Λοιπόν ναι, τέλειωσα με τη Μυτιλήνη. Ελπίζω να εμπνέω τον θαυμασμό.

Γεια σου! Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να σε ευχαριστήσω που διαβάζεις αυτό εδώ το ποστ. Όχι τίποτα άλλο, δεν έχεις κανένα πραγματικό λόγο να το κάνεις. Υπάρχουν πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα να διαβάσεις, να χαζέψεις, να δεις ή να κάνεις εκεί έξω, στον τεράστιο κόσμο γνώσης, εμπειρίας, διασκέδασης και χαζομάρας που λέγεται παγκόσμιος ιστός — εκτός κι αν ο λόγος είναι προσωποκεντρικός και θέλεις να διαβάσεις αυτά που γράφω επειδή είμαι ΕΓΩ αυτός που τα γράφω. Σε κάθε περίπτωση, η αφοσίωση σου είναι μοναδική, ειδικά αν κρίνω από την έλλειψη σχολίων τους τελευταίους μήνες. Γι’αυτό λοιπόν, και πάλι, κι επειδή δεν έχεις καμιά υποχρέωση, σ’ευχαριστώ.

Σήμερα θα γράψω για δύο κυρίως πράγματα που με απασχολούν αυτές τις μέρες και πώς αυτά συνδέονται.

Το ένα, το μεγαλύτερο, το σπουδαιότερο, είναι ότι τη περασμένη εβδομάδα πήγα στη Μυτιλήνη και έδωσα τα τρία τελευταία μαθήματα που χρώσταγα (Οργάνωση Εκθέσεων, Εφαρμογές Κινητής Τεχνολογίας, Συστήματα Διαχείρισης στον Παγκόσμιο Ιστό), και τα πέρασα. Ο κύκλος που ξεκίνησε πριν έξι χρόνια έκλεισε. Είμαι πλέον ένος απόφοιτος, πτυχιούχος Πολιτισμικής Πληροφορικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας. Δεν έχω το πτυχίο στο χέρι, βέβαια, αλλά for all intents and purposes…

Αυτά τα έξι χρόνια ήταν τόσο σημαντικά για μένα που δε μπορώ να μπω καν στον κόπο να αρχίσω να λέω με ποιος τρόπους άλλαξα, ωρίμασα, ενηλικιώθηκα, αγάπησα τον εαυτό μου φτιάχνοντας τον και ανακαλύπτοντας τον· δεν ξέρω πόσο απ’το καθένα αλλά αυτή ίσως να ‘ναι απ’τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες ερωτήσεις που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, αν και η απάντηση πιθανόν να μην έχει σημασία.  Θέλω να γράψω κάποια ποστ αφιερωμένα στους ανθρώπους, τις ιδέες και τις παραστάσεις στις οποίες χρωστάω πολύ μεγάλο μέρος αυτής της μεταμόρφωσης. Μου αρέσουν άλλωστε οι ανασκοπήσεις, όπως μου αρέσει και να θυμίζω στους ανθρώπους τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να παίζουν ή να έχουν παίξει στη ζωή μου και να τους προσφέρω άλλο ένα χαμογελο έτσι.

Ωραία. Ας επιστρέψουμε στο γεγονός των ημερών. Τελειώνεις τα μαθήματα σου. Τα πάντα από εκεί και πέρα έχουν κάτι το χρονομετρημένο και μοιραίο. Όσους γνωστούς έβλεπα τις υπόλοιπες μέρες που ήμουν στη Μυτιλήνη είχα την αίσθηση ότι μπορεί να μη τους ξαναδώ ποτέ. Τι έπρεπε όμως να τους πω; Ποια μπορεί να είναι η απάντηση μου στις ευχές τους για καλή ζωή; Πώς μπορώ να τους χαιρετίσω με κάτι άλλο εκτός από ένα απαίσια ανειλικρινές «τα λέμε σύντομα»;

Πώς χαιρετάς κάποιον που χαιρόσουν να βλέπεις πού και πού και να μαθαίνεις νέα του όταν πήγαινες στη Μυτιλήνη, αλλά τον οποίο δεν ξέρεις αρκετά για να επιδιώκεις να συνεχίσεις να βλέπεις και η πρακτικότητα του ζητήματος τέλος πάντων το καθιστά υπερβολικά απίθανο; Υπήρχε αυτή η διμερής λυπητερή ανείπωτη παραδοχή σε πολλές από τις random encounters αυτών των ημερών.

Τι έκανα λοιπόν για να αποφύγω αυτή τη κατάματη ματιά στην «πραγματικότητα της τελευταίας συνάντησης» με πολλούς ανθρώπους που ούτως ή άλλως, όπως κι εγώ, δυσκολεύομαστε να δώσουμε σε αυτή τη συνάντηση την βαρύτητα που φανταζόμαστε ότι της αξίζει;

Δεν ανέφερα ότι είχα περάσει τα τελευταία μου μαθήματα. Δεν ανέφερα ότι τελείωσα τις σπουδές μου στη Μυτιλήνη. Περισσότερο το έκαναν άλλοι για μένα. Αυτό με έσωσε από συγχαρητήρια τα οποία δεν αξίζω (γιατί να δέχεσαι συγχαρητήρια επειδή ολοκλήρωσες κάτι που όχι μόνο πρέπει αλλά και σου αρέσει να κάνεις;), εξηγήσεις για το τι σκοπεύω να κάνω στο μέλλον, ερωτήσεις για το πώς νιώθω τις οποίες δεν θα μπορούσα να απαντήσω ειλικρινά, αλλά και βλέμματα φθόνου…

