On Taste: μάλλον σκόρπιες σκέψεις σχετικά με τα τα γούστα στο φαί και τη μουσική

Προχτες φάγαμε παρέα με τη Μαρία και τον Κίρα. Ο Κίρα έφτιαξε το κυρίως (κοτόπουλο με γλυκιά σάλτσα και ρύζι με σάλτσα σόγιας, αμύγδαλα και σόγιας — όχι όσο καλό όσο το υπέροχο ατύχημα που είχε κάνει στη Μυτιλήνη αλλά σε κάθε περίπτωση καλο), η Μαρία το γλυκό (ένα cheesecake με πολλή κρέμα και τραγανό μπισκότο) κι εγώ τη σαλάτα (σπανάκι με λιαστή τομάτα και το λάδι της, μπαλσάμικο, κολοκυθόσπορο, καρύδι και κάποια άλλα μυρωδικά). Περάσαμε πολύ καλά, φάγαμε και ήπιαμε σαν βασιλιάδες αγαπημένοι φίλοι and all was well. Το κρίμα της βραδιάς ήταν ότι εγώ ήμουν (και σήμερα είμαι) άρρωστος, με μύξες, μπουκωμένη μύτη, βήχα (ο οποίος αφού όλα τα άλλα συμπτώματα φύγουν, μένει για μερικές εβδομάδες για να με εκνευρίζει), τα γνωστά. Λόγω αυτού οι αίσθησεις της γεύσης και της όσφρησης μου ήταν πολύ ασθενέστερες. Είχα την φαεινή ιδέα τότε να συγκρίνω το πώς ενιώθα με το πώς πιστεύω ότι θα ένιωθα αν θαυμάζα έναν πίνακα ζωγραφικής έχοντας μυωπία, με το σκεπτικό ότι θα μπορούσα να ξεχωρίσω τις βασικές φιγούρες και τα χρώματα (αντίστοιχα τις βασικές γεύσεις) αλλά όχι τις λεπτομέρειες — το άβολο της στιγμής ήταν όταν η μαμά της Μαρίας, ζωγράφος, η οποία ήταν εκεί όταν έκανα τη συγκεκριμένη αναφορά, μου είπε ότι έχει ένα σοβαρό πρόβλημα όρασης το οποίο βέβαια της άλλαξε την όλη αντίληψη περι ζωγραφικής και της έδωσε κίνητρο και θέρμη. Μαγκιά της.

Έγραψα αυτή την εισαγωγή γιατί πιστεύω περιγράφει την πρωταρχική πηγή έμπνευσης των παρακάτω:

Χτες όταν ξύπνησα, όπως ήμουν ξαπλωμένος στο κρεββάτι, σκέφτηκα, για κάποιον όπως σύνήθως μυστήριο λόγο, πως πολλοί άνθρωποι αναφέρουν, αν κάποιος τους ζητήσει να σκεφτούν τα χόμπυ τους ή τα ενδιαφέροντα τους, το ότι τους αρέσει να ακούνε μουσική. Αυτό είναι παράξενο. Υπάρχει άνθρωπος που να μην του αρέσει να ακούει μουσική; Μπορεί να μην έχει ένα ενεργό ενδιαφέρον ώστε να γνωρίζει πράγματα για τους καλλιτέχνες που του αρέσουν, τη δισκογραφία τους, την ιστορία των τραγουδιών κτλ, αλλά όλοι θα ακούσουν κάτι στο ραδιόφωνο, θα χορέψουν έναν χορό, θα δουν ένα βίντεο στο Youtube. Εκεί μου ήρθε η σύνδεση: είναι όπως το φαγητό.

Φανταστείτε το εξής: έχετε έναν φίλο που τρώει μόνο θαλασσινά. Οποιοδήποτε άλλο είδος φαγητού πιστεύει ότι είναι υποδεέστερο. Το κρέας είναι ξεπερασμένο και οι vegetarians πολύ σνομπ. Λέει πως οι πίτσες και τα σουβλάκια είναι μόνο για τη μάζα κι εκείνος κάθε μέρα χλαπακιάζει καλαμαράκια, μύδια, κουτσομούρες, στρείδια, χταπόδια, μπακαλιάρους, γαρίδες, αστακούς, γαλέους και άλλα ζωάκια του βυθού. Αλλά τίποτα άλλο, διότι τίποτα άλλο δεν είναι αρκετά καλό.

