The Game, pickup artists, the art of seduction and all that is something that has fascinated me for a while. The pretension of it all, really. It’s so different from the WYSIWYG way I believe I usually project myself; foreign, yet with a certain unmistakable allure: imagine being able to seduce anyone! How can people live like this, moving from woman to woman without any emotional attachment? Do they feel omnipotent? How can they lie, or rather bullshit so exquisitely? Do they ever get impostor syndrome, or can only narcissists and megalomaniacs immune to impostor syndrome really excel at seducing? Who are these guys anyway? Don’t they ever stop, look at themselves and wonder what they’re trying to prove? Probably not, right?
Turns out the techniques work like clockwork, like Jedi mind tricks on stormtroopers, but even if you mingle with celebrities for a living, like Strauss did before sitting down to write his story, at some point you will either (or both): a) get tired of casual sex with bimbos without any lasting connection and seek something deeper; b) meet your seduction match who will drive you crazy because what she wants is the real you and trying to seduce her by the Playbook amazingly turns her off, and by the time you realize the fact you’ve almost lost her for good.
Still, listening to this book worked as a mood enhancer for me. I speculate it was the effect well-known to us self-improvement book readers of getting a high merely from visualising a change in your life by following the advice suggested instead of actually following it, which, it should be noted, often leads us readers never taking the steps necessary for change to take place, satisfied from the imagined high we’ve just had. Second-hand success stories almost work just as well, and this is essentially what you get here: “look at the self-proclaimed loser get all the chicks he’s never had! I could do the same, if I chose to!”
But would I ever choose to be that guy? I wonder: by not playing The Game because I believe it’s dehumanising and pathetic and that self-confirmation and self-worth come from within, not from forgetting how many women you’ve tricked into falling for you, am I really just displaying my “mediocrity” as a man, my “beta”-ness? That’s definitely what a player would say about me. But is it because I’m scared of pulling it off that I’m shunning seduction, or could it be that, since I don’t need conquests to feel desirable or indeed complete, I am already “ahead of The Game”, the very place pickup artists go all this process through to reach?
The words “you are what you love, not what loves you” came as an answer while I was typing the above, as they’d done once before while I was out running and listening to this book.
To be honest, close to half the enjoyment I got out of The Game I got from the narrator and the way he switched accents between Neil and bimbos, Mystery and Style, tones of voice etc. Here you can find a sample. Actually, not just a that: by looking for a sample I ended up with a link to the full thing (which might not even be with us for long, judging by Youtube’s policies) and realised by looking at the comments that what I listened to in the end wasn’t even the full version of the book! Come to think of it, I did just finish it in a couple of days…
Ρε Χωλλ! Πριν κάποιες εβδομάδες έχασα (πάλι) το MP3 player μου — ή μάλλον μου το κλέψανε, δεν θα μάθω ποτέ. Ήταν στα Γιάννενα, στο Game Core, το ίντερνετ καφέ όπου ξεκίνησα να γράφω αυτό το ποστίο, και ήταν το μπλε Sansa Clip Zip μου που πολύ το αγαπούσα και με είχε συντροφέψει σε πολλές διαδρομές, τρεχάλες και όμορφες στιγμές. Είχα μέσα φορτωμένο Beirut, Sigur Ros, Steven Wilson, Tim Minchin, King Crimson, Θανάση, Gramatik, Conversations with God, το Sapiens, πολλά επεισόδια Mysterious Universe, και μια ηχογράφηση από έναν κύριο στην Κερκίνη ο οποίος μας είχε παίξει έναν αργό ρυθμό στο τυμπανό του και έλεγε ότι αν το παίζαμε αυτό κάθε μέρα (ή μήπως ήταν κάθε βδομάδα;) για 10 λεπτά η ζωή μας θα γινόταν καλύτερη. Ότι θα μπαίναμε σε έναν ρυθμό. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι είχε πει, αλλα μου φαινόταν τότε πολύ βαθύ και καλή συμβουλή. Δεν το ξανάκουσα ποτέ, παρόλο που το είχα ηχογραφήσει τότε με το Sansa. Ίσως επειδή το είχα ηχογραφήσει με το Sansa.
Συνειδητοποίησα κάποια πράγματα αγοράζοντας από τα Public Αλεξανδρούπολης (μακάρι να υπήρχε η ποικιλία για να τον αγοράσω από αλλού) τον αντικαστάτη του παλιού μου Sansa: ότι όσον αφορά τα consumer electronics, (πώς τα λένε αυτά στα ελληνικά;) μετά από τον αριθμό κινητών που έχω αλλάξει, ο οποίος ούτως ή άλλως είναι ανησυχητικά τεράστιος και είμαι μόνο ένας άνθρωπος σε έναν ωκεανό ανθρώπων– αμέσως μετά έρχονται τα MP3 players.
Όσα πέρασαν ποτέ από τα χέρια μου ήρθαν κι έφυγαν, χωρίς να αφήσουν πίσω τους τίποτα. Αυτά τα γκατζετάκια που πριν τα αποκτήσω και πριν τα αγοράσω (ή μου τα αγοράσουν) ερευνούσα τόσο πολύ, κάθε παράμετρο, δέκα χρόνια μετά ή λιγότερα δεν μπορώ να θυμηθώ σχεδόν αν ποτέ μου ανήκαν ή όχι. Λίγες και αποσπασματικές αναμνήσεις έχω μαζί τους, και συνήθως πρέπει συνειδητά να τα προσθέσω σε ένα νοητικό κάδρο που είναι συνταγή για πλαστές αναμνήσεις, παρά ανήκουν οργανικά εκεί στην ανάμνηση. Μάλλον με τα περισσότερα πράγματα γίνεται αυτό, η νοητική προσθήκη εννοώ, αλλά τέλος πάντων.
