we try to extract from them…
How unprotected, really, we are in reality from a potential asteroid hit (no, you can’t send nukes or Bruce Willis to an object that you are only able to detect mere weeks before impact at best and which travels at a speed that allows it to cross the entirety of the terrestrial atmosphere within a matter of a single second), or how rumbling, overdue supervolcanos with calderas only slightly larger than the island of Crete could explode any moment now! Earth would survive. Life would probably survive, as it has many times before. Humans and our extremely narrow zone of comfort? Naaah. Bryson helps us understand our place in things, comprehend that our existence might be little more than an inexplicable natural accident, an unrepeatable oddity.
And of course there’s so much more packed in here. So much!
If you’re to read this book, prepare to also read things you would have never imagined about the unknown lives of great scientists, to see fundamental theories of the past go through high and low, be torn apart by dogmatic contemporary peers… The drama of science –what an unlikely, unfortunately, pair of words– and the success and sob stories behind the pioneers and discoveries are often unbelievable. These anecdotes are solid gold.
Together with What On Earth Happened/What On Earth Evolved, this book is a treasure of knowledge and insight. If you like learning stuff about the world for hours on end you seriously can’t miss it. Even if you don’t find learning about the world appealing, well… maybe these books will kick your characteristically human curiosity back into you.
Οι στίχοι είναι μια ιδέα κιτς αλλά και πάλι μ’αρέσουν. Εδώ στα Ελληνικά (δυστυχώς τα Γαλλικά μου δεν είναι αρκετά καλά για να μεταφράσω κατευθείαν, οπότε μεταφράζω από τα Αγγλικά. Μετάφραση από δεύτερο χέρι: πρέπει να το συμπεριλάβω στα πράγματα που μισώ ακριβώς επειδή είναι αναγκαία κακά).
Κι αν είμαστε λοιπόν απλά κύτταρα στον μεγάλο ζωντανό οργανισμό που λέγεται Γη; Θα μπορούσαμε να το ξέρουμε; Τα κύτταρα μας ξέρουν ότι είναι κομμάτια μας; –άσχετα αν πεθαίνουν από μόνα τους, ή εμποδίζουν τον πολλαπλασιασμό τους αν αυτό είναι εις βάρος του οργανισμού. Το να μην εμποδίζουν τον ανεξέλεγχτο πολλαπλασιασμό τους και να μην πεθαίνουν στην ώρα τους για το καλό του οργανισμού το λέμε με μια λέξη ΚΑΡΚΙΝΟ.
Αν είμαστε απλά κύτταρα του οργανισμού που λέγεται Γη, ποιο όργανο της θα μπορούσαμε να είμαστε; Ο εγκέφαλος; Θα μπορούσαμε να σχηματίσουμε μια κοινή ανθρώπινη συνείδηση, ένα όργανο, αντί να δρούμε μονάχα σαν εγωκεντρικά κύτταρα που τα ενδιαφέρει μόνο το DNA τους και τα μιτοχόνδρια τους; (υποσημείωση: όλα τα κύτταρα ενός οργανισμού περιέχουν το DNA του — τι θα μπορούσε να είναι αυτό το οποίο αντίστοιχα ενώνει εμας με όλα τα έμψυχα όντα του πλανήτη αλλά, γιατί όχι, και αυτά τα οποία θα λέγαμε άψυχα;)
Ξεκινώντας από το 19:20 του παραπάνω βίντεο:
Lets look first at why a cell in the body becomes cancerous. In the centre of each cell are the genes. They contain the information that keep you functioning as a single living organism, rather than just a bowl of biological soup. Now if the genes in a cell are disturbed, that cell may become selfish, . . it may no longer support the system as a whole, but instead go off, doing its own thing, at the expense of the body , – – it becomes a cancer.
Now when we consider human beings in a community, we are looking at an organisation of minds. And the parallel to the genes is now to be found in the centre of minds, at our inner cores. Its that deepest level of inner wisdom which many mystics and philosophers have often spoken of. That inner awareness of being much more than we normally experience – a part of something much greater. and when we loose touch with this inner wisdom we also become selfish cells, out of touch with the needs of society as a whole, living at the expense of each other.
The philosopher Alan Watts referred to this selfish isolated way of existence as “the skin encapsulated ego”. What’s inside the skin is me – and what’s outside the skin is not me. Biologically speaking this is, of course, true – we are each separate biological individuals. But it is not the whole truth. We are much more than that . . we are creatures with an inner life – with an existence that stretches beyond our biological identity. We become stuck in this limited way of seeing ourselves because the real self, our deepest sense of ”
I” – what some call the pure self – is actually very hard to grasp. Trying to describe that deeper sense of self is very much like trying to describe a hole in a piece of wood. If you ask people to describe a hole such as this, they may start by saying “Well, its a round hole”, you say “Yes”, they say “It’s a wooden hole, and its red”. But you say “Hang on, the hole isn’t wood, the hole isn’t red. And they say “Ah-ha the hole is black”, “No, that’s the background”. And suddenly they’re stuck – what’s the hole? How do you describe the hole itself, without describing its surroundings?
In a similar way, it is very difficult to grasp and define our own inner sense of self. Instead we tend to describe our selves in terms of what surrounds us. . . our many possessions . . the roles we play, our social status . . our beliefs – both scientific and religious. . .
This limited sense of identity may not in itself seem very dangerous, but it does have some far- reaching consequences. . . It turns out that many of the ways in which we mistreat and abuse the environment stem from our seeing the world as separate from ourselves. We may take fairly good care of what is inside the skin, but we don’t care nearly so well for what is outside the skin.
As the late Gregory Bateson said; “If this, meaning this me versus the world attitude, if this is your estimate of your relationship to nature, and you have advanced technology, your likelihood of survival will be that of a snowball in hell. You will die either of the toxic by-products of your own hate, or simply, of over-population and over-grazing”.
And Bateson went on to say “That if I’m right the whole of our thinking of what we are, what other people are, has got be be restructured. The most important task today is to learn to think in a new way”.
Ανακάλυψααυτό το κείμενο στα αγγλικά που αποδεικνύει την πλαστότητα του Ο Παπαλάγκι. Στενοχωρήθηκα πολύ. Αλλά αξίζει μια ανάγνωση και έναν συλλογισμό: τι σημαίνει το ότι το βιβλίο δεν είναι αυθεντικό, πού φτάνει ο εθνοκεντρισμός του συγγραφέα, πόσο, όπως ο αναλυτής του παραπάνω σχολιάζει, κάθε τέτοια προσπάθεια δεν είναι κι αυτή μια προέκταση της Ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, ανάλογη θα προσέθετα εγώ στον διαχωρισμό των παιδιών που πεινάνε σε μετα-αποικιακές χώρες της Αφρικής…
Όποια και να είναι η ιστορία πίσω από την διαφαινόμενη σκευωρία πίσω από αυτό το βιβλίο, δεν με απέτρεψε από το να βρω μια κάποια βαθύτερη αλήθεια πίσω από κάποιες από τις γραμμές του. Do I also desire to be deceived, I wonder?