Σε όλους αρέσει να τρώνε — για την ακρίβεια, όχι μόνο μας αρέσει, το χρειαζόμαστε για την επιβίωση μας (αν και ακόμα και γι’αυτό, αυτό στο οποίο θα συμφωνούσαμε όλοι, υπάρχει αμφισβήτηση!!! Τι να πει και να πιστέψει κανείς πια;) Αντίστοιχα, πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι άνθρωποι, θα συμφωνήσουν πως ζωή χωρίς μουσική θα ήταν πολύ πιο φτωχή· Ohne Musik wäre das Leben ein Irrtum” — “Without music, life would be a mistake” είχε πει ο Νίτσε, με ένα κωλοδάχτυλο παρατεταμένο για τους κουφούς ανα τον κόσμο. Είναι μια ανάγκη του ανθρώπου που, αν και μπορεί να μην είναι τόσο πρωταρχική ώστε η έλλειψη της να είναι αρκετή για να τον σκοτώσει, είναι μάλλον απαραίτητη για την ψυχική του υγεία και  γερά συνυφασμένη με τη διασκέδαση και αυτό που θα λέγαμε πολιτισμό. Η μουσική χρειάζεται και φέρεται να είναι στενά συνδεδεμένη με αυτό που μας κάνει ανθρώπους, πράγμα το οποίο φαίνεται από το γεγονός ότι κάθε κουλτούρα του κόσμου είχε και έχει αναπτύξει τη δικιά της μουσική παράδοση, ήδη με αρχή τις παλιότερες φυλές κυνηγών-τροφοσυλλεκτών.

Σε όλους λοιπόν αρέσει η μουσική όπως και σε όλους αρέσει το φαγητό. Συνεπώς, το να αναφέρεις απλά πως σου αρέσει να ακούς μουσική στα ενδιαφέροντα σου είναι λίγο σαν να λες πως στα χόμπυ σου περιλαμβάνεται το φαΐ· πώς στον ελεύθερο σου χρόνο ντερλικώνεις. Eίναι σαν σε σάιτς όπως το facebook να βάζεις “eating” στα interests σου. Για να το πάμε πιο ακραία ακόμα, η συστηματική εισπνοή και εκπνοή θα μπορούσαν επίσης να συγκαταλέγονται στις αγαπημένες σου ασχολίες(το Ne μου κραυγάζει πως κάποιος θα μπορούσε για χόμπυ του να έχει την αναπνοή, σε περίπτωση που του αρέσει να διαλογίζεται ή να κάνει γιόγκα).

Δεν είναι φυσικά ανήκουστο ή περίεργο να έχεις για ενδιαφέρον κάτι σχετικό με φαγητό. Να μαγειρεύεις, να δοκιμάζεις νέες γεύσεις, να πηγαίνεις σε εστιατόρια, να ασχολείσαι με την υγιεινή διατροφή, να καλλιεργείς τα δικά σου λαχανικά ή να εκτρέφεις τα δικά σου ζώα. Όπως αντίστοιχα δεν είναι ανήκουστο για χόμπυ σου να έχεις κάτι που σχετίζεται με τη μουσική πιο εστιασμένα: παίξιμο, παραγωγή, κριτική, σύνθεση, επεξεργασία, συλλογή κ.α. Το να ξέρεις τι σου αρέσει, τι όχι, και γιατί, είτε στη μουσική είτε στο φαγητό, είναι επίσης πιο συνειδητοποιημένο. Μπορεί να μη φτάνει τα όρια του χόμπυ, όμως έχει το δικό του χαρακτήρα και τη δική του συνείδηση.