Όντας πλέον μιας κάποιας ηλικίας ώστε να έχει νόημα μια τέτοια μικρή αναπώληση, ας πάω πίσω σε όλα τα players που είχα κάποτε που μπορώ να θυμηθώ, γιατί είμαι σίγουρος ότι κάποια δεν θα τα θυμάμαι, ξεκινώντας από την εποχή που άρχισα να έχω κάποιο δικό μου γούστο στη μουσική πέρα των game themes. Πείτε γύρω στα 14.
Ένα MP3 CD player φορητό
Το πρώτο μου MP3 player έπαιζε MP3 CD. Δεν ήταν Philips, δεν θυμάμαι καν βασικά τι μάρκα ήταν, ήταν δώρο Χριστουγέννων του 2003 και μου έσπασε τα νεύρα πολύ γρήγορα. Δεν θυμάμαι τον λόγο. Δεν έπαιζε καλά τα CD? Δεν άνοιγε; Δεν φόρτιζε; Η μπαταρία κράταγε λίγο; Κόλλαγε; Κάτι τέτοιο. Η μουσική που άκουγα τότε έχει σχεδόν μηδενική υπερκάλυψη με αυτή που ακούω σήμερα, συμπεριλαμβανομένων των game themes, και με το ζόρι είχα αρχίσει να ακούω Pink Floyd. Φανταστείτε… Κατέληξε στον τότε κολλητό μου Άλντο, όπως και πολλά άλλα από τα ηλεκτρονικά μου που δεν ήθελα πια μικρός.
To Ρόμπα το είχα εκεί, το 2004, γύρω στα 15 ήμουν. 256MB! Χωρίς δίσκους ή CD! ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ! Ήταν το πρώτο μου MP3 player όπως θα τα αναγνωρίζαμε σήμερα. Δεν θυμάμαι πόσο το είχα και τι απέγινε, θυμάμαι όμως ότι είχε ένα παρόμοιο ο Φάνης. Έκανε μεταξύ 150 και 200€.
Το πολυαγαπημένο μου «ποταμάκι». Δώρο γενεθλίων το 2005, με λεφτά τσονταρισμένα και από τους δύο μου γονείς και από τους συζύγους τους τότε. Έκανε γύρω στα 350€ αν θυμάμαι καλά, το είχα μέχρι το 2008. Μου το κλέψανε στη Ρώμη όταν είχαμε ταξιδέψει στην Ευρώπη με την Αλεξ. Κοιμόμασταν με βάρδιες στον κεντρικό σταθμό περιμένοντας να ξημερώσει για να πάρουμε το τραίνο για Ανκόνα, η emobagα μου ήταν ανοιχτή, και ένας δαιμόνιος Ιταλός ελαφροχέρης το πήρε. Θα είδε την δερμάτινη θήκη και θα γλυκάθηκε. Τον είδα με την άκρη του ματιού μου, αλλά όταν κατάλαβα τι είχε γίνει ήταν αργά. Θα μπορούσε να είχε κλέψει το πορτοφόλι μου ή το DS Lite μου, το οποίο εντάξει, το έχασα και χωρίς βοήθεια τελικά μερικούς μήνες αργότερα.
Το iRiver μου άρεσε πολύ. 20GB (είχε σκληρό δίσκο, όπως τα φρέσκα iPod που μόλις ξεκίναγαν να γίνονται μόδα παγκοσμίως), πολλή μπαταρία, εντυπωσιακή οθόνη για την εποχή—μπορούσε να παίξει μέχρι και βίντεο αν το έφτιαχνες σωστά και έκανες την κατάλληλη μετατροπή. Είχα πειραματιστεί με το να βλέπω άνιμε σε αυτό το μηχανηματάκι αλλά μετά ήταν μεγάλη μανούρα να μετατρέπεις κάθε βίντεο ξεχωριστά και είχαν πολύ μικρό framerate. Σε κάποια φάση του είχα αλλάξει και το firmware και είχα βάλει Rockbox αλλά το βαρέθηκα γρήγορα.
Αν το είχα ακόμα, με μια αλλαγή μπαταρίας θα δούλευε άψογα είμαι σίγουρος. Σκυλί. Πόσο να κάνει να αγοράσεις ένα τέτοιο μεταχειρισμένο;
Ή μήπως ήταν 4GB; Πότε το πήρα; Δεν θυμάμαι… και δεν θυμάμαι καν πόσο το είχα. Ξέρω μόνο ότι έκανε γύρω στα 80€ και το έχασα στη Δανία. Μου το κλέψανε σε ένα μαγαζί με second-hand ρούχα.
EDIT: Θυμήθηκα από άκυρη φάση ότι έχω φωτογραφίες με το Mozaic και άθλια ακουστικά που είχα τότε (περισσότερα σχετικά με τα ακουστικά μετά). Έβγαζα σελφιζ με τρίποδο, την e-510 και τηλεκοντρόλ, του οποίου το υπέρηθρο φωτάκι σκέφτηκα ότι θα έβγαινε στις φωτό, και είχα δίκιο.
5. Μια μαλακία MP3 no-name αντιγραφή του iPod nano που την πήρα στη Δανία γιατί δεν είχα λεφτά να πάρω κάτι καλύτερο.
Δεν θυμάμαι καν αν χάλασε ότι το πέταξα στη Βαλτική απ’ τα νεύρα μου.