Αναρωτιώμουν: ποια είναι αυτή η λεπτή γραμμή μεταξύ ενημέρωσης των άλλων για το τι κάνεις, και καυχησιάς; Μετά από τι μετατρέπεται άραγε το «τέλειωσα τις σπουδές μου! Σoυ το λέω γιατί είμαι περήφανος και θέλω να χαρείς μαζί μου!», σε: «τέλειωσα, και στο λέω για να σου δείξω πόσο γαμάτος είμαι και για να με θαυμάσεις!»…; Αυτό που βλέπω τόσο πολύ γύρω μου είναι το δεύτερο… Μια τέτοια κρίση ανασφάλειας και ανάγκης αποδοχής και θαυμασμού βλέπω που αποφεύγω να μιλάω για μένα ώστε να μην με βάλουν στο ίδιο τσουβάλι οι άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να είναι σαν κι εμένα και πιθανόν έχουν αρχίσει να βαριούνται να ακούνε τους άλλους να περιαυτολογούν και να παθιάζονται με την δική τους μικρή ύπαρξη.

Είναι η τέλεια στιγμή να περάσουμε στο δεύτερο από τα δύο που με απασχολούν.


Δεν συνηθίζω τον τελευταίο καιρό να γράφω για το τι συμβαίνει στη ζωή μου όπως έκανα παλιότερα. Aυτό το καλοκαίρι έκανα κάμπιγκ και απίθανες διακοπές σε πανέμορφα μέρη (Σαμοθράκη, Γαύδο) που άλλοτε θα με ενέπνεαν για μακροσκελή κείμενα. Πήρα το πρώτο μου δίπλωμα στα Γερμανικά. Είχα τη χαρά να συμμετέχω σε ένα καταπληκτικό σεμινάριο στην Σχολή Καλών Τεχνών το οποίο, έτσι όπως βαίνουν τα πράγματα, κατα πάσα πιθανότητα θα αποτελέσει σημείο καμπής για τη ζωή μου. Γνώρισα ανθρώπους που νιώθω τυχερός που γνώρισα, είχα εμπειρίες που είμαι ευγνώμων που είχα… Είχα όμως και πολύ δουλειά για να καταφέρω να περάσω αυτά τα τρία τελευταία μαθήματα. Παρ’όλ’αυτά, τίποτα εδώ· άλλοτε θα οργίαζα.

Έχω αναφερθεί κι άλλες φορές στο ότι δύο πράγματα έχουν αλλάξει αυτή τη σχεδόν μισή δεκαετία (!) που υπάρχει το cubimension, σχετικά με το τι ποστάρω και τη σχέση μου μαζί τους: 1. Καθώς μεγαλώνω, λιγότερα πράγματα με εντυπωσιάζουν (σε βαθμό που να πιστεύω ότι αξίζει να τα μοιραστώ με ένα αόρατο κοινό), συμπεριλαμβανομένων φυσικά και αυτών που κάνω εγώ. 2. Έχω αρχίσει να βλέπω καχύποπτα την όλη κουλτούρα του να αυτοπροβάλλεσαι σε μορφή blog, facebook κτλ, που προωθεί την ιδέα ότι είσαι κάτι το ιδιαίτερο μόνο και μόνο επειδή έχεις πρόσβαση σε υπολογιστή και ξέρεις να γράφεις (υποτυπωδώς). Δεν υπάρχει η διάκριση μεταξύ αξιόλογου και ποταπού, ποιοτικού και χασίματος χρόνου, αυτών που θα έδειχνες περήφανα σε όλους και αυτών που θα έδειχνες μόνο στους πιο στενούς σου φίλους, των στιγμών που θα άξιζε να σχολιαστούν και των στιγμών που καλύτερα να μίλαγαν από μόνες τους. Είναι μέρος αυτό που προανέφερα: τα να μοιράζεσαι τα νέα σου με τόσο κόσμο ταυτόχρονα (το αναλογικό αντίστοιχο θα ήταν να βγαίνεις με ντουντούκα σαν τον γύφτο στη γειτονιά  και να φωνάζεις κάθε σου νέο. Μόνο που σε αυτή τη γειτονιά, όλοι σε ξέρουν…) ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ ενημέρωσης και ναρκισισμού, όταν οι άνθρωποι συμπεριφέρονται στον εαυτό τους λες και είναι μάρκες ή φίρμες, όπου περισσότερη προβολή, ανεξαρτήτος είδους, ακόμα και δυσφήμιση, είναι άνευ όρων θετική. Ορίστε ένα ενδιαφέρον σχετικό άρθρο, ως συνηθώς, για το facebook.

Με λίγα λόγια, αρχίζω και συνυπολογίζω τον παράγοντα «γιατί να θέλει κάποιος να διαβάσει αυτό που γράφω; Θα μάθει κάτι, θα του/της μείνει κάτι, θα κάνω κάπως τη ζωή του/της καλύτερη;» Είναι δύσκολες ερωτήσεις οι οποίες θέτουν σε αμφισβήτηση, εκτός από τον τρόπο που επιλέγουμε να εκφραζόμαστε κάθε μέρα με τους ανθρώπους γύρω μας, σε ένα πιο άμεσο επίπεδο, τους λόγους ύπαρξης αυτού του μπλογκ. Δε λέω, θέλω να μοιράζομαι πράγματα, ώραια και ενδιαφέροντα πράγματα, που βρίσκω ή που, γιατί όχι, κάνω και φτιάχνω εγώ ο ίδιος. Μου αρέσει κιόλας να γράφω πού και πού για το τι κάνω σαν να έγραφα σε δημόσιο ημερολόγιο, μου δίνει μια άρρωστα φιλάρεσκη ίσως αίσθηση ικανοποίησης να ξέρω ότι έχω ένα ημερολόγιο το οποίο οι άλλοι θα θέλουν να διαβάσουν. Έχω αποκτήσει όμως αρκετή συναίσθηση της ποταπότητας και της ματαιοδοξίας του να θέλεις ένα ευανάγνωστο ημερολόγιο, and once you see it, you can’t unsee it…

Γιατί τα γράφω όλα αυτά, τελικά; Απλά: από τη μία, ένιωσα πως το ότι πήρα πτυχίο ήταν κάτι το οποίο έπρεπε οπωσδήποτε να γράψω εδώ! Από την άλλη, η ολοένα και πιο δυνατή Ταπεινή και Διακριτική μου πλευρά φώναζε. Τα αποτελέσματα της σύγκρουσης και αυτών που εν τω μεταξύ βγήκαν στην επιφάνεια, θεώρησα πως, επιτέλους, είχαν κάποιο ενδιαφέρον.