Ο Έριχ Σόιερμαν ταξίδεψε ως ιεραπόστολος στις αρχές του 20ου αιώνα. Εκεί έγινε μέρος της κοινότητας με την οποία είχε αναλάβει να μοιραστεί τις διδαχές του Χριστιανισμού και έναν χρόνο μετά έγινε φίλος με τον φύλαρχο. Αυτός ο φύλαρχος είχε ταξιδέψει στην Ευρώπη μαζί με κάποιους λαογράφους και είχε γράψει κάποιες σημειώσεις για να δώσει κάποιους λόγους στην φυλή του –αλλά και σε άλλες από τα νησιά Σαμόα– σχετικά με τους Ευρωπαίους και τον δυτικό πολιτισμό εν γένει, για τον οποίο οι κάτοικοι των νησιών Σαμόα τότε δεν είχαν την παραμικρή ιδέα. Ήθελε να τους προειδοποιήσει για τα μυστικά και τις φιλοδοξίες των «Παπαλάνγκι», το όνομα που είχαν δώσει στους λευκούς. Ο φύλαρχος μοιράστηκε τις σημειώσεις του με τον ιεραπόστολο, ο οποίος εν αγνοία του πρώτου τις δημοσίευσε όταν γύρισε στην Γερμανία.
Είναι σίγουρο ότι ο φύλαρχος δεν θα είχε εγκρίνει την δημοσίευση των σημειώσεων του: θα το είχε εκλάβει ως μία προδοσία της εμπιστοσύνης που είχε δείξει στον καινούργιο του φίλο με το χλωμό δέρμα (μάλλον ο φύλαρχος θα είχε αρχίσει να τον εμπιστεύεται αφού ο ήλιος της Πολυνησίας τον είχε κάνει λίγο πιο μελαμψό). Επίσης, όπως φαίνεται και στις απόψεις του περί των δυτικών, δεν πίστευε στην γνώση που περιέχονται στα «πολλά χαρτιά» ούτως ή άλλως. Οι ηθικές διαστάσεις του ζητήματος είναι πολλές και διάφορες, αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Προσωπικά είμαι ευγνώμων στον Έριχ Σόιερμαν: σχεδόν έναν αιώνα μετά, όπου ο Παπαλάνγκι και οι τρόποι του έχουν κυριεύσει τις ανθρώπινες κουλτούρες στο μεγαλύτερο μέρος της Γης, αυτό το βιβλίο είναι ένας θησαυρός ανθρωπολογικής γνώσης, μια αποκάλυψη από τις λίγες.
Όταν λέω ανθρωπολογία, δεν εννοώ αυτό το οποίο εννοούμε συνηθέστερα με αυτό τον όρο, τουτέστιν την περιγραφή μικρών ή μεγαλύτερων εθνοτικών, φυλετικών ή άλλων ομάδων υπό το πρίσμα μιας άλλης, κατα συντριπτική πλειοψηφία ευρωπαϊκής ή στην σφάιρα της Ευρώπης, όμαδας. Αυτό που έχουμε εδώ είναι, με αυτή την έννοια, αντίστροφη ανθρωπολογία: οι «άγριοι» επιτέλους περιγράφουν τους «πολιτισμένους».
Φυσικά, κανένας δεν δέχεται τίποτα παρά τον αυτοπροσδιορισμό του για να περιγράψει την ταυτότητα του. Αυτό ισχύει από άτομα και ομάδες μέχρι ολόκληρες κοινωνίες. Όσο απολίτιστοι, βάρβαροι, αφελείς και ζωώδεις ήταν για τους αποικιοκράτες του 19ου και τους ανθρωπολόγους του 20ου αιώνα οι ιθαγενείς των διάφορων απομονωμένων από την Ευρωπή περιοχών, τόσο άχρηστους, ανισόρροπους, ματαιόδοξους, εξαρτημένους και πολλά άλλα περιέγραψε τους Παπαλάνγκι ο φύλαρχος Τουιάβιι –απ’ότι φαίνεται, ο εθνοκεντρισμός είναι μια φυσική τάση του ανθρώπου που μπορεί να παρατηρηθεί παντού.
Το βιβλίο με σόκαρε. Γιατί όταν βλέπεις τον εαυτό από το πρίσμα κάποιου άλλου, καταλαβαίνεις καλύτερα τον εαυτό σου — ή μάλλον αποκτάς μια άλλου είδους συνειδητότητα. Κάθε σου κίνηση αποκτά διαφορετική βαρύτητα, κάθετι που βλέπεις και ακούς σου φαίνεται σαν ψευδαίσθηση ή όνειρο, πενήντα σύμπαντα μακρια από οτιδήποτε το «πραγματικό», κάθε σου αναπνοή γίνεται ένας φορέας κουλτούρας, της προσωπικής σου αλλά και του Παπαλανγκικού σου υπόβαθρου. Ο φύλαρχος Τουιάβιι δεν μπορεί να καταλάβει γιατί φοράμε ρούχα, δεν αφήνουμε το κορμί μας να χαρεί τον ήλιο, και κάνουμε έρωτα στα βαθύτερα σκοτάδια, αποκαλώντας αυτή την πράξη αγάπης αμαρτία· βλέπει τα «δερμάτινα κανώ» μας, δηλαδή τα παπούτσια, και μας λυπάται που τα πόδια μας είναι τόσο αδύναμα και ξεσυνηθισμένα που πλέον δεν μπορούμε «ούτε ένα φοινικόδεντρο να σκαρφαλώσουμε»· δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ζούμε σε πέτρινα κιβώτια, μακριά από το φως, τον αέρα και τον έξω κόσμο (αλλά λατρεύει τα μπάνια των Παπαλάνγκι γιατί είναι όμορφα). Το «στρογγυλό μέταλλο και το βαρύ χαρτί», δηλαδή το χρήμα, σαν έννοιες του φαίνονται τελείως ξένες, δεν μπορεί να καταλάβει πώς είναι δυνατόν ο διπλανός μας να πεινάει και εμείς να μην μοιραζόμαστε μαζί του από αυτό που έχουμε, ούτε γιατί πρέπει μια ζωή να κάνουμε μια μόνο δουλειά για να μπορούμε να κερδίσουμε αυτά τα χρήματα. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιέται, κάποιος να κάνει κάτι συνέχεια και να μην το βαριέται; Βλέπει την ατέλειωτη αναζήτηση μας για γνώση και την μανία μας για σκέψη ως κάτι το μάταιο γιατί μας απομακρύνει από τις αισθήσεις μας, τον κινηματογράφο ως μια παραίσθηση για να φανταζόμαστε μια ζωή διαφορετική από την δική μας και απορεί γιατί δεν μας ενδιαφέρει τελικά τόσο πολύ να ζήσουμε, πραγματικά, εμείς οι ίδιοι, την δική μας ζωή.