6. Νόκια που δεν θυμάμαι το όνομα του αλλά είχα ξεφτιλίσει
Ένα μικρό απόσπασμα σχετικά με την πρώτη φορά που παρα λίγο να πνιγεί το κινητό αυτό. Παρμένο από ένα forum που είχα γράψει τότε όταν είχα νιώσει πολύ σκατά για αυτό και η εμπειρία είχε τα χνώτα της ζεστά στον σβέρκο μου:
Σε αυτό το κινητάκι άρχισα να ακούσω audiobooks και podcasts—Dan Carlin, The Higherside Chats, Eckhart Tolle, την ραδιοφωνική εκπομπή του Hitchhiker’s Guide to the Galaxy… Τότε είχα λιώσει το Collecting Space και το The 78 του Στιβάκου, τους Amplifier και τον Devin Townsend. Από τα αγαπημένα μου χαρακτηριστικά ήταν που είχε πεδόμετρο, και άρχισα να περπατάω περισσότερο για να βγαίνει πενταψήφια μέτρηση όσο το δυνατόν πιο συχνά. Με είχε βολέψει, αλλά ναι, βρήκε τον υγρό του τάφο έναν χρόνο μετά, παρ’ότι είχε επιζήσει από το πρώτο waterboarding. Το είχα βάλει στη θάλασσα βράδυ με τον φακό αναμένο. Βλέπαμε με τη Δάφνη αχινούς να περπατάνε, όπως περιγράφω στο πρώτο λινκ. Και ο φακός έσβησε και δεν ξανάναψε ποτέ.
Το να πεθάνει το αδιάβροχο κινητό από δυο εμβαπτίσεις το βρίσκω πάντως πολύ ποιητικό. Έζησε Μάρτιο του ’12 με Ιούνιο του ’13.
8. Άλλο Νόκια που δεν θυμάμαι το όνομα του δανεισμένο απ’ τη Δάφνη με QWERTY (ψάχνοντας στο νετ ανακάλυψα ότι είναι το C3)
Όταν το παραπάνω Samsung πνίγηκε, η Δάφνη μου δάνεισε ένα δικό της που είχε πριν πάρει smartphone, κι ήταν και για μένα το κινητό που είχα μέχρι να πάρω το πρώτο μου smartphone. Με το κινητό αυτό ξεκίνησα το C25K, να τρέχω δηλαδή. Βόλεψε γιατί είχε χρονόμετρο, γύρους κτλ, αλλά με το Podrunner δεν χρειαζόταν—έβαζα το αρχείο, έπαιζε, κι εκείνο με ειδοποιούσε για το πότε να σταματήσω, πότε να ελαττώσω ταχύτητα κτλ.
Είναι ίσως η μόνη συσκευή από όλες αυτές που ακόμα ζει ή δεν χάθηκε.
Ήμουν έτοιμος να βάλω εδώ μια εικόνα της Σάνσα από το Game of Thrones αλλά κρατήθηκα.
Tο αγόρασα τον Αύγουστο του 2014 όταν αποφάσισα ότι δεν ήθελα πια να παίρνω όλο το κινητό μαζί μου για τρέξιμο και προτιμούσα κάτι πιο φορητό που να έχει και clip. Με μέγεθος σπιρτόκουτου, εσωτερική μνήμη 4GB, ενισχυτή, υποδοχή microSD, υποστήριξη FLAC και πολλών άλλων φορμά, καλές κριτικές και με τιμή μόλις 35€, δεν μου έκανε εντύπωση που πολλοί κάτοχοι του μικρού αυτού Sansa έγραφαν ότι είχαν αγοράσει 3+ συσκευές για να έχουν στοκ. Τόσο καλό εργαλειάκι ήταν.
Κι εκείνου του έβαλα δοκιμαστικά Rockbox όπως είχα κάνει στο iRiver, γιατί εντάξει, είχε κάποια προβληματάκια με το interface, κυρίως με την εύρεση των αρχείων γιατί δεν είχε folder view, αλλά κι εκείνο δεν με τρέλανε και το έβγαλα σύντομα.
Τον περισσότερο χρόνο στο Σάνσα μου σίγουρα τον έφαγα ακούγοντας Mysterious Universe (ακόμα δεν έχω γράψει τίποτα γι’ αυτό το αγαπημένο podcast, ε;) αλλά και διάφορα βιβλία, στο τρέξιμο και στα όργανα του άλσους Νέας Σμύρνης. Περισσότερο audiobook player ήταν παρά μουσικής, από την αρχή μέχρι το τέλος. Μέχρι την μοιραία νύχτα στο Game Core…
Όταν έχασα το Σάνσα μου, στενοχωρήθηκα κυρίως γιατί δεν θα μπορούσα να βρω ένα ίδιο, ιδιαίτερα στην Αλεξανδρούπολη και στη Σαμοθράκη όπου είχα μόλις φτάσει. Εδώ και χρόνια έχουν αποσυρθεί και αντικατασταθεί από μοντέλα με περίπου ίδιο λογισμικό, διπλάσια μπαταρία (μέχρι 25 ώρες!!), πιο αδύναμο επεξεργαστή (που δεν τρέχει Rockbox), firmware που έχει επιτέλους folder view αλλά με πολύ αργό rewind στα αρχεία μεγάλου μήκους τύπου audiobook για παράδειγμα, μεγαλύτερο μέγεθος και χειρότερη οθόνη. Και τιμή λιανικής 50€ αντί για 35€.
Μολαταύτα, η διπλάσια μπαταρία είναι σημαντικό πλεονέκτημα, και μάλλον υπερτερεί των άλλων πισωγυρισμάτων. Και πρέπει να πω πως βάζοντας του μια 16άρα microSD, έφτασε και ξεπέρασε την χωρητικότητα που κάποτε είχε το ποταμάκι, το iRiver, το πρώτο μου player.
Ελπίζω να μην το χάσω και αυτό και να μου κρατήσει για κάποια χρόνια. Όχι όχι, δεν υπάρχει «ελπίζω», υπάρχει «πιστεύω».