Και μετά από αυτό το σούπερ-αυτοαναφορικό ποστίο, ας επιστρέψουμε σε αυτό που ποραγματικά έχει σημασία:

Στη Μυτιλήνη και σε ό,τι μοιραστήκαμε. Με πολλή αγάπη.

Another Blue Moon

Remember the last blue moon? Woo boy, wasn’t that a special period?

Well, this time the blue moon just happened to be in August. Everyone started going bananas over how that one was going to be this August’s large moon, nevermind all the talk over whether it would actually be blue or not.

Just to make things clear at this point: August full moons aren’t larger than the rest of the year’s full moons, contrary to the widely believed fact (no less by yours truly until fairly recently) — the proximity cycle doesn’t coincide with the luminosity/phase cycle. In fact, it was only this May that the full moon happened to be the same day as that month’s perigee. Anyway, I digress.

Museums and archaeological sites were open for the night, couples everywhere were enjoying their romantic night out, people were outside cherishing their last days of summer wondering what was so special about this moon in particular.

In another realm, a digital one, the Scythian discovered the five sylvan sprites, fought with the Bright Moon Trigon, jammed along with Jim Guthrie, all the while feeling a hand guiding her actions. A hand belonging to a person who hadn’t had a gaming experience so moving and intense in quite some time.

If you ask me years from now what I was doing on this day of the blue moon, I’ll probably remember the Scythian’s adventures in the world of Superbrothers: Sword & Sworcery EP under the bright moon of ambiguous actuality.

I find that this experience speaks tons about how much and how quickly our digital and our physical lives have already blended… and beyond a shadow of doubt will continue to do so to spectacular, terrible, unimaginable levels.

Spoilers ahead:

Jamming with Jim Guthrie, the game’s composer:

Battling the unimaginable geometry of the Bright Moon Trigon:

30×30

A guy that just turned 30 gives his 30 pieces of advice, or what he wished he knew 10 years earlier. More than half of them I feel I have already come to realiseon my own and can heartily agree with most of the rest. That is to say, my personal 23×23 wouldn’t have looked much different. Where does that put me? Lip-smackingly mini-book/piece/blog nonetheless.

Τρεις νύχτες Χίο, δύο Μυτιλήνη και δύο στα ανοιχτά του Αιγαίου

H Συνειδητοποίηση:

Εσύ κι ο φίλος σου (τον οποίο ξαφνικά θυμάσαι ότι επισκέπτεσαι στην Χίο εδώ και τέσσερα χρόνια) ανακαλύπτετε ότι στην καινούργια παρέα του, την οποία έχει πολύ βολικά κάνει ακριβώς πριν την εξεταστική και απαρτίζεται κυρίως από πρωτοετείς και ακόμα πιο κυριότερα από πρωτοετίνες, είστε οι γηραιότεροι. Θυμάσαι πώς ήταν να πηγαίνεις στα κλαμπάκια και στις κλαμπετέριες σε εκείνη την ηλικία και πώς όλοι οι παλιότεροι σου φαίνονταν τόσο κουλ γιατί δεν πήγαιναιν στα κλαμπάκια και ήξεραν όλα τα κατατόπια που πραγματικά άξιζαν, και αναρρωτιώσουν πώς σκατά το κατάφερναν. Τώρα, εσύ είσαι αυτός που ξέρει τα κατατόπια και διδάσκεις άθελα σου τους μικρότερους απλά και μόνο επειδή δεν θέλεις να ξοδεύεις τα βράδια σου πηγαίνοντας σε κάτι τόσο απαίσιο.

Η Επαρχία:

2,20 ευρώ για μια «μπόμπα» σάντουιτς (το όνομα αναφέρεται στο μέγεθος) χωρίς κρέας αλλά με φέτα, κρεμμύδι, τομάτα, πατάτα και τζατζίκι και κέτσαπ, από ένα τελείως άγνωστο και κρυμμένο σουβλακοσαντουιτσάδικο σε κάποια άκυρο χωριό. Για πρώτη φορά βλέπεις μαστιχόδεντρα και σκέφτεσαι ότι, γαμώτο, είναι όμορφα, σουλουπωμένα φυτά!

To Παιχνίδι Με Πολλούς:

Θυμάσαι ότι όταν οι παίχτες είναι πάνω από 10, ίσως το ενισχυμένο παλέρμο με ερωτευμένους, κοριτσάκια, μάγισσες και δημάρχους να μην είναι τόσο καλή ιδέα, και αναρρωτιέσαι υπό ποιες περιστάσεις και με τι παίχτες θα ήταν η ιδέα όντως καλή. Θυμάσαι εκείνη την φορά που είχες παίξει παλέρμο με σκληροπυρηνικούς παίκτες· η εμπειρία ήταν τραυματική. Προτιμάς να μην γίνεις κι εσύ ένας από εκείνους και τελικά λέτε τρομακτικές ιστορίες μέχρι το πρωί.