Τα παραδείγματα πολλά, όσα και το βιβλίο, το οποίο είναι πολύ μικρό (το τελείωσα μέσα σε μια μέρα). Μικρό και θαυματουργό, γραμμένο σε μια σαγηνευτικά απλή και αφελή γλώσσα — άλλωστε: τα μεγάλα ερωτήματα δεν χρειάζονται πολύπλοκη γλώσσα για να διατυπωθούν· αν την χρειάζονται, δεν είναι αρκετά μεγάλα. Δεν μπορώ να σταματήσω να το σκέφτομαι και θέλω να αναζητήσω κι άλλα τέτοια παραδείγματα «αντίστροφης ανθρωπολογίας» το συντομότερο!
The biblical story of the Tower of Babel hints at a perfect, common language that humans apparently used to possess which almost allowed them to reach the heavens. Using and analysing Alejandro Gonzalez Iñárritu’s 2006 film Babel, I shall compare the two Babels and how they deal with miscommunication. I will show that the kind of perfect language that the biblical story details is impossible to exist, because of the inevitable (mis)uses of language such as lying, and I will explain how verbal, as well as nonverbal communication, their short-comings and strengths and their portrayal, make the 2006 film a great work of art.
Σημείωμα αναδημοσίευσης: http://molisxypnisa.wordpress.com/2012/02/13/166/ Ήμουν κι εγώ κάτω και μπορώ να πω ότι είναι από τις ακριβέστερες περιγραφές του τι συνέβη χτες που διάβασα σήμερα. Δεν ήμουν τόσο κοντά σε αναρχικούς (ούτε ήμουν από την μεριά της Ερμού — στην Αμαλίας και δίπλα στην Βουλή έμεινα) όμως αυτός ο παλμός σίγουρα υπήρχε.
~
Η χθεσινή μέρα ήταν μια ήττα της αστικής δημοκρατίας από πολλές πλευρές. Δεν θα σταθώ στο γεγονός πως μία κυβέρνηση έχει διορίσει έναν τραπεζίτη πρωθυπουργό χωρίς να τον έχει εκλέξει ο λαός. Ούτε πως το κόμμα που έχει διορίσει αυτόν τον πρωθυπουργό έχει χάσει ήδη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία (αρχή της δεδηλωμένης) και παρόλα αυτά κυβερνά.
Όμως δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια στο γεγονός πως από την αρχή της πάνδημης διαμαρτυρίας τον περασμένο Μάιο, χθες, οι πολίτες επέλεξαν ως προστάτες τους όχι αυτούς που πληρώνουν για να το κάνουν και είναι θεσμικά κατοχυρωμένος ο ρόλος τους, αλλά τους αναρχικούς. Ούτε να μην ανοιγοκλείνω έκπληκτος τα μάτια όταν βλέπω και διαβάζω πως αυτό που έμεινε από τη χθεσινή μεγαλειώδη συγκέντρωση του πλήθους είναι οι στάχτες κτηρίων και τραπεζών.
Ας γίνω πιο συγκεκριμένος. Χθες το μεσημέρι, σε αντίθεση με όλες τις δεκάδες συγκεντρώσεις που έγιναν τους τελευταίους 10 μήνες, ο κόσμος δεν μαζεύτηκε στο Σύνταγμα δυο ώρες μετά το κάλεσμα. Ενώ άλλες φορές το κάλεσμα ήταν στις 5 κι οι περισσότεροι έρχονταν από τις 6μισι και μετά, είχε συμβεί το μοναδικό να είναι γεμάτο κόσμο ήδη από τις 5 παρά. Στις 5μισι δεν έπεφτε καρφίτσα ούτε στο Σύνταγμα, ούτε στους γύρω δρόμους ενώ ήδη υπήρχαν και κάποιες χιλιάδες κόσμου του ΠΑΜΕ στην Ομόνοια και στην Ακρόπολη και συνεχώς κατέφθανε κόσμος τόσο από την Ομόνοια, όσο και από τους σταθμούς του Μετρό Μοναστηράκι και Ακρόπολη (ένα ακόμα πεντακάθαρο σημάδι πως η κυβέρνηση φοβόταν την λαϊκή αντίδραση και ήθελε απεγνωσμένα να δυσκολέψει την πρόσβαση του κόσμου ήταν πως ενώ είχε ήδη κλείσει τους σταθμούς Μετρό Σύνταγμα, Πανεπιστήμιο και Ευαγγελισμός, μετά από εντολές έκλεισε αδικαιολόγητα και το Μετρό Ακρόπολη ώστε η πρόσβαση να γίνει ακόμα δυσκολότερη!).
Μέχρι τις 5μισι λοιπόν τα πράγματα ήταν όμορφα, ειρηνικά και θα μπορούσε να πει κάποιος πως η δημοκρατία γιόρταζε σε όλο της το μεγαλείο. Όμως, εντελώς απρόκλητα και απροκάλυπτα, οι δυνάμεις καταστολής άρχισαν να ρίχνουν χημικά στο πλήθος, αδιακρίτως, για να προκαλέσουν την διάλυσή του προτού ακόμα φτάσει η συγκέντρωση στο ζενίθ της. Δεν είναι τυχαίο πως τα παπαγαλάκια του Σκάι ανέφεραν πως ο κόσμος φεύγει από το Σύνταγμα κι η ώρα δεν ήταν ούτε 6 ακόμα. Η προσπάθεια τρομοκράτησης τόσο από τα ηλεκτρονικά μέσα όσο και από τις εφημερίδες είχε ξεκινήσει δυο μέρες πριν και αρκούσε να παρακολουθήσει κάποιος τηλεόραση ή να δει τα πρωτοσέλιδα στα περίπτερα. Οι Γλέζος και Θεοδωράκης ήταν μόνο τα επώνυμα παραδείγματα αυτών που δέχθηκαν τα χημικά, αλλά οι χιλιάδες του κόσμου ξέρουν να μιλήσουν για το αίσθημα ασφυξίας καλύτερα από όλους.