Μόλις συνειδητοποίησα ότι γράφοντας για τα players, πρέπει να γράψω κάτιτις για τα ακουστικά που έχω χάσει. Αυτά που έχασα με το Clip Zip, κάτι Sennheiser CX200 νομίζω, πρέπει να ήταν τα 5632α που χάνω. Τα τελευταία χρόνια τα χρήματα που έχω ρίξει σε ακουστικά που πλέον δεν έχω στην κατοχή μου πρέπει να είναι ξεπερνάνε την τιμή ενός… χμ… βάλτε κάτι ακριβό, αλλά όχι πολύ ακριβό. Πείτε ένα 3DS. Μεταχειρισμένο. Δεν πειράζει, για βιλία και podcast καλά είναι και τα ακουστικά αυτά που σου δίνουν δώρο…
Ξέρετε τι θα ήθελα μόνο; Υποστήριξη για Audioscrobbler και πεδομέτρηση, για να μην χρειάζεται να κουβαλάω το 3DS παντού ψυχαναγκαστικά και να βάζω στο κινητό apps που το κρατάνε ξύπνιο ή δεν λειτουργούν καθόλου—looking at you, Runtastic. Το scrobbler θα ήταν ενδιαφέρον, αν και, τελικά, λίγο μάταιο. Το last.fm μου δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματικότητα πια. Αφού το ξεκίνησα όταν ακόμα είχα το ποταμάκι, που και για αυτό, τότε, έψαχνα τρόπο να συνδέσω με το last.fm μου. Και όπως μου αρέσει να κάνω, ας αναρωτηθώ πια είναι η χρησιμότητα, τελικά, του να έχεις last.fm. Εκτός από το να βρίσκεις τα κομμάτια που είχες στο Grooveshark αλλά επειδή διαγράφηκε το Grooveshark έχασες, όμως στο last.fm έχουν σωθεί. Μάλλον: τι είναι αυτό που με κάνει να θέλω στο πίσω μέρος του μυαλού μου κάτι να καταγράφει τι ακούω; Εμένα και άλλους πολλούς; Είναι ότι φοβόμαστε τον θάνατο και τη λήθη πιο πολύ από οποιαδήποτε άλλη εποχή τελικά, μήπως;
Γιατί όταν μιλάω για μένα συχνά χρησιμοποιώ πρώτο πληθυντικό αντί για πρώτο ενικό; Είναι για να νιώθω λιγότερο άσχημα για πράγματα που με κάνουν και νιώθω άβολα, κάνοντας προβολή την αμηχανία μου στον ευρύτερο κόσμο; Γιατί κάνω τόσες ερωτήσεις που δεν έχω καν πρόθεση να απαντήσω ποτέ;
Αν υπήρχε κάποιο πόιντ σε αυτό το ποστ, δεν ξέρω ποιο έιναι πια. Ίσως ότι τα MP3 Players έχουν ζωή, παρά την υπέρτατη κυριαρχία των κινητών. Άλλο πράγματα τα κουμπάκια αντί για οθόνη αφής, κι άλλο πράγμα το σπιρτόκουτο σε σύγκριση με την γκουμούτσα. Τι να κάνουμε.
Και κάτι ακόμα: από ένα σημείο και μετά έγινε πολύ λιγότερο φετιχιστικό το όλο θέμα με τα ηλεκτρονικά για μένα, αφού δεν θυμάμαι τόσο καθαρά της λεπτομέρειες σχετικά με τις συσκευές που είχα πιο πρόσφατα, όσο για αυτές που είχα 10 χρόνια πριν. Κατάλαβα ότι είναι συσκευές και χάνονται, ή πεθαίνουν, ίσως—τα παντα ρει, ουδέν μένει;
I’m not a fan of zombies, not by a long shot. I enjoyed Dawn (and especially Shaun) of the Dead, Zombieland, 28 Days Later, I have dabbled with The Walking Dead and Left4Dead, but all of this has been collateral from friends bringing me along for the ride each time. As far as I can recall, I had never picked up a zombie story on my own before reading World War Z, and this I did because the “oral history” of the title caught my attention. I was also aware that the movie adaptation of the book was completely different and apparently mostly shite compared to the source material, so I got intrigued.
World War Z is written like the first chronicle compiled after the Zombie War’s been “won” (that’s not a spoiler, the existence of the book itself is proof of the survival of the human race). It’s supposedly the transcription of the writer’s sound recordings from his interviews with survivors from around the world and their stories of making it through, which as a narrative tool alone is quite brilliant. Most were military and soldier types, but there were others that presented a different side to the story: a blind hibakusha gardener, a Canadian teen, a French firefighter (I think it was) stuck in the Paris catacombs together with hundreds of thousands of people, the Chinese doctor who witnessed Patient Zero… even the stories of the soldiers were varied and told of how tactics everywhere in the world had to be completely re-imagined in order to repel an enemy that needs no supplies, never rests, grows in numbers while human forces dwindle, counts no injuries etc.
One of my favourite accounts was of a Chinese nuclear submarine that went rogue to increase chances of escaping contamination and discovered a makeshift marine utopia somewhere in the Pacific comprised of seafaring survivors from all over the world. Another one was of a Hollywood director that created films together with the US Military and had huge zombie-destroying lasers in them, weapons which in actual combat were very inefficient but the zombie-annihilating spectacle they delivered was perfect for boosting the morale of the surviving West Coast. These films went to significantly decrease the number of people dying of Asymptomatic Demise Syndrome (had to Google that), i.e. people dying in their sleep because of apparent lack of will to wake up again the next morning. Propaganda in the name of… life?
Another account still described how some people had never been bit, had never contracted the virus, nothing was medically wrong with them, but they would still turn into zombies—at least they acted as zombies—all due to pure psychological breakdown. Survivors would tell the difference between live and dead zombies from looking at their eyes: “reanimated” corpses who had succumbed to “African Rabies” never blinked again, permanently exposing their eyes to the elements, which would slowly turn them dull and murky.