Η Δικαίωση:

Πας στην Μυτιλήνη ουσιαστικά μόνο για να δώσεις ένα από τα τελευταία 4 μαθήματα που χρωστάς. Η εξέταση γίνεται στο εργαστήριο υπολογιστών και το μάθημα είναι Αντικειμενοστραφής Προγραμματισμός ΙΙ, κοινώς Java II. Έχεις ακολουθήσει τις σημειώσεις και έχεις μάθει Java, μάλιστα έχεις μάθει να φτιάχνεις ένα αξιοπρεπές ψηφιακό πιάνο. Οι μισοί συμφοιτητές σου φεύγουν όταν μαθαίνουν ότι η εξέταση θα γίνει σε υπολογιστές, μερικοί άλλοι γκρινιάζουν γιατί δεν ήξεραν ότι θα εξετάζονταν σε υπολογιστές. Ο καθηγητής ξεκινάει την εξέταση ζητώντας από όλους να κάνουν compile ένα προγραμματάκι αλλά εσύ δεν μπορείς να το κάνεις, όχι επειδή δεν ξέρεις πώς, αλλά επειδή έχεις μάθει να το κάνεις σε διαφορετικό γραφικό περιβάλλον. ‘Οταν μέσα σε 2 λεπτά δεν έχεις βρει ακόμα πώς το κάνεις, κόβεσαι.

Είναι σαν να ζητάται από κάποιον να κάνει defragment σε Linux ενώ έχει κάνει μόνο σε Windows, ή σε μια εξέταση δακτυλογράφησης να δίνονται γραφομηχανές σε ανθρώπους που έχουν χρησιμοποιήσει μόνο πληκτρολόγια στην ζωή τους. Πώς να το κάνουμε, θέλει λίγη εξοικείωση… Διαμαρτύρεσαι, λες πως δεν δέχεσαι να αξιολογηθείς τόσο γρήγορα και πως ξέρεις Java· ζητάς μια δεύτερη ευκαιρία. Ο καθηγητής στην δίνει γιατί φαίνεσαι ασυνήθιστα σίγουρος για τον εαυτό σου και τελικά καταφέρνεις όχι μόνο να περάσεις αλλά και με σχετικά μεγάλη επιτυχία, τρέχοντας το πρόγραμμα με 4 από τις 5 ζητούμενες λειτουργίες.

Σκέφτεσαι αργότερα πως μερικοί οπωσδήποτε είχαν έρθει έχοντας προετοιμαστεί για την εξέταση δακτυλογράφησης έχοντας διαβάσει για το ποιος εφήυρε το QWERTY, μαθαίνοντας απ’ έξω το σχήμα του πληκτρολογίου, μαθαίνοντας που πρέπει να μπαίνουν τα δάχτυλα, ποιες είναι οι συντομεύσεις με το SHIFT αλλά χωρίς να έχουν πληκτρολογήσει ποτέ τίποτα. Και όταν κόβονται να λένε ότι είχαν μάθει να δακτυλογραφούν αλλά κανείς δεν τους είχε πει πως θα έπρεπε να το κάνουν στην πραγματικότητα.

Λίγο αργότερα, για του λόγου το αληθές (εδώ λένε ότι πρέπει να το γράψεις «ασφαλές» αλλά πραγματικά πρώτη φορά το ακούς αυτό), το βράδυ συναντάς δύο συμφοιτητές σου οι οποίοι κόπηκαν γιατί δεν ήξεραν ότι η εξέταση θα γινόταν σε υπολογιστές. Σε ρωτάνε πώς κατάφερες να μείνεις και να το παλέψεις και σου λένε πως έκανες καλά που διαμαρτυρήθηκες και ότι θα έπρεπε να είχαν κάνει το ίδιο, αφού αυτό ήταν το τελευταίο τους μάθημα, είχαν δώσει 100 ευρώ για να μάθουν την Java σε φροντιστήριο όμως δεν ήξεραν ότι χρειαζόταν compile — κατα τα άλλα «ήξεραν Java». Ακολουθεί ένα τέταρτο αυτοδικαίωσης και κραξίματος του καθηγητή. Νιώθεις αμήχανα γιατί δεν θέλεις να φανεί ότι έγινε εξαίρεση για σένα, βλέπεις ότι μπορεί να νιώθουν αδικημένοι και καταλαβαίνεις αλλά δεν θέλεις και να τους πεις ότι κάτι έχουν δει πολύ λάθος. Αποφασίζεις απλά να είσαι διαλακτικός.

Η Εμπιστοσύνη στο Σύμπαν:

Το πρώτο βράδυ στην Μυτιλήνη βγαίνεις έξω με ένα μπουκάλι Μιχάλη Γεωργιάδη ημίγλυκο στο χέρι για να δεις γνώριμες φάτσες. Πας στο τρίγωνο όντας σίγουρος ότι θα τις δεις. Όχι μόνο τις βλέπεις αλλά πέφτεις πάνω σε όλους όσους υπολόγιζες να δεις τις μέρες που ήσουν στην Μυτιλήνη (και μερικούς ακόμα) μέσα σε περίπου 20 λεπτά. Αυτό θα μπορούσαμε άνετα να το πούμε μια παράδοση στις βουλές του Σύμπαντος gone right.