Το να πεις απλά όμως πως σου αρέσει να ακούς μουσική στον ελεύθερο σου χρόνο, χωρίς άλλη διευκρίνιση, είναι σαν να λες ότι σου αρέσει να τρως χωρίς να λες τι. Απλά τα πάντα; Σου αρέσει να ακούς τα πάντα και να τρως ό,τι υπάρχει; Θα σου άρεσε αν σου έφτιαχνα το κουνουπίδι με κάρυ μου (μάλλον θα σου άρεσε και απλά δεν το ξέρεις ακόμα); Σου αρέσει η περουβιανή παραδοσιακή μουσική; Σου αρέσει ο πατσάς; Η όπερα; Οι μπάμιες; Θα άκουγες Scott Walker;;

Πριν πολλά χρόνια, ένας φίλος με τον οποία πια έχουμε χαθεί, ο Σταύρος, μου είχε πει ότι πίστευε πως στους άνθρωπους που λένε πως «ακούνε τα πάντα» δεν τους αρέσει πραγματικά η μουσική. Εκείνος, ως κιθαρίστας και φαν της progressive metal (στο μήκος κύματος των Dream Theater) και των anime & game themes, σίγουρα θα ένιωθε πως ανήκει σε αυτούς που τους αρέσει πραγματικά η μουσική. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κανείς που να μην του αρέσει η μουσική, ίσως απλώς να μην την έχει εκτιμήσει όσο θα μπορούσε, όπως κάποιος ο οποίος τρώει μόνο για να ζήσει, χωρίς να απολαμβάνει τις γευστικές απολαύσεις. Τι θα έλεγε όμως για κάποιον ο οποίος θα γουστάρε συνειδητά Χατζηγιάννη; Για κάποιον ο οποίος θα άκουγε κλαρίνα των πανηγυριών της Ηπείρου; Για έναν άλλον ο οποίος θα ήταν εκλεκτικός θαυμαστής του δωδεκαφθογγισμού; Για κάποιον που ακούει μόνο ροκ; Για κάποιον που πηγαίνει μόνο σε ρέιβ πάρτι; Σε έναν που γράφει ρίμες στα διαλείμματα;

Κάποτε ανήκα κι εγώ στην κατηγορία εκείνων που «άκουγαν τα πάντα», περίπου μέχρι τα 16 μου. Ήταν η περίοδος που εξερευνούσα τους μουσικούς μου ορίζοντες και οι βάσεις για το γούστο μου στη μουσική θεμελιώνονταν. Ήταν περίπου την ίδια περίοδο που άρχισαν να μου αρέσουν τα λαχανικά και τα όσπρια μετά από μια ζωή σχέσης μίσους μαζί τους. Κάποια χρόνια πριν από αυτή τη φάση, η μουσική πολύ απλά δεν με ενδιέφερε —πολύ μικρός, με ενοχλούσε ακόμα και το να ακούω άλλους να τραγουδάνε! ω, τι εκνευριστικά αντικοινωνικός!— και ανακαλύπτω πια ότι δεν ήμουν ο μόνος· για πολλούς ισχύει αυτή η καθυστερημένη ανακάλυψη της αρχαίας αυτής τέχνης. Μπορεί να έχει να κάνει με την ωριμάνση. Αυτό που έχω παρατηρήσει πιο συγκεκριμένα είναι πως εκείνοι οι οποίοι ανέπτυξαν ένα γούστο στη μουσική το οποίο ακολουθεί το ρεύμα, το mainstream, ξεκινάνε να ακούνε μουσική νωρίτερα από εκείνους οι οποίοι έχουν γούστα που είναι πιο εξεζητημένα. Ήδη βλέπεις παιδιά 10 χρονών να έχουν αγαπημένους αστέρες της ποπ. Εγώ δεν είχα κανέναν και τότε ένιωθα περίεργος· το ότι η μουσική μαζικής παραγωγής δεν μου έλεγε τίποτα απολύτως ήταν σίγουρα ένας λόγος ανησυχίας για το παιδικό μου μυαλό.

Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι πως όλοι έχουν κάποια κριτήρια στη μουσική και στο φαγητό, είτε συνειδητοποιημένα είτε όχι. Για μένα η ιστορία ενός φαγητού, πώς φτιάχτηκε, με τι υλικά, από ποιον, γιατί, πού, και άλλα, έχει σχεδόν την ίδια σημασία με τη γεύση του και το τι είναι. Ένα εξαιρετικό πιάτο φτιαγμένο από ένα αγαπημένο μου πρόσωπο ή/και με πολλή φροντίδα και αγάπη θα είναι πολύ πιο σημαντικό για μένα από οποιαδήποτε σπεσιαλιτέ φάω σε κάποιο ακριβό εστιατόριο ή σε κάποια απόμερη μεριά του κόσμου, ακόμα κι αν τρελαίνομαι για εξωτικές απολαύσεις. Μπορώ να διακρίνω ότι μου αρέσουν συγκεκριμένα στοιχεία για να καταλήξω στη νοστιμιά (η μεστή υφή, η έντονη γεύση –έχω αρχίσει να γίνομαι και φίλος των πικάντικων εκεί που δεν τα άντεχα!–, η δημιουργική ίσως και αναπάντεχη χρήση υλικών και σχετικοί συνδυασμοί).

Θα αποφύγω το φαγητό το οποίο έχει περάσει στάδια τα οποία μου σφίγγουν το στομάχι ή με τα οποία διαφωνώ ιδεολογικά — το κρέας και οι μεγάλες αλυσίδες γρήγορου φαγητού προσθέτουν πολλούς τέτοιους παράγοντες μαζικής κατανάλωσης, απίστευτης σπατάλης από άποψη ενέργειας και ζωών, απροσωπίας, χαμηλής διατροφικής αξίας, τεχνητής ωραίας γεύσης και πολλών άλλων δεινών. Θέλω κάτι να έχει την κανονική του γεύση, να είναι ειλικρινές, να μην έχει κάποια τεχνητή, άσχετη γεύση κοτσαρισμένη μέσα του με κάποιο μακρομόριο που είναι εκεί απλά για να εξομοιώσει τον παράγοντα yummers, σαν ένα φανταχτερό περιτύλιγμα το οποίο έχει μέσα άνθρακα. Ποιος ξέρει τι γεύση θα είχαν οτιδήποτε πωλείται στα περίπτερα ή στα MacDonald’s ή και πολλές άλλες σαβούρες που τρώμε, αν τους έλειπαν τα τεχνητά αρώματα και οι προσθήκες; Πιστεύω ότι θα μας έφερναν τάση για εμετό.

Κάπως έτσι βλέπω και τη μουσική. Αποφεύγω οτιδήποτε είναι εμπορικό με την έννοια ότι φτιάχτηε απλά σαν προιόν μαζικής κατανάλωσης, όχι γιατί είναι κακής ποιότητας (στις περισσότερες περιπτώσεις βέβαια είναι) αλλά επειδή εκφράζει κάτι το οποίο με αηδιάζει· μια προσέγγιση στη μουσική που υπάρχει για να εκμεταλλευτεί εμπορικά με γνώμονα τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή τις ψυχικά νεκρωμένες μάζες, προσφέροντας prolefeed. Από την άλλη, δεν υπάρχει λάθος γούστο στη μουσική, όπως δεν υπάρχει λάθος γούστο στο φαί. Μπορεί για κάποιους συγκεκριμένους λόγους που έχουν να κάνουν με τα βιώματα σου, τη προσωπικότητα σου, τις ιστορικές και πολιτισμικο-οικογενειακές συγκυρίες να σου αρέσουν τα φασολάκια, τα σουβλάκια, το χαβιάρι, το τυρί ή το sushi και να μην σου αρέσουν οι ακρίδες και τα άλογα — όπως για συγκεκριμένους λόγους σου αρέσει η κλασική μουσική, ο ΚΙSS FM, η reggae ή τα chiptunes και δεν σου αρέσουν οι Porcupine Tree και οι ΑΒΒΑ– αλλά, βάλ’το στο κεφάλι σου καλά: δεν είσαι μόνο εσύ που ξέρεις να ακούς μουσική ή να τρως, και όλοι οι άλλοι που περιμένουν να δουν το φως που εσύ, ω τυχερέ/