World War Z is full of such little well-thought details that I appreciate in sci-fi/alt-history stories that make it an engaging and believable read. My disbelief was suspended, even for as an absurd thing as zombies. I mean, how could such a thing as an organism that is dead, yet isn’t, doesn’t decay in water, needs no food, has no circulation, makes no apparent use of its five senses to “hunt” yet only dies when its brain is destr… ah, what a pedant, that’s precisely where the horror’s at!
Some books I only review because of the sort of benign OCD I’ve developed that compels me to write something about every book I read; withothers I can’t stop myself from going all-out, even if I didn’t enjoy reading them enough to award them 5 stars to begin with. With psychology and typology (personality type) books, the latter is almost always the case. Perhaps to a fault, I might add, for the wall of text lying beneath is arguably not the optimal way of transmitting this, let’s face it, difficult information. Still, I’m a reader rather than a video watcher… but I’m not the only one. ♪
As a review this probably won’t work, but that said: what if I finally accept that it’s not me writing a review here, but taking the opportunity to process, share and, in typical Hallographic style, lovingly re-transmit the fascinating information, empathy and communication skills this book filled my mind and attention with, at least for a time?
Some books might not be for everyone or even five-star worthy as far as reading pleasure is concerned, but they do contain valuable ideas absolutely worth spreading, writing and talking about.
Watch me embracing the fact that this is not going to be a review.
…
I read Please Understand Me II on my Android on .pdf. It is David Keirsey’s definitive 1998 update to his original 1984 Please Understand Me. He himself was (he died in 2013) the personality psychologist who created the Keirsey Temperament Sorter (link to the test as it appears in the book, it’s worth the manual effort to complete) and the Four Temperaments typing system. It shares its name with Hippocrates’ and Galen’s original four temperaments theory, which has for millennia sorted people’s personalities into choleric, phlegmatic, melancholic and sanguine.
This archetype has survived to this day in its original form and has thus proved rather durable, along with various other ancient and medieval derivatives, albeit few people consider them as valid typological systems anymore (I’m of two minds about being a Nymph, according to Paracelsus). From Wikipedia’s article on the Keirsey Temperament Sorter:
Keirsey’s Artisan, Guardian, Idealist and Rational types have come a long way indeed since the time Hippocrates classified people by their over-secretion or lack of certain human bodily fluids: the system was developed upon many decades of research, observation, counseling and comparing the behaviour of his clients. It is not the only typology system to have been built on observation and the scientific method, but it differs from others in the fine points.
To be exact, whereas the Enneagram on the one hand—to name my favourite such system—separates people into nine categories based on their preconceived deficiencies of character, sources of insecurity and ambitions, and the Myers-Briggs Type Indicator on the other, probably the most well-known and used such system around the world, sorts people into sixteen categories by the order of preference of their eight types of Jungian cognitive functions, it is a person’s outward behaviour that goes to determine their Keirsey temperament.
Because Keirsey worked with Myers and Briggs and his system of typology is understandably an extension or “expansion” to theirs, his four types are basically the sixteen MBTI types divided by four. He noticed similar behavioural patterns between certain types and identified the connectors as the common letters in the types’ names, e.g. the INFP and the ENFJ are both intuitive and feeling types, which makes them both Idealists, while Guardians are SJs, meaning ESTJs, ISFJs and so on.
If you’re at all familiar with Jungian cognitive functions, you might know that the four core cognitive functions (thinking, feeling, intuiting and sensing), farther multiplied by two by being either extraverted or introverted in nature, are fundamentally separated into the perceptive ones, the ones we use to take in information about the external world (sensing/intuiting) and the judging ones, the ones we use to make decisions (thinking/feeling). The two letters comprising the name of the Keirsey temperament denote the combination of an individual’s preference in both perception and judgment.
Thus, for instance, NFs primarily take in information from the external world by using their iNtuition, and they mainly take decisions using their Feelings. NTs, respectively, also take in information about the world using their iNtuition. However, they do not primarily use their feelings to make decisions as the NFs do, but rather use their Thinking function.
It would follow that the four Keirsey types should be NF, NT, SF and ST, and indeed, before Keirsey came along, Myers and Briggs used to separate the sixteen types as so. Nevertheless, Keirsey did come along and observed that SPs and SJs bore far more behavioural similarities to each other than STs and SPs did. He incorporated his findings to his four temperaments theory and thus drew the blueprint for what I believe to be the MBTI 2.0.
Actually, maybe not an MBTI 2.0, because by itself the MBTI is still quite usable. In case however one wishes to combine different systems of typology in order to make more complete or nuanced profiles for people— combining the Enneagram with the MBTI so as to have an overview of both a person’s ambitions, fears and behavioural patterns, for example—i.e. for the purpose of synergy, the Keirsey Type Sorter works far better than the MBTI and in any case it can be a very effective, hard and fast way of identifying a person’s type; you can usually tell fairly easily and intuitively which temperament a person is, whereas with the MBTI and its sixteen whole different types it can be difficult and in any case requires a lot of experience.
The benefits of typing people themselves and why one would want to do it I’ll leave for another time, but I’m sure you can fill in the gaps depending on your own needs for better communication.
What I still haven’t got into at all is how this whole Keirsey thing works.
As mentioned earlier, Keirsey’s theory is only indirectly focused on cognitive functions. Rather, he speculated that, on one hand, people’s behaviour can be separated into two categories according to their use of language and expression: either specific/concrete or generalising/abstract. This often translates into “detail-oriented/pragmatic/moving from the specific towards the whole” and “big-picture/theoretical/moving from the whole towards the specific”, respectively.