Η Αποτυχία:

Σου ζητάνε να βοηθήσεις με μια εργασία Flash. O κώδικας είναι τόσο κακογραμμένος που για να βοηθήσεις πραγματικά προσπαθείς να ξαναγράψεις απ’την αρχή κομμάτια του. Καταλήγεις τρεις ώρες μετά να έχεις φτιάξει ένα πρόγραμμα το οποίο θα έπρεπε να τρέχει αλλά πετάει προβλήματα αγνώστου ταυτότητος και γκρινιάζει για κάτι το οποίο δεν θα έπρεπε. Τραβάς τα μαλλιά σου και πηγαίνεις να βρεις κάποιους από αυτούς τους οποίους συνάντησες την προηγούμενη νύχτα στον δρόμο και τους είχες υποσχεθεί ότι θα έβγαινες μαζί τους την επομένη. Τους βρίσκεις αλλά τρέμεις ανεξέλεγχτα για καμιά ώρα από την συνδυασμένη ένταση του εκνευρισμού του Flash, της αποτυχίας αλλά και γιατί ξέρεις ότι μόλις θυσίασες τρεις ώρες της ζωής σου οι οποίες θα μπορούσαν να είναι με τους φίλους που έστησες για να βοηθήσεις με κάτι το οποίο τελικά έκανες χειρότερο. Πίνεις λίγο κρασί στο καινούργιο αγαπημένο μαγαζί της Μυτιλήνης, το Π, την πρώτην Μαρτάνο, και ξεχνάς το όλο σκηνικό, πίνοντας στην υγεία όσων θα πάρουν το πτυχείο τους ξέροντας να κάνουν τις εργασίες τους μόνοι τους.

Το Ξενύχτι:

Αν μένεις κάπου για δύο νύχτες και έχεις χρόνο μπροστά σου, δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα την μία νύχτα να μην κοιμηθείς: αφήνεις ανοιχτό το ενδεχόμενο σε καθετί ενδιαφέρον να συμβεί και με το που μπει για τα καλά το επόμενο πρωί έχεις μια ενέργεια που δεν περιγράφεται. Και γιατί το έκανες; Μα για να είσαι ξύπνιος για…

To Aπόκοσμο, Κοσμοϊστορικό Γεγονός:

Ίσως η απλή θέαση με ένα μικρό τηλεσκόπιο έξω από το δημοτικό θέατρο Μυτιλήνης να μην ήταν εξ ίσου εντυπωσιακή με το παραπάνω βίντεο, σίγουρα όμως η καλή παρέα το ισοστάθμισε και τα σύννεφα και η βροχή που έπεφτε με χοντρές σταγόνες έκανε την θέαση πιο συναρπαστική (επειδή το αβέβαιο είναι πάντα πιο γλυκό) αλλά και κάπως απόκοσμη: ο καιρός, ένα τόσο παροδικό φαινόμενο, σε σύγκριση με την σύνοδο της Αφροδίτης η οποία ήταν κι αυτή μεν παροδική αλλά με προεκτάσεις διαχρονικές, που κάνουν τον άνθρωπο να συνειδητοποιεί την μικρότητα του. Είναι σαν ο Μαθουσάλας να πέθανε από αυτοκινητιστικό ή να στραβοκατάπιε την μπουκιά του από γιδοτύρι και παξιμάδι και να πνίγηκε. Άσχετο, ο ήλιος επίσης φαίνεται πραγματικά απόκοσμος σε ισχύ και μέγεθος στο παραπάνω, ειδικά στις υπέρυθρες. Πραγματικά θεϊκός.

Η Συμφιλίωση:

Υπάρχει μια κοπέλα που μια φορά κι έναν καιρό πλήγωσες με τις καλύτερες προθέσεις. Δεν ξέρεις αν όντως πληγώθηκε, γιατί είναι σκληρό καρύδι (ή έτσι δείχνει), όμως μπορείς να φανταστείς πως από τότε δεν έχει και την καλύτερη εικόνα για σένα και πρέπει να σε θεωρεί τουλάχιστον κομματάκι μαλάκα. Ό,τι και να λες, πως ήταν δηλαδή εμπειρίες οι οποίες ήταν καθοριστικές για το τι σε έφερε εδώ που είσαι τώρα και ότι δεν θα άλλαζες τίποτα και και και, δεν μπορείς να μην νιώθεις τύψεις αφού από την πρώτη στιγμή που την γνώρισες της είχες αδυναμία. Έκτοτε πραγματικά λυπόσουν που τα πράγματα ήρθαν έτσι που μια οποιουδήποτε είδους στενότερη σχέση θα ήταν δύσκολη ως αδύνατη. Είχες προσπαθήσει να την προσεγγύσεις απλά και μόνο γιατί γούσταρες την παρέα της και μέχρι εκεί. Όμως πόσο δύσκολο δεν ήταν να παρεξηγηθεί αυτό;

Αυτή την φορά τα πράγματα είχαν μια όμορφη τροπή. Την συναντάς το τελευταίο πρωί στον Λόφο τυχαία και τα πράγματα αρχικά είναι αμήχανα. Έλα όμως που λίγες ώρες πριν φύγεις από το νησί είσαι μαζί της για καφέ και συζητάτε για την ανωμαλία των Ιαπώνων, την χαρά του να καταφέρεις να ανεβάσεις ένα θεατρικό έργο με μια Πρόβα ενωμένη και χωρίς διχόνοιες αλλά και για το animation για το οποίο έχει μεράκι και για τις δημιουργίες της. Νιώθεις όμορφα, ειρηνικά. Να’στε εκεί, η αυπνία να σας ενώνει, με δυο καφέδες, να μιλάτε περι ανέμων και υδάτων, επιτέλους, μια συζήτηση στην οποία δεν πρέπει να παριστάνεις ότι δείχνεις ενδιαφέρον και δεν χρειάζεται να καταβάλεις προσπάθεια για να συγκεντρωθείς σε αυτήν. Το παρελθόν ξεχάστηκε, forget and forgive, και με χαρά διαπίστωσες πως με αυτόν τον άνθρωπο ίσως και να έχεις πολλά πράγματα να μοιραστείς ακόμα.