Και τότε, συνέβη το αναπάντεχο. Μια ομάδα μαυροντυμένων από την Πανεπιστημίου ξεκίνησε να φωνάζει συνθήματα και να κατευθύνεται προς τα εκεί όπου τα ΜΑΤ έδιωχναν με το έτσι θέλω τον κόσμο. Ο κόσμος παραμέρισε, άρχισε να τους χειροκροτεί και να τους φωνάζει «μπράβο», «γαμήστε τους», «επάνω τους» και άλλα τέτοια ενώ με τη σειρά τους οι αναρχικοί τους έλεγαν «ελάτε μαζί μας». Πραγματικά, όταν όλος ο κόσμος σε χειροκροτεί, και σου συμπαραστέκεται δεν μπορείς παρά να ακολουθήσεις με μεγαλύτερη ορμή αυτό που ήθελες εξαρχής να κάνεις. Το ίδιο συνέβηκε κι όταν μετά από νέα χημική επίθεση των ΜΑΤ ο κόσμος κατέβαινε έντρομος την Πανεπιστημίου και άνθρωποι έπεφταν κάτω (μάρτυρες και ο κόσμος και τα ασθενοφόρα ή τα μηχανάκια του ΕΚΑΒ που μάζευαν όσους δεν άντεξαν την επίθεση). Και το απόγειο αυτής της κατάστασης συνέβηκε όταν άρχισε η πυρπόληση των Starbucks στην Κοραή. Ένα χειροκρότημα και ζητωκραυγές από την Κλαυθμώνος, την Σταδίου και την Πανεπιστημίου γέμισε τον χώρο. Στις καταστροφές στις τράπεζες ο κόσμος, που δεν συμμετείχε ενεργά στις μάχες, χτυπούσε ρυθμικά τα κάγκελα της Σταδίου κάνοντας θόρυβο και αρκετοί 40άρηδες και 50άρηδες οικογενειάρχες μάζευαν μάρμαρα και τα έδιναν στους αναρχικούς που είχαν αναλάβει την κατά μέτωπο επίθεση.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Από τη στιγμή που άρχισε η επίθεση των δυνάμεων καταστολής στις 5μισι ώρα, μέχρι και αργότερα το σύνθημα που μονοπωλούσε τα χείλη των χιλιάδων διαδηλωτών ήταν το γνωστό «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» και όχι συνθήματα για το μνημόνιο ή την οικονομική πολιτική. Η οργή του κόσμου για την αντιμετώπιση που είχε από όσους, υποτίθεται, τον προστατεύουν είχε ξεχειλίσει. Στο Μοναστηράκι χτυπούσαν τις καμπάνες, όλοι οι δρόμοι που ορίζονται από την Ακρόπολη, την Αθηνάς, την Ομόνοια, την Ακαδημίας και το Σύνταγμα ήταν γεμάτοι κόσμο που αρνούνταν να φύγει. Από όπου και να προσπαθούσες να ανέβεις από το Μοναστηράκι προς το Σύνταγμα, έβρισκες μπροστά σου ομάδες ΜΑΤ να σε εμποδίζουν και με την πρώτη κίνηση να ψεκάζουν αδιακρίτως και να ρίχνουν δακρυγόνα και κρότου λάμψης. Κατά τακτά χρονικά διαστήματα, οι αστυνομικοί έκαναν επιθέσεις προς τους πολίτες και τότε άρχιζε ξανά ο πετροπόλεμος.
Μέχρι τις 11μισι το βράδυ πολλές χιλιάδες κόσμου ήταν ακόμα στον δρόμο. Στην Αμαλίας τουλάχιστον 10 χιλιάδες κόσμου αποχώρησαν με πορεία προς τη Συγγρού όταν αναγκάστηκε πάλι με εκτεταμένη ρίψη χημικών να αποχωρήσει για να αντέξει. Στην πλατεία υπήρχε ακόμα κόσμος. Στο Μοναστηράκι οι Δίας-Δέλτα έσπαζαν τζαμαρίες και χτυπούσαν κόσμο. Υπάρχουν βίντεο που το βεβαιώνουν και δείχνουν πώς προσπάθησαν (για άλλη μια φορά) να χτυπήσουν με τις μηχανές τους τον κόσμο.
Η απίστευτη εκτροπή όμως της δημοκρατίας, δεν είναι πως ο λαός πλέον στρέφεται στους αναρχικούς για να τον προστατεύσουν. Είναι γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου δεν θέλει και δεν συμμετέχει σε πράξεις βίας, αλλά το ότι αποδέχονται αυτή τη βία εφόσον τους προστατεύει δείχνει την πρώτη μεγάλη νίκη των αναρχικών και της στάσης τους. Βασικό τους επιχείρημα ήταν πως με ειρηνικά μέσα δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι και πως πρέπει να επιδιώξουμε μετωπική σύγκρουση. Και το σύνθημα «να καεί το μπουρδέλο η βουλή» δεν ανήκει στους αναρχικούς. Μετά από δεκάδες ειρηνικές διαδηλώσεις, μετά από τη στάση μη βίας και παρόλο που ήξερε ο κόσμος ότι θα δεχθεί χημικά και ξύλο, συνεχίζει να βγαίνει στους δρόμους, αλλά δεν νιώθει ότι μπορεί να κερδίσει στα πλαίσια της δημοκρατίας. Η γνώμη του είναι αδιάφορη στις μεθοδεύσεις των οικονομικών και πολιτικών ελίτ της χώρας η οποία τον γράφει στα παλιά της τα παπούτσια. Κανένας πολιτικός δεν τιμωρείται, κανένα περιστατικό αστυνομικής βίας δεν τιμωρείται και ακόμη και ο συνεργός του δολοφόνου του Γρηγορόπουλου είναι εκτός φυλακής ήδη. Η μήνυση που κατέθεσαν πάνω από 100 πολίτες για το χημικό τριήμερο του Ιουνίου δεν έχει βρει ακόμα το δρόμο προς την αίθουσα του δικαστηρίου και κανείς δεν δίνει ποτέ λογαριασμό για τους τραυματισμούς αθώων και ειρηνικά διαμαρτυρόμενων πολιτών. Ο κόσμος πλέον δεν έχει πίστη στους δημοκρατικούς θεσμούς γιατί αισθάνεται ότι τον εμπαίζουν. Ζητά εκλογές και κάνουν συγκυβέρνηση, ζητά να μην ψηφιστεί το Μνημόνιο και το ψηφίζουν με αυξημένη πλειοψηφία ενός σώματος της Βουλής που δεν υπάρχει περίπτωση να επανεκλεγεί και δεν εκφράζει κανέναν (εκτός ίσως από τους βουλευτές του ΛΑΟΣ και της Αριστεράς).
Κι εδώ ερχόμαστε στην ευθύνη και τον βρώμικο ρόλο που παίζουν τα ΜΜΕ από την αρχή αυτής της ιστορίας των Μνημονίων εδώ και δυομισι χρόνια. (κάτι που σύμφωνα με τους αναρχικούς, που κι εδώ επιβεβαιώνονται, συμβαίνει συνεχώς). Όλη την νύχτα χθες εστίαζαν στους βανδαλισμούς και στις φωτιές. Αποπροσανατόλιζαν τον κόσμο από το κύριο θέμα που είναι η ψήφιση ενός αντισυνταγματικού εκτρώματος (δεν το λέω εγώ, 5 καθηγητές πανεπιστημίου το λένε). Έχουν αναλάβει τον ρόλο της τρομοκράτησης για την «τελευταία» ευκαιρία διάσωσης για άλλη μια φορά. Συγχέουν επίτηδες την στάση πληρωμών, που μπορεί να κάνει η Ελλάδα, με τη χρεοκοπία. Συνδέουν τη στάση πληρωμών με την έξοδο από την Ευρωζώνη, πράγματα που ακόμα κι ο Βαρουφάκης (κι όχι κάποιος αριστερός οικονομολόγος) καταγγέλλει ως ανεδαφικά και ψευδή. Και στην χθεσινή μεγαλειώδη διαμαρτυρία έστησαν τις κάμερες όχι ανάμεσα στον κόσμο που κατά χιλιάδες είχε απλωθεί στην πόλη, αλλά απέναντι στα καμένα κτήρια.