This screenshot might help with developing the concept of abstract vs. concrete speech in your mind (pardon the peculiar white balance; I was reading in bed at that moment and had Twilight activated):
People who are cooperative pay more attention to other people’s opinions and are more concerned with doing the right thing. People who are pragmatic (utilitarian) pay more attention to their own thoughts or feelings and are more concerned with doing what works. There is no comparable idea of Myers or Jung that corresponds to this dichotomy, so this is a significant difference between Keirsey’s work and that of Myers and Jung.
The pragmatic temperaments are Rationals (pragmatic and abstract) and Artisans (pragmatic and concrete). The cooperative temperaments are Idealists (cooperative and abstract), and Guardians (cooperative and concrete). Neither Myers nor Jung included the concept of temperament in their work. Jung’s psychological functions are hard to relate to Keirsey’s concepts.
In Please Understand Me II, Keirsey goes through not only the fundamentals of his theory and the characteristics of each type, he also has separate sections and detailed overviews for each subtype (the following is for INFPs/Healers);
breakdowns of each type’s strong and weak skills:
further breakdown for best-suited job in “diplomacy”-oriented fields, the NFs’ specialty (which include teaching, counseling, championing, “healing”, doing reconciliatory, cross-disciplinary work, e.g. between science and metaphysics, to name a pertinent example that fascinates me personally, etc):
A little clarification is in order here: NFs are natural diplomats and horrible tacticians — that could be why I love the big map in Total War games, enjoy Diplomacy (the game) and Dixit, tend to royally suck at the tactical battles in Total War and am absolute garbage in StarCraft II. SPs, on the other hand, are the complete opposite, and you can tell how SPs are poor at diplomacy, since they’re usually the types who most refuse to seek common ground or look at things from a different perspective, but are very good at looking at things practically due to their concrete/utilitarian duality. Conversely, NTs are great strategists and poor logisticians, while SJs are the opposite.
The following analysis goes on to portray common interests for each type (notice how Idealists “will be drawn to the humanities and might dabble in the arts and crafts but rarely stick with that sort of thing long enough to become more than enthusiastic amateurs“—professional artists are, more often than not, Artisans, due to their sensory, present-oriented nature):
or the way in which the different types have completely different orientations connected to time, the past, present and future, and which of these they favor. Note that Rationals understand time as intervals: “for them, time exists not as a continuous line, but as an interval, a segment confined to and defined as an event. Only events possess time, all else is timeless.”
What distinguishes Please Understand Me II as an actually usable book is that, on top of everything else, it has detailed, separate sections on temperaments and parenting, leading people and romantic relationships. The latter I found particularly interesting: Keirsey writes that one of the major reasons many romantic relationships tend to fail is that partners make Pygmalion projects of one another, that is, we consciously or subconsciously try to make partners into mirror images of ourselves. If we first understand, then accept our partner’s temperament, Keirsey suggests, the relationship could only benefit from it and remain stable.
Furthermore, compatibility between temperaments vary: apparently Idealists and Rationals are natural fits, because we can understand each other’s abstract way of communication and perception intuitively—deep conversations, big ideas, little appreciation for small-talk, that sort of thing. However, due to both types being rarer than concrete Guardians and Artisans (for reasons unknown, concrete communicators are roughly double in numbers than abstract communicators—we’re precious little flowers, we abstracts), those types usually have a hard time finding well-suited mates.
I, for one, have been told that if some of my male Rational friends were female I’d fall for them hard, so there’s that…
Moving on, the chapter on temperament and parenting I found interesting as well, i.e. how parents value different things in raising their children depending on their own temperaments. For example, an Artisan parent will want their child to possess many different useful skills and will try one way or another to transmit them to it (long hours at language schools and martial arts classes?); a Guardian parent will value security and stability above all else (urging their child to settle), whereas a Rational parent will try to inspire in their child a sense independence from other people and external influence.
Where this often goes wrong is that parents not only make Pygmalion projects our of their partners, they do so for their children as well, and so typically fail to take their child’s own temperament into account when it comes to its upbringing and relevant important decisions. This can and will alienate the child and make it feel unloved or that it has to constantly prove itself, among a slew of other avoidable psychological complications and complexes.
Interestingly, as far as we can observe and Keirsey claimed, temperament is not hereditary: it is determined at birth, does not follow parental patterns and is permanent for life. It is sort of arbitrary, selected at random at “character creation”, you could say. I find that little fact absolutely fascinating: that a big part of who we are is “predetermined”, despite the term being taboo in contemporary psychology and behavioural science.
What a parent can do to make sure that their child will thrive and not develop insecurities and low self-esteem because it feels as if it cannot fulfill its parents expectations, is identify their child’s temperament early on—it’s usually quite obvious from the 3rd or 4th year—and move with the temperament’s forces, not away from them or even against them: encourage their child to be itself, not what the parent would like it to be.
I can easily imagine a Rational parent, for example, being hard on their Artisan child for not being logical or even clever enough, or an Idealist parent trying to make their Guardian child more “alternative”, when the child just won’t stray from the mainstream. What the parents could be failing to see is that their children might have green fingers or a well-developed sense of honour and duty, respectively. Oh, the woes of an Idealist parent when their Guardian child wants to uphold the law for a living!
I’ve gone on long enough already. I will conclude this little here review/essay/introduction to Keirsey by saying that if psychology, communication and human relationships interest you at all, Please Understand Me II and Keirsey’s work in general is a must-read. Together with the Enneagram, typology can be a very powerful tool for understanding people, living and working better with them and, as important as ever, understanding and identifying one’s own worth and learning to go with, not against, one’s own temperament—one’s own nature.
PS: At some point while going through this book, I realised that my room-mates and colleagues in Sofia City Library and I were all different temperaments. An Idealist, a Rational, a Guardian and an Artisan all under the same roof! My memories of Zanda, Vicente and Maria and living together with them for nine months have been useful for imagining each temperament’s traits more concretely. Thanks guys!