Οι Τρεις Εκδοχές:

Φιλοξενείσαι από έναν παλιό φίλο με τον οποίο έχεις περάσει πολλά στην Μυτιλήνη ο οποίος όμως δεν νιώθει τελευταία καλά γιατί έχει χωρίσει με την κοπέλα του. Το ενδιαφέρον είναι ότι είσαι φίλος και με την κοπέλα. Και οι δύο σου προσφέρουν τα σπίτια τους για να μείνεις και να ξεκουραστείς και περνάς αρκετό χρόνο και με τους δύο για καφέ, ναργιλέ και ποτό αλλά σπάνια και με τους δύο μαζί. Βλέπεις και τις δύο μεριές της ιστορίας και βγάζεις τα δικά σου συμπεράσματα. Καταλήγεις ότι αυτό που λένε, πως κάθε φορά υπάρχουν τρεις εκδοχές μιας οποιασδήποτε ιστορίας, η άποψη του ενός, η άποψη του άλλου και η αλήθεια, αυτή είναι μια από τις πολλές άδοξες κι άγνωστες παγκόσμιες σταθερές που ο κόσμος ξεχνάει αποκαρδιωτικά συστηματικά.

Το Ταξίδι:

Πειραιά-Χίο, Χίο-Μυτιλήνη, Μυτιλήνη-Πειραιά. Το European Express είναι εκεί για να σου επιτρέψει να διασχίσεις το Αιγαίο. Αυτή η σχέση αγάπης-μίσους σου με τα συμβατικά πλοία της γραμμής δεν μπορεί να μην φανεί κι αυτή την φορά: το πώς τα βρωμερά μαύρα σύννεφα που ρυπαίνουν τους γαλάζιους ουρανούς του «λίκνου του πολιτισμού» όπως τους αρέσει να μας θυμίζουν κάθε φορά στις 101% εκνευριστικές ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα, οι 3045 τηλεοράσεις ανα σαλόνι και οι καφέδες που έχουν τιμολογιακές πολιτικές αλα Twoface (1,50 για τον «μονό» φραπέ, σε πλαστικό ποτηράκι για την ρετσίνα, και >€3 για τον «διπλό»)… πάλι καλά που μπορείς να τρως τον θαλασσινό αέρα, να χαζεύεις γλάρους που το παίζουν οι γέροι του Muppet Show και να αράζεις σε εξωτερική καμπίνα με 50% έκπτωση. Αλήθεια, η καμπίνα σου δεν ήταν κλειδωμένη… θα μπορούσες την επόμενη φορά να δοκιμάζεις ένα-ένα τα δωμάτια μέχρι να βρεις ένα το οποίο θα είναι ξεκλείδωτο με ένα κρεβάτι ελεύθερο και να αράξεις.

Πραγματικά, ποιος θα καταλάβαινε το οτιδήποτε;

Ρέμα Πικροδάφνης: μια ζούγκλα καλαμιών στην γειτονιά μας

Ξέρατε ότι υπάρχει ένα ρέμα το οποίο ξεκινάει από τον Υμηττό και καταλήγει στο Παλαιό Φάληρο; Το είχα δει πολλές φορές στην ζωή μου: τις πανύψηλες καλαμιές στο ύψος της Αμφιθέας που στρίβει για Νέα Σμύρνη (πριν την Αχιλλέως) και την γλίτσα και το σκουπιδαριό στα αριστερά της παραλίας του Παλαιού Φαλήρου. Ποτέ όμως δεν μου είχε γεννηθεί η περίεργεια να δω τι υπάρχει στην περιοχή γύρω από αυτό, να μπω στην διαδικασία να αναρωτηθώ ενεργά για αυτό. Δεν πίστευα ότι έφτανε τόσο ψηλά, μέχρι που μια μέρα, χαζεύοντας στο Google Maps, είδα αυτό:

«Όπα! Τι είναι αυτή η γραμμή που διασχίζει την μισή Αθήνα;» Το κακό επιτέλους είχε γίνει. Έπρεπε πλέον οπωσδήποτε να μάθω τι ήταν αυτή η γραμμή και να εξερευνήσω την μυστηριώδη περιοχή η οποία είναι άλλωστε τόσο κοντά στο σπίτι μου.

Κατέβηκα στην στάση του τραμ Αχιλλέως και συνέχισα στην προέκταση της Ελ. Βενιζέλου. Σύντομα έφτασα στις καλαμιές και δεν δυσκολεύτηκα να βρω πολλά ημιεγκαταλειμένα μονοπατάκια ή και απλά σημεία τα οποία δεν ήταν απαγορευτικά απόκρυμνα για να φτάσω στην κοίτη. Υπήρχε τρεχούμενο νερό το οποίο όμως είχε μια πρασινοκαφέ απόχρωση και το μέρος έζεχνε βάλτο. Σκουπίδια — κυρίως πλαστικές σακούλες — έδιναν στο μέρος μια επιπλέον αχρείαστη πολυχρωμία. Οι αθέατοι βάτραχοι σταμάτησαν, μάλλον φοβισμένοι, τις μεσημεριανές τους καντάδες όταν τους πλησίασα προσπαθώντας να ικανοποιήσω την μόνιμη περιέργεια μου εντοπίζοντας τους. Έτσι καμουφλαρίστηκαν τέλεια με τα γήινα χρώματα του νερού και δεν κατάφερα να τους βρω. Ένας τύπος ο οποίος δεν έμοιαζε σαν να ήταν από αυτά τα μέρη είχε βγάλει τα παπούτσια του και έπλενε τα πόδια του στο νερό. Χάζεψα λίγο την σκηνή και έφυγα πριν αναγκαστώ να βγάλω άσχημα συμπεράσματα.