Έγινε τόση συζήτηση για τα κτήρια του Τσίλερ που κάθε κυράτσα φωνάζει για τον Τσίλερ λες και τον ήξερε κι από χθες. Τα ίδια κανάλια που κατηγορούν τους πολίτες ως λαμόγια και ως μέλη της κοινωνίας του μαζί τα φάγαμε, και ξέρουν πολύ καλά πως από τον πρώτο ως τον τελευταίο δεν δίνουν δεκάρα για την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία της πόλης τους (μάρτυρας η εκτρωματική δόμηση της Αθήνας, τα αυθαίρετα και το κλείσιμο των ημιυπαιθρίων), καλούν τον κόσμο να πει όχι στους βανδαλισμούς ιστορικών κτηρίων. Τα ίδια κανάλια με τους αμόρφωτους δημοσιογράφους της πλάκας ή με τους ημιμαθείς κατευθυνόμενους δημοσιογραφίσκους ανακαλύπτουν την εγκατάλειψη ιστορικών κτηρίων μόνο όταν αυτά κατοικούνται από μετανάστες και «αποτελούν εστία μόλυνσης», ενώ όλον τον υπόλοιπο καιρό κάνουν μόκο για να κάνουν τις δουλειές τους τα λαμόγια του real estate. Στην Αθήνα και σε όλη την Ελλάδα, χιλιάδες κτήρια που ανήκουν στο Δημόσιο, σε Τράπεζες και στην Εκκλησία ρημάζουν και πολλά από αυτά είναι ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας. Είναι δεκάδες οι φορές που οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες τους τα καταστρέφουν σιγά σιγά ώστε να μην καταστούν διατηρητέα και να μπορέσουν να χτίσουν πολυκατοικία. Τα απαξιώνουν με υπόγειους τρόπους και μόλις φτάσουν στο σημείο να είναι μισογκρεμισμένα (σιγά σιγά και νύχτα), τα χαρακτηρίζουν επικίνδυνα και κατεδαφιστέα και μετά σηκώνουν πολυκατοικίες.
Ολόκληρες πόλεις όπως η Πάτρα και άλλες, γκρέμισαν εν μία νυκτί επί χούντας και Καραμανλή, διάφορα νεοκλασικά κι έχτισαν πολυόροφα εκτρώματα. Δημόσια κτήρια κατασκευάζονται με ελλιπείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και άλλα βουλιάζουν με την πρώτη βροχή στο βούρκο που χτίστηκαν (όπως πρόσφατα το Νοσοκομείο Πύργου) γιατί κάποιος κονόμησε χοντρά από την πώληση του οικοπέδου ή γιατί δεν έγιναν οι κατάλληλες ενέργειες στήριξης. Δρόμοι καινούργιοι γίνονται θρύψαλα και δεν κουνιέται φύλλο. Ολυμπιακά έργα που στοίχισαν μια περιουσία συνεχίζουν να απαξιώνονται για να πωληθούν για ένα κομμάτι ψωμί στους δικούς τους. Μια κοινωνία που αδιαφορεί ολοκληρωτικά για το δομημένο χώρο σήμερα ανακάλυψε ότι οι αναρχικοί καταστρέφουν «ιστορικά κτήρια». Και όλο αυτό βύθισε στην αφάνεια το γεγονός ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βροντοφώναξαν το ΟΧΙ στην εξαθλίωση που επιφυλάσσουν οι καλοαναθρεμμένοι κυβερνήτες του.
Αγαπητοί μου, ακόμα και οι μισοί αναρχικοί να είναι προβοκάτορες το θέμα δεν είναι αυτό. Οι μεγαλύτεροι προβοκάτορες είναι τα ΜΜΕ και ο παραμορφωτικός φακός τους. Αν ήθελαν να εστιάσουν στην ουσία θα το έκαναν, θα ανέβαζαν πλάνα αμέσως από τις επιθέσεις των δυνάμεων καταστολής. Ο Σκάι θα είχε σηκώσει το ελικοπτεράκι του και θα έδειχνε τις ορδές των ανθρώπων που αγωνίζονταν για να μην φτωχοποιηθούν για να ικανοποιηθούν τα θέλω των μεγαλοεπιχειρηματιών οι οποίοι θα είναι και οι μόνοι κερδισμένοι από την βύθιση των μισθών.
Η διαστρέβλωση της πραγματικότητας, ο φωτισμός μόνο στα καμένα κτήρια, τα παραπολιτικά σχόλια της πλάκας και η διαπόμπευση της κοινής λογικής στα τηλεπαράθυρα είναι ο κανόνας. Υπάρχει αυτή τη στιγμή κατάληψη των ΜΜΕ από αδίστακτους επιχειρηματίες και πολιτικούς, ή αντίστροφα, οι οποίοι κάνουν τη δουλίτσα τους. Η επίθεση στους μισθούς των φτωχών αποτελεί γι’ αυτούς την ευκαιρία για τρελά κέρδη. Και θα παίξουν όλα τους τα χαρτιά για να μην τα χάσουν. Και οι ευαίσθητοι πολίτες για τα ιστορικά κτήρια, θα κάθονται στον καναπέ τους και στον υπολογιστή τους και θα βρίζουν τους αναρχικούς και όσους ακόμα έχουν ψυχή και αντιστέκονται.
Η διαφορά είναι πως όποιος βλέπει τα γεγονότα από την τηλεόραση, πλέον δεν ξέρει τα γεγονότα. Ζει σε μια εικονική πραγματικότητα. Όποιος δεν κυνηγήθηκε από μπάτσο και δεν τον έσωσε ένας αναρχικός που του έριξε μια πέτρα, δεν ξέρει τι είναι ο μπάτσος. Όποιος δεν έπεσε κάτω ημιλιπόθυμος από τα χημικά και δεν του έδωσε μαλόξ ο μαυροφορεμένος επαναστάτης (ακόμα και πλανεμένος ή και ανόητος αν θέλετε) δεν ξέρει τι σημαίνει αλληλεγγύη. Οι αναρχικοί στήνουν δίκτυα αλληλεγγύης και υποστήριξης και ετοιμάζονται για τις ημέρες της πτώχευσης που θα γίνει όταν οι έχοντες αποφασίσουν ότι τους συμφέρει. Φτιάχνουν κολεκτίβες αυτοοργάνωσης και δίκτυα υποστήριξης. Εσείς, απλά θα κοιτάζετε την οθόνη και θα κουνάτε το δάχτυλο και μόλις πεινάσετε θα πιστεύετε την Όλγα που τρέμει όταν θα λέει ότι φταίνε οι αναρχικοί, οι αριστεροί, ο σύριζα, οι «αγανακτισμένοι», ο γάιδαρος που πετάει κι όχι όλοι αυτοί που σας κλέβουν εδώ και τέσσερις δεκαετίες τις ζωές.