Holy shit I’ve been looking for this for absolutely ages!
I would keep randomly coming across this tune, mainly by being near TVs, having it be my earworm for the day, and then miserably failing every time to get hold of a single clip long enough to effectively run through Shazam. I even wrote onERT on TWitter asking them to divulge their secrets, only to be completely ignored. Until I finally managed to scratch that itch today!
Once upon a time, people would have unresolved earworms and no way of identifying them, reproducing them and finding ways to relieve themselves, save humming and/or singing the words, describing the song, praying and hoping.
I suppose living in a world with public access to a great deal of the collected factual knowledge of our species, where it’s easy to find and listen to a song stuck in your head, as opposed to not, may be one of those relatively few things which is unequivocally good.
How impossible would this concept be to grasp, from start to finish, for a person living just 150 years ago, where no sound had ever been recorded yet and no music had ever been played, save from live musicians playing on real instruments.
This is a review for the whole series, not just Pluto #1.
I read it on my smartphone. What a time to be alive!
There’s this I’ve noticed with manga, anime and how I take them in: very often, such series as Pluto, or Neon Genesis Evangelion while we’re at it, they start off strong and interesting, they throw you in well-crafted worlds with characters I want to know more about. The art is captivating and undoubtedly masterful. By the end, however, the plot’s typically so messed up I find it difficult to keep caring. And that’s precisely what happened with me and Pluto. Should I give up on “serious” manga?
That said, I concede that Pluto portrays a society where artificial intelligence has penetrated human society quite convincingly. A killer robot that’s left its (his?) past life behind and just wants to play the piano? Now that’s something I want to read more about.
Also, what’s with Urasawa and Germany? Monster also took place there and it seemed kind of arbitrary that it had to.
Another good read I went through in audiobook format. The nature of the book made me feel as if was actually following a series of superb university lectures on our species as a whole instead of reading a book on the topic, which, incidentally and as the title states, is precisely the ambitiously broad, sweeping topic of Sapiens.
Mr. Harari’s choronicle of humanity is marked by the pivotal moments in human history, what we understand today to be its big turning points: the cognitive revolution, when our ancestors seemingly started to communicate about ideas and common myths and create art; the agricultural revolution, which brought private property in the picture, kickstarted civilization (life in the city) and effectively”caged in” our forefathers (more on that later on); the scientific revolution, which shifted our belief system to the result-oriented materialism of the scientific method, and the industrial revolution which has recently resulted in the fundamental shifts we are going through right now, the kind of changes that have made it possible for me to write this review and you to read it.
Fairly standard issue up to this point, right? What you’ll really find in Sapiens, though, is no ordinary retelling of our myths of history; the fact that one of the book’s central themes is that the agricultural revolution was actually “history’s biggest fraud” should give you an idea of what we’re dealing with here.
It’s a neat thought that “we did not domesticate wheat. It domesticated us.” There was, Harari says, “a Faustian bargain between humans and grains” in which our species “cast off its intimate symbiosis with nature and sprinted towards greed and alienation”. It was a bad bargain: “the agricultural revolution was history’s biggest fraud”. More often than not it brought a worse diet, longer hours of work, greater risk of starvation, crowded living conditions, greatly increased susceptibility to disease, new forms of insecurity and uglier forms of hierarchy. Harari thinks we may have been better off in the stone age, and he has powerful things to say about the wickedness of factory farming, concluding with one of his many superlatives: “modern industrial agriculture might well be the greatest crime in history”.
There are plenty of interesting ideas to write about off of Sapiens. You may read the rest of The Guardian’s review for the gist, because I feel there’s just too many of them to mention here. But there are three in particular that I found exceptionally intriguing:
1) What seemingly sets humans apart from our faunal brethren and sistren is our ability to create fictions and myths–anything from religion to ideology to stories–and group around them, team up around them, live for them, die for them.
2) Imperialism is a nasty word with virtually zero positive connotations today. However, If you look at human culture around the world, from language to cooking to music to politics to art, empires and imperial activity have been responsible for most of what we recognize as the common and not so common heritage we treasure so. How come I’m writing in English right now and you get to understand my thoughts expressed on this screen? Alexander the Great spread what’s deemed today as enlightened Greek culture in what was then the known barbarian world–by conquering, butchering and intermingling loads of different peoples, of course. Same for the Romans, British etc.
3) It follows from the above that if there is a single one-way trend in human history is that we’re moving one step at a time from separate communities to larger, more complex organisations to a single, planetary consciousness, and it’s not just the invention of global telecommunications that’s led us here.
Consider, for example, as Mr. Harari invites us to, that in most cases what we recognise as individual, uniquely national dishes and cuisines is what’s left of global empires of the past: Italy had no tomatoes, no pomodori, before the 16th century; chili isn’t at all native to India, and so on.
Sapiens is full of such insights that in my opinion more than deliver what is promised on the cover: a brief history of humankind. I can safely put it next to Christopher Lloyd’s What On Earth Happened or Bill Bryson’s A Short History of Nearly Everything and add it to my core list of mind-expanding, impossibly broad works of non-fiction, and I wish I could mention everything I agree on with Mr. Harari in this review and his input I think is very significant.
The reason I’m giving Sapiens just four stars is that I find the book did not place too much emphasis on the way humanity is being detrimental to the health of its environment and planetary ecological balance (ancient sapiens killing off megafauna everywhere on the world nonwithstanding) and how this fact can and will mess everything up for us. Harari seems to envision as rather more possible a future where people as a species will become obsolete by emerging artificial intelligence or enhanced homo sapiens 2.0 godlike biotech creations that would be even more alien and incomprehensible to us than what we, the sapiens of today, would look like to people of the ancient world.