Συνέχισα το ρέμα προς τα πάνω. Δεν ήταν εύκολο να περπατήσω στην κοίτη, δεν ήθελα άλλωστε να βρέξω τα παπούτσια μου με αυτή την ευωδία, οπότε έπρεπε να βρω παράλληλους δρόμους. Παίρνοντας αυτούς τους παράλληλους δρόμους χάθηκα στα στενάκια γύρω από το ρέμα και σύντομα βρέθηκα σε έναν άλλο κόσμο. Κότες τριγύριζαν στις αυλές των χαμόσπιτων με τις τσίγκινες οροφές μέσα από τα οποία ή στις βεράντες αγνάντευαν γιαγιάδες, χελώνες και γάτες λιάζονταν πάνω σε ερείπια ή κοιμόντουσαν στην σκιά των καλαμιών, μπάζα, σκουπίδια και ξεραμένα ανθρώπινα σκατά στόλιζαν την άγρια βλάστηση γύρω από την κοίτη… Μερικών χαμόσπιτων η μόνη σύνδεση με τον έξω κόσμο ήταν μέσω μικρών γεφυριών που διέσχιζαν πού και πού το ρέμα, δίνοντας στο όλο σκηνικό μια λαβυρινθώδη αίσθηση: δεν ήταν πάντα προφανές πώς ήταν δυνατόν να διασχίσω τα γεφύρια γιατί οι δρόμοι στις άκρες τους μπορεί να έρχονταν από κάπου τελείως άσχετα με το σημείο που βρισκόμουν.

Παρα την παρακμή του σκηνικού το ρέμα με γοήτευσε. Ένα μέρος της Αθήνας το οποίο δεν έχει τσιμεντωθεί ακόμα τελείως, όπως ο Ιλισός ή ο Κηφισός, αλλά χαίρει παρόμοιων –εντυπωσιακά χαμηλών– επιπέδων σεβασμού και αγάπης. Η περιοχή αξίζει μια βόλτα ακόμα και μόνο γιατί είναι τόσο διαφορετική από οτιδήποτε άλλο σε αυτό το μέρος της πόλης: τέτοια άγρια βλάστηση, τέτοια άναρχη δόμηση από μονοκατοικίες στην «καλύτερη» των περιπτώσεων, τόσα σκουπίδια… είναι ένα δείγμα της κυρίαρχης νοοτροπίας στην σχέση ανθρώπου-περιβάλλοντος στην Αθήνα, στην Ελλάδα, στην Μεσόγειο και παραπέρα: ότι το περιβάλλον στο οποίο ζούμε είναι συμπτωματικό και δευτερεύον και μόνο αν προσφέρεται για εμπορική εκμετάλλευση μπορεί ποτέ να είναι χρήσιμο. Αλλιώς το να πετάμε τα σκουπίδια μας εκεί δεν πειράζει αφού «ούτως ή άλλως δεν είναι και τίποτα όμορφο, μόνο κάτι καλαμιές είναι…» Τα μεγάλα ξέφωτα, τα γεφυράκια, τα γκράφιτι στην κοίτη, και ο ήχος του τρεχούμενου νερού δεν είναι μόνο καλαμιές. Που και μόνο καλαμιές να ήταν, αυτό θα σημαίνει ότι δεν θα αξίζαν την προσοχή μας αν μέναμε στην περιοχή;

Μια πρόταση μου για την βόλτα, αν σας κίνησα το ενδιαφέρον: πάρτε μαζί σας κάτι να ακούτε στο κινητό ή στο MP3 player σας. Έτσι η δική μου βόλτα έγινε ακόμα πιο μυστηριώδης και εσωτερική καθώς είχα βάλει να ακούω την Δύναμη του Τώρα σε audiobook στο κινητό μου. Το ξέρω ότι το να ακούς κάτι ενώ περπατάς σε αποσπά κατα κάποιον τρόπο από το Εδώ και Τώρα, αλλά μπορεί να προσφέρει και μια άλλου είδους εμπειρία.

Συμπληρωματικό άρθρο του ΣΚΑΪ για το ρέμα της Πικροδάφνης.

 

Detachment, Part Two

Όταν τα σκουπίδια αξίζουν καλύτερη μοίρα από να τους φερόμαστε σαν σκουπίδια.

Το δωμάτιο μου στην Νέα Σμύρνη είναι γεμάτο με κειμήλια. Παλιά ρούχα που είτε ποτέ δεν μου άρεσαν πραγματικά ή δεν μου αρέσουν πια, games που τα κρατάω κι’εγώ δεν ξερώ γιατί, αντικείμενα που έχουν γίνει κομμάτι της ατυχούς μόνιμης διακόσμησης, αρχαία ηλεκτρονικά τα οποία η εξέλιξη της τεχνολογίας καταδίκασε στο να τελούν χρέη συλλεκτών σκόνης (στην καλύτερη), παπούτσια που δεν μου αρέσουν πια που είναι στην μετέωρη κατάσταση του να είναι υπερβολικά φθαρμένα για να χαρίσω αλλά όχι αρκετά διαλυμένα για να πετάξω…

Γενικά, έχω πολύ πράγμα το οποίο δεν χρειάζομαι και θέλω να αποχωριστώ. Όμως δεν θέλω να πάω μέχρι τον κοντινότερο κάδο και απλά να τα πετάξω. Μου φαίνεται τόσο άσχημο το να φέρεσαι σε κάτι σαν σκουπίδι. Με δέκτη πρόσωπο, είναι μια φράση που δείχνει μια απαίσια έλειψη σεβασμού («της φέρθηκε σαν σκουπίδι»). Αν μεταφέρω αυτή την έλειψη σεβασμού στα πράγματα, στα αντικείμενα, τα οποία το καθένα μόνο για μένα προσωπικά συμβολίζει κάτι, είναι το ίδιο ακριβώς. Είναι φριχτό το ότι, υλιστές ως είμαστε, δίνουμε τόσο σημασία στην χρήση και αντίστοιχα στην αχρηστία. Όντας τόσο συνδεδεμένοι με την ύλη, ο συμβολισμός του να πετάς κάτι στην κάλαθο των αχρήστων είναι η δολοφονία της χρήσιμης ύλης. Πώς μπορώ να δολοφονήσω τόσα αντικείμενα τα οποία είναι ακόμα γενικά χρήσιμα αλλά για μένα απλώς παίρνουν χώρο; Κάποιος άλλος θα μπορούσε να κάνει υπέροχα πράγματα μαζί τους.