Αγαπητοί μου, βγείτε στον δρόμο να δείτε την πραγματικότητα, κλείστε τις τηλεοράσεις και σκίστε τις κωλοφυλλάδες. Αναζητήστε εναλλακτική ενημέρωση σε ανεξάρτητα έντυπα και ιντερνετικά μέσα και σκεφτείτε λίγο πέρα από τα τόσο «προφανή». Τότε ίσως καταφέρετε να πιέσετε τους κυβερνώντες να φτιάξουν ένα υπουργείο προστασίας του πολίτη κι όχι το κακέκτυπο μιας παραπαίουσας δημοκρατίας και να είναι πραγματικοί εκπρόσωποί σας.
Τότε ίσως και να έχετε δίκιο να τα βάλετε με τους αναρχικούς, αλλά τώρα όχι.
ΥΓ1: Δεν είμαι ούτε αναρχικός, ούτε «αναρχικός», δεν έχω πετάξει ποτέ πέτρα, ούτε θα έβαζα φωτιά. Όμως οι άνθρωποι που τα βάζουν στα ίσια με τους εχθρούς μου -αυτούς που προστατεύουν όσους θέλουν να δουλεύω σαν σκλάβος και να πληρώνομαι σαν σκλάβος και παραπληροφορούν τους ανθρώπους που αγαπώ μετατρέποντάς τους σε τηλεοπτικά κουτορνίθια- και δεν είναι ρατσιστές, σε αυτόν τον αγώνα, έστω και προσωρινά, είναι πιο κοντινοί μου από κάθε βολεμένο κι από κάθε ελληναρά. Και ναι, λυπάμαι κι εγώ για τα κτήρια που χάθηκαν, έτρεχα στα συνέδρια αρχιτεκτονικής πολύ πριν ανακαλύψει το όνομα του Τσίλερ η Τρέμη, αλλά δεν θυσιάζω τη ζωή κανενός ανθρώπου και την αξιοπρέπεια του ούτε για την Ακρόπολη. Τα κτήρια με λεφτά σε έξι μήνες το πολύ ξαναφτιάχνονται. Οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων θα χρειαστούν χρόνια και χρόνια.
ΥΓ2: Το ΠΑΜΕ, και το ΚΚΕ επακολούθως, έχασε χθες μια μεγάλη ευκαιρία να αποδείξει ότι μπορεί να ηγηθεί της μάχης ενάντια στην καπιταλιστική εξουσία της πλουτοκρατίας που συνεχώς καταγγέλλει. Ενώ δήλωσε ότι θα φτάσει στη Βουλή με κάθε τρόπο, μόλις είδε τα δύσκολα και τα δακρυγόνα έκανε όπισθεν (παρόλο που ο κόσμος είχε πάει στο πλάι της Πανεπιστημίου για να περάσει) και μάλιστα στο παράγγελμα «γυρίζουμε πίσω ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΑ» έκαναν μια πιρουέτα που ο ελληνικός στρατός θα ζήλευε. Τα γιουχαΐσματα από όσους ήταν στην πρώτη γραμμή έδιναν κι έπαιρναν ενώ τους καλούσαν να έρθουν μαζί μπροστά στον αγώνα.
ΥΓ3: Όσοι ξαφνικά θυμήθηκαν ότι χάνονται θέσεις εργασίας από κάποια καμένα καταστήματα, μήπως ξέχασαν ότι κάθε μήνα χάνονται δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας και η ανεργία έχει ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο εδώ και μήνες; Τι έκαναν γι’ αυτό τόσο καιρό; Σε πόσες πορείες κατέβηκαν; Άναψαν κεράκια για τους απολυμένους της Χαλυβουργίας και τους απλήρωτους στην Ελευθεροτυπία και το ALTER ή μόνο στο Αττικόν ξέρουν να ανάβουν γιατί δεν είναι μπανάλ;
«Φόρτωνε τον εαυτό του με κατηγορίες, αλλά κατέληξε ότι στο βάθος ήταν πολύ φυσικό να μην ξέρει τι θέλει.
Δεν μπορεί κανείς ποτέ να ξέρει αυτό που πρέπει να θέλει, γιατί έχουμε μόνο μια ζωή και δεν μπορούμε ούτε να την συγκρίνουμε με προηγούμενες ζωές ούτε να επανορθώσουμε σε ζωές επερχόμενες.
Δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να εξακριβωθεί ποια απόφαση είναι η καλή γιατί δεν υπάρχει κανένα μέτρο σύγκρισης. Όλα τα ζούμε αμέσως για πρώτη φορά και χωρίς προετοιμασία. Είναι σαν να μπαίνει ένας ηθοποιός στη σκηνή χωρίς ποτέ άλλοτε να έκανε πρόβα. Άλλα τι μπορεί να αξίζει η ζωή αν η πρώτη πρόβα της ζωής δεν είναι παρά η ίδια η ζωή; Αυτό είναι που κάνει τη ζωή να μοιάζει πάντα με σκιαγράφημα. Αλλά ακόμα και το «σκιαγράφημα» δεν είναι η σωστή λέξη, γιατί ένα σκιαγράφημα είναι πάντοτε το προσχέδιο κάποιου πράγματος, η προετοιμασία ενός πίνακα, ενώ το σκιαγράφημα που είναι η ζωή μας δεν είναι για τίποτα προσχέδιο, είναι ένα προσχέδιο χωρίς πίνακα.»
Ξέρετε πώς είναι να διαβάζετε ένα βιβλίο που μπορεί να θεωρηθεί «βαρύ»; Κάθε σελίδα φορτωμένη με νοήματα, φιλοσοφία, μονολόγους, όνειρα ή οιρμούς σκέψεων, και να αποσυγκεντρώνεστε συχνά γιατί αρκετές φορές είναι όλο αυτό δύσκολο και δύσπεπτο; Να διαβάζετε πέντε σελίδες και μετά να μην θυμάστε λέξη, ούτε το γενικό νόημα;
Ε λοιπόν, Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα Του Είναι ήταν ακριβώς το αντίθετο για μένα. Ήταν «δύσκολο», «βαρύ», γεμάτο μπουκίτσες φιλοσοφίας τις οποίες διαβάζεις και λες «Ναι! Ναι! Ο τύπος το έχει πιάσει το νόημα από τα μπαλάκια!», και απόλυτως απολαυστικό. Το ρούφηξα με το καλαμάκι του milkshake.