If any of this comes to pass, the greatest revolution yet is still ahead of us. But honestly, what’s most probably heading our way is somewhere between the technological dysutopia (no sp) imagined by the author and the ecocidal nightmare we’ve been moving into for a while. What’s interesting is that we’re going into this with an unprecedented feeling of unity: a global consciousness, as can be shown by the mere existence of Sapiens as a book, is reaching species. rather than national, racial or whatever, levels. Provided we stay alive for the show, it will all be incredibly exciting, not just impossibly depressing.
Wait a second: we’re already living it, aren’t we?
Στα Γιαννενα ημουν 17 εξω 2 μεσα. Μεχρι τωρα, περα απο την εβδομάδα προσαρμογης, στο 289 τπ της Σαμοθρακης με εχει παει ακριβως το ιδιο, μονο που το εξω και το μέσα ειναι αντεστραμμένο.
Οι φωτογραφιες μου εχουν βγει φορμαρισμενες σκατα και παραμορφωμενες (overeducated) γιατι το app του wordpress δεν παιζει καλα με τις φωτογραφιες του κινητου. Θα τις φτιαξω… Καποια στιγμη.
Το Φαράγγι είναι ένα βιβλίο το οποίο πραγματεύεται τις οικογενειακές σχέσεις και τα ανείπωτα μυστικά 7 αδερφιών ηλικίας από 50κάτι μέχρι 70φεύγα τα οποία είχαν υποσχεθεί ότι κάποια στιγμή όλοι μαζί θα βρίσκονταν για να περπατήσουν ένα φαράγγι στην γεννέτειρα τους Κρήτη σαν ένα τελετουργικό σμιξίματος.
Για το κάθε αδέρφι αυτή η συνάντηση σημαίνει διαφορετικά πράγματα. Ο καθένας και η καθεμιά φέρνει άλλα κρυφά με τα οποία η ζωή τους έχει σημαδέψει και ποτέ δεν μοιράστηκαν. Κάποιοι θα βρουν την ευκαιρία να ξαλαφρώσουν από όσα ποτέ τους δεν είπαν στην οικογένεια τους, άλλοι…
Ας μην το τραβάω. Δεν μπορώ να πω ότι απόλασα αυτό το βιβλίο. Το βαρέθηκα πριν τη μέση. Ένιωθα σε κάθε σελίδα ότι πολύ απλά δεν είχε γραφτεί για τα δικά μου μάτια και τα δικά μου βιώματα. Ήταν μια εξιστόρηση του πώς «η γενιά του Πολυτεχνείου», ή «της Μεταπολίτευσης», όπως την αποκαλεί η «νεολαία», έχει καταλήξει σήμερα· τα βάσανα των ζωών αυτής της συγκεκριμένης ομάδα ανθρώπων που πλέον βλέπουν τις ζωές τους στα χρόνια της κρίσης να κατρακυλάνε στη μιζέρια κι εκείνες των παιδιών τους να μην έχουν καν από κάπου να κατρακυλήσουν.
Ως μοναχοπάιδι, με πολύ μικρο σόι, μια λιγότερο μοιρολατρική ή θλιψεοφετιχιστική οπτική γωνία από αυτή της συγγραφέος -γιατί κι αυτή για τη γενιά της έγραψε- και όντας το λιγότερο καμιά 5άρα χρόνια μικρότερος από τα παιδιά των πρωταγωνιστών του βιβλίου, τα βιωματικά στοιχεία που θα αναγνώριζαν οι 60άρηδες για τους οποίους είναι αυτό το βιβλίο πολύ απλά δεν με άγγιξαν. Δηλαδή, ήταν ενδιαφέρον, αλλά μόνο για την ιστορία, για να μπορώ να ρίξω μια ματιά στις ζωές αυτών των Ελλήνων οι οποίοι με πολλούς τρόπους, ψυχολογικά και πρακτικά, κουβαλάνε το πρόσφατο παρελθόν και αντιπροσωπεύουν το παρόν της γηραιάζουσας χώρας μας.
Αλλά και σε αυτό, στο ιστορικο-κοινωνικολογικό του κομμάτι -το ίδιο που μου κεντρίζει το ενδιαφέρον όταν χαζεύω παλιές ελληνικές ταινίες για τους γνώριμους αγνώριστους δρόμους, τα κουρέματα, τους ιδιωματισμούς, και απλά αδιαφορόντας για την πλοκή- ούτε υπό αυτό το πρισμά με άγγιξε η γραφή της κας. Καρυστιάνη. Ούτε τα επτά αδέρφια δεν μπορούσα να τα ξεχωρίσω, πόσο μάλλον παιδιά, ξαδέρφια και λοιπή οικογένεια, ούτε το γλαφυρό, προφορικό της στυλ μου έκανε κλικ. Ένιωθα σαν όλοι να μιλάνε με την φωνή της συγγραφέως, ίσως επειδή στο βιβλίο δεν υπήρχαν εισαγωγικά για τους διαλόγους α λα Σαραμάγκου, αλλά σίγουρα επειδή όλοι οι χαρακτήρες μου έδιναν την αίσθηση ότι ήταν πολλαπλές προσωπικότητες του ίδιου ατόμου.
Η ειρωνία είναι ότι αυτό το βιβλίο ήταν δώρο από τον πατέρα μου. Όταν τον ρώτησα γιατί μου το πήρε, η απάντηση του ήταν ότι του το πρότειναν. Όμως το ότι ο πατέρας μου δεν ξέρει τα γούστα μου στα βιβλία θα μπορούσε να είναι κι αυτό κομμάτι μιας αντίστοιχης εξιστόρησης κάποιας οικογένειας με προβλήματα επικοινωνίας σε κάποιο εναλλακτικό εξιλαστήριο Φαράγγι. Άλλωστε, με τον πατέρα μου ανέκαθεν πηγαίναμε πεζοπορίες μαζί.