Πώς θα μπορούσα να βρω όμως κάποιον που να χρειάζεται ή να μπορεί να χρησιμοποιήσει όσα εγώ πλέον δεν; Ποιος θα μπορεί να συνεχίσει, όπως μπορεί, να χρησιμοποιει το τρύπιο παπούτσι, το ΙSDN modem, το απαίσιο παιχνίδι για το οποίο κάποτε έγραψα ένα ριβιού, το μισογραμμένο τετράδιο, τα ξεχασμένα δώρα από κάποιο πάρτι, την τσάντα μεταφοράς ενός υπολογιστή που εδώ και χρόνια πλέον δεν είναι στην κατοχή μου; Ποια είναι η μοίρα αυτών των πραγμάτων; Ποια θα έπρεπε — ποια θα μπορούσε να είναι η τύχη τους; Πώς μπορώ εγώ να έχω το δικαίωμα να τους στερήσω την ζωή πετώντας τα στα σκουπίδια;

Σκέφτομαι πόσα σκουπίδια παράγονται κάθε μέρα, πόσοι τόνοι αχρηστίας και νεκρής ύλης καταλήγουν στις no man’s lands του δυτικού πολιτισμού, τις χωματερές, και βλέπω ότι η δική μου συνεισφορά είναι πραγματικά αστεία. Δεν έχω πολύ πράμα. Τα αισθήματα μου όμως είναι πολύ περισσότερο σεβασμός στα ίδια τα αντικείμενα, στην πιθανότητα να είναι χρήσιμα σε κάποιους άλλους, να υπάρχει ακόμα κάποια ελπίδα να παραμείνουν ζωντανά, παρά στο ότι θέλω να τα έχω για να θυμάμαι το παρελθόν.

Yπηρεσίες, καταστήματα και σελίδες ανακύκλωσης αντικειμένων (από το forfree.gr)

 

Λαϊκή Σήμερα

Τυχαίος πωλητής στην Λαϊκή: Λαμόγια δημοσιογράφοι! Φύγετε απο’δώ ρε. Μαζί με τους γαμημένους πολιτικούς είστε. Μαλάκες […*], αν είχα ένα πιστόλι θα σας πιστόλιζα όλους! Παπαδόπουλος ρε, αυτό μας χρειάζεται! Παπαδόπουλος! Στρατός! Λαμόγια, στην κηδεία του Παπαδόπουλου τις μαγνητοσκοπήσεις με το ποιοι παρευρέθησαν τις δώσατε στην ΕΥΠ. Πουλημένοι! ΣΥΡΙΖΑίοι, που θέλετε να σας γαμάνε οι μετανάστες! Δεν σας έφταναν 400 χρόνια Τούρκοι, τώρα θέλετε κι άλλον πούτσο!

*λοιπές βρισιές

Δημοσιογράφος του KONTRA Channel στον οποίο απευθύνονται όλα τα παραπάνω: Θέλετε να τα πείτε στην κάμερα όλα αυτά; Εμείς είμαστε εδώ για να τα γράψουμε.

Πωλητής: Άει στο διάολο!

Eγώ που ήμουν στον διπλανό πάγκο και διάλεγα κρεμμύδια:

Your Brain On Porn

http://yourbrainonporn.com/

Evolution has not prepared your brain for today’s Internet porn.

 

Basically, this site says that internet porn has hacked into our brain and is playing around with the hormonal centres that handle pleasure, reproduction, addiction and reward. Everytime we masturbate to internet porn our brains register the act as if we were fertilising tens or hundreds of different women. That’s much better than only having one partner, right? You can’t beat the novelty, the variety, the propagation of genes, the accessibility!

All this has lead to situations where people are subconsciously choosing porn instead of real socialising (and feeling OK and quasi-satisfied, if a little bleh, with being solitary and socially anxious) because the brain in a completely subconscious manner prefers the porn with all its addiction, reward and novelty factor, than real intimate partners. Such situations, I’m betting, are much more widespread than anyone’s willing to admit.

In the site you can find many testaments of men who abstained from masturbating for weeks or months and saw a dramatic, to say the least, increase of their libido, self-confidence and testosterone levels. They also rediscovered the beauty of looking into people of the opposite sex as more than just pieces of meat, there as a means for a potential orgasm and little else (and always comparing them, again subconsciously, with their virtual, pornographic counterparts of sexual satisfaction). Moreover, they found out they started focusing more on real women as the real people that they are.

Could it be that the sexuality of a whole generation of men (not to mention today’s teens) is being influenced, no, shaped by high-speed internet porn, making us proud addicts to the murderer of eroticism from a very young age, thousands of synapses at a time? Wilhelm Reich couldn’t havee meant this when he was talking about the Sexual Revolution! Absolutely not. This is serious.

I’m trying this out already, how could I not? All the way. See how long I can last and what happens. I’ll post the results soon.

 

 Philip Zimbardo: The demise of guys?

Some more links to articles on Your Brain On Porn:

Guys who gave up porn: on sex and romance

Was the cowardly lion just masturbating too much?

 

Opeth – Deliverance

I’m one of the people that enjoyed Heritage. During Folklore I sang so hard my stomach hurt (not nice). And then for the encore, Mik and his gang, after all the friendly chit-chat with the audience and after making us sing “happy birthday” for the drummer (not the same as the one in the video above) went ahead and played this.

Oh yeah.