Αυτό το μυθιστόρημα – παύλα – δίαυλος γενικών σκέψεων του Κούντερα για την ζωή έχει ως γενικό του θέμα τον έρωτα και τους δορυφόρους του: την ζήλεια, την ιδέα της μονογαμίας, την απιστία, την διαφορά του με την αγάπη ή την απλή καύλα, την ελευθερία του ατόμου και την λεπτή ισορροπία μεταξύ αυτού και των σχέσεων και όλα αυτά τα γνωστά τα οποία νομίζουμε ότι γνωρίζουμε πλέον απέξω κι ανακατωτά. Τι στο διάολο, άλλωστε: περί αυτών πρόκεινται πάνω από τα μισά βιβλία, ταινίες και άλλα είδη έργων. Όχι όμως, βέβαια. Αν ξέραμε το οτιδήποτε, δεν θα υπήρχαν τόσες αποτυχήμενες σχέσεις και τόσοι δυστυχισμένοι άνθρωποι. Ο Κούντερα μιλάει με τόση μαεστρία για την ανθρώπινη ύπαρξη και την λεπτή του σχέση με τον έρωτα και το σεξ που νιώθει αποκαλυπτικός, αξίζει υπόκλισης.
Οι χαρακτήρες δεν είναι πολύ ρεαλιστικοί, υποτίθεται ότι είναι 40άρηδες και 50άρηδες αλλά από την συμπεριφορά τους τους φανταζόμουν γύρω στα 30 το πολύ. Η φαινομενική τους όμως αυτή επιφανειακότητα καθόλου δεν με ενόχλησε. Ο Τόμας, η Τερέζα, ο Καρένιν και η Σαμπίνα μέχρι το τέλος μου είχαν γίνει όλοι συμπαθείς για τους δικούς τους λόγους. Μάλιστα, από την αρχή του βιβλίου ταυτίστηκα με τον Τόμας — εντάξει, όχι επειδή έχω μια σχεσή και εν γνώσει της και με την αποδοχή της ψάχνομαι και ρίχνω στο κρεβάτι μια άλλη γυναίκα κάθε βράδυ, αλλά επειδή οι προβληματισμοί του περί αυτής του της συμπεριφοράς, αλλά και πολλών άλλων θεμάτων, ταιριάζουν με τους δικούς μου.
Μου άρεσε το ότι κάθε περιστατικό στην ιστορία το βλέπουμε διαδοχικά από δυο ή περισσότερες οπτικές γωνίες των πρωταγωνιστών, δίνοντας μας μια ευκαιρία να καταλάβουμε πώς γίνονται οι παρεξηγήσεις: πως βασίζονται στις προ-υποθέσεις (πώς μεταφράζεις το “assumption” στα ελληνικά;), στην ανασφάλεια και στην προδιαγραφή των πραγμάτων στο κεφάλι μας όταν δεν υπάρχει επικοινωνία. Επίσης, τα όνειρα των πρωταγωνιστών δεν διαφοροποιούνται με κάποιον τρόπο από την πραγματική τους ζωή, δημιουργώντας την απορία «μα τι συνέβη τελικά “στ’αλήθεια”;» Η απάντηση, όπως και στην δική μας, την, θέλουμε να πιστεύουμε, πραγματική ζωή, δεν έχει και τόση σημασία τελικά. Αν δεν γίνει σωστά, αυτή η αφηγηματική μανούβρα μπορεί να με ενοχλήσει. Όμως εδώ λειτουργεί τέλεια.
Το βιβλίο δεν καταπιάνεται μόνο με τα παραπάνω, τον έρωτα και τις σχέσεις. Μέσα του μπορούμε να βρούμε σχόλια, μεταξύ άλλων, για τα δικαιώματα των ζώων, τον κομμουνισμό και την ιδέα της Μεγάλης Πορείας (όλες τις αριστερές πολιτικές ιδέες και εσωτερικές διακλαδώσεις συγχωνευμένες σε μία), την Άνοιξη της Πράγας και την ζωή στην Ανατολική Ευρώπη το ’60 και το ’70, και στο κιτς, το οποίο ο συγγραφέας ορίζει ως την αφαίρεση της ανθρώπινης αδυναμίας και του απαράδεκτου από οποιαδήποτε αναπαράσταση. Καταλήγει έτσι στο κομμουνιστικό κιτς, το ερωτικό κιτς, το φιλανθρωπικό κιτς αλλά και στο θεολογικό κιτς, όπου πέφτει η απίστευτη ατάκα πως αν ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού, αυτό σημαίνει ότι ο Θεός πρέπει να χέζει: γιατί λοιπόν τα σκατά να θεωρούνται τόσο μιαρά, βρώμικα και ανάξια λόγου από εκκλησία και κοινωνία;
Από τέτοιες διασκεδαστικές όσο και βαθιές διαπιστώσεις γεμάτες έμπνευση το βιβλίο σχεδόν στάζει. Είμαι σίγουρος ότι θα το ξαναδιαβάσω και θα το ξαναδιαβάσω πολλές φορές στην ζωή μου. Έγινε μέσα σε λίγες μέρες από τα αγαπημένα μου βιβλία.
As usual; another animation short that takes it to the next level using no words and carrying profound meanings. Thanks go to Christina for sharing this with me.
Οι άνθρωποι έχουμε πολύ συγκεκριμένα όρια στην αντίληψη μας και δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο παρα μόνο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία. Δεν μπορούμε να φανταστούμε τι υπάρχει έξω από το σύμπαν όπως δεν μπορούμε να φανταστούμε πως είναι να είναι κανείς τυφλός, να μην έχει δει ποτέ του: φανταζόμαστε ότι τα βλέπει όλα μαύρα ή λευκά, όμως και το μαύρο και το λευκό είναι τμήματα της οπτικής εμπειράς. Οι τυφλοί δεν έχουν δει ποτέ τίποτα. Οι κουφοί, χωρίς να έχουν ακούσει ποτέ τίποτα επίσης, δεν ξέρουν τι είναι η σιωπή: είναι το μόνο που γνωρίζουν. Δεν μπορούμε να διανοήθουμε τους απλά ασύλληπτους αριθμούς ατόμων, μορίων ή αντίθετα γαλαξιών που υπάρχουν στο σύμπαν αλλά παρολαυτά προσπαθούμε.
Χτες συμπέρανα ότι να προσπαθούμε να καταλάβουμε το σύμπαν είναι μάταιο απλά και μόνο γιατί είμαστε άνθρωποι και περιοριζόμαστε ακριβώς από την ύπαρξη μας σε αυτή την κατάσταση.
Στο Μουσικό Καφενείο στην Μυτιλήνη, όπου ήμουν χτες και έχω πάει πολλές φορές, έχουν ένα χρυσόψαρο σε μια γυάλα. Τι μπορεί να καταλάβει εκείνο για το πώς είναι η ζωή έξω από την γυάλα, ποιες είναι αυτές οι φιγούρες που κινούνται διαρκώς έξω από το νέρο μέρα-νύχτα; Ίσως να μπορούσε, αν ήταν πιο έξυπνο, να προβλέψει την ταχύτητα μετακίνησης αυτών των περίεργων, πολύχρωμων φιγούρων, ίσως να μπορούσε να φτιάξει κάτι σαν ημερολόγιο το οποίο θα του αποκάλυπτε πότε υπάρχει πολύ φως ή λίγο φως έξω και μέσα από την γυάλα. Αλλά πώς θα μπορούσε να καταλάβει ποτέ τι είναι οι άνθρωποι, γιατί πηγαίνουν σε αυτό το μέρος, γιατί αγοράζουν αλκοόλ και καφέδες και γιατί φλερτάρουν; Ένα χρυσόψαρο που θα προσπαθούσε να καταλάβει τον κόσμο έξω από την γυάλα του θα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία ακριβώς λόγο της ύπαρξης του ως χρυσόψαρο και των φυσικών του περιορισμών.
Το ίδιο μπορούμε να συμπεράνουμε για τους ανθρώπους. Προσπαθούμε να καταλάβουμε το σύμπαν αλλά απλά το σύμπαν είναι υπερβολικά περίπλοκο για μας. Η γυάλα μας είναι μεγάλη και ενδιαφέρουσα, ίσως αόρατη, αλλά συνεχίζει να υπάρχει. Το να προσπαθούμε να καταλάβουμε και να απαντήσουμε τα μεγάλα ερωτήματα όπως το ποιοι είμαστε, γιατί βρισκόμαστε εδώ, ποιος και αν μας έφτιαξε κάποιος, που τελειώνει το σύμπαν κτλ είναι απλά ερωτήματα τόσο έξω από την εμπειρία μας που είναι απλά αδύνατο να απαντηθούν. Αντίστοιχα, αν λέγαμε ότι οι πλανήτες είχαν συνείδηση (μια ιδέα που μου αρέσει να εξετάζω τον τελευταίο καιρό), η Γη δεν θα μπορούσε να καταλάβει ποτέ το ποιοι είμαστε και τι κάνουμε. Η ιδέα της περί του κόσμου δεν θα μπορούσε να εντάξει την ύπαρξη κάποιων μικροβίων στην επιφάνεια της που αναρωτιούνται για τα ίδια θέματα (που όπως λέει και ο Terry Pratchett, μάλλον θα της φαινόμασταν σαν κάποιου είδους δερματοπάθεια), και ακριβώς επειδή δεν θα μπορούσε να συλλάβει την ανθρώπινη εμπειρία, η ιδέα της περί του κόσμου, ακόμα κι αν είχε την δυνατότητα ως πλανήτης να καταλάβει το σύμπαν σε ένα πιο μακροσκοπικό επίπεδο, θα ήταν αναγκαστικά ατελής. Η λογική μας μπορεί να μας πάει μακριά αλλά δεν πρέπει να έχουμε την εντύπωση ότι τα μεγάλα ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν με την βοήθεια της γιατί απλά, όπως και οι αισθήσεις μας αλλά αντίθετα με αυτές, η λογική μας (όπως μας αρέσει να λέμε ότι μας διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα ζώα) είναι αμιγώς ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Επομένως, οι ανακαλύψεις που κάνουμε με την βοήθεια της δεν είναι παρά ανθρωποκεντρικές παραδοχές. Όπως λέει και ο Κούντερα στην Αβάσταχτη Ελαφρότητα Του Είναι (που διαβάζω αυτές τις μέρες και ήδη λατρεύω), τα μόνα σημαντικά ερωτήματα είναι αυτά που έχουμε από παιδιά — ποτέ όμως δεν θα μπορέσουμε να τα απαντήσουμε, ακόμα και όταν, μεγάλοι πια, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το «χάρισμα» μας που λέγεται λογική.
Επομένως, για μένα, οι άνθρωποι που αφιερώνουν την ζωή τους προσπαθώντας να απαντήσουν αυτά τα ερωτήματα δεν είναι τίποτα περισσότερο από τραγικές φιγούρες. Τους θαυμάζω για το πάθος τους αλλά ταυτόχρονα τους λυπάμαι γιατί δεν είναι παρα άνθρωποι, όπως θα λυπόμουν τα χρυσόψαρα που θα προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είναι αυτές οι φιγούρες έξω από το νερό που τα πειράζουν κάθε τόσο και τους πετάνε πού και πού χρυσοψαροτροφή. Δεκάδες επιστήμονες έχουν αφήσει εποχή προσπαθώντας να κατανοήσουν και να περιγράψουν τον κόσμο, μόνο για να υπάρξει κάποιος, αιώνες μετά τον θάνατο τους, που θα ανέτρεπε, κοροιδευτικά σχεδόν, την θεωρία τους. Φανταστείτε πώς θα ένιωθε ο Einstein, ο οποίος αφιέρωσε την ζωή του προσπαθώντας να ενοποιήσει τα πεδία, αν μάθαινε ότι κάποια στιγμή κάποιος μελλοντικός φυσικός θα ανακάλυπτε αυτή την «θεωρία των πάντων», δημιουργώντας αναπόφευκτα ακόμα περισσότερα ερωτήματα, ή αν αποδεικνυόταν ότι μια τέτοια θεωρία είναι απλά πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες κατανόησης του κόσμου. Ίσως να επέλεγε να περάσει την ζωή του λίγο διαφορετικά.
Μπορώ να φανταστώ ένα πλήθος εξαγριωμένων επιστημόνων να με λιντσάρουν για τα παραπάνω, φωνάζοντας πως με αυτή την λογική δεν θα είχαμε φτάσει ως εδώ, πως η ανθρώπινη περιέργεια και φαντασία είναι αυτό που μας κρατάει ζωντανούς, και άλλα. Δεν λέω, οι επιστημονικές ανακαλύψεις μας έχουν φτάσει μακριά, έχουν αλλάξει την ζωή μας (δεν θα πω ότι την έχουν βελτιώσει, γιατί δεν το πιστεύω πραγματικά), μας έχουν βοηθήσει να συλλάβουμε το μεγαλείο των Πραγμάτων. Εγώ ο ίδιος είμαι πολύ περίεργος για το πώς λειτουργεί ο κόσμος και συνεχώς ψάχνω τα όρια της γυάλας μου και το τι αυτή περιέχει. Δεν ξεχνάω όμως πως είμαι άνθρωπος, με περατές διανοητικές ικανότητες και άλλες αδυναμίες της σάρκας και του πνεύματος (μεταξύ τους η ματαιοδοξία), και ίσως να έχω σημαντικότερα πράγματα να κάνω, πιο συμβατά με αυτή μου την ύπαρξη, από το να προσπαθώ να καταλάβω πράγματα τα οποία άπλα έχω την ψευδαίσθηση ότι είναι κατανοήσιμα (από ποιον; εμένα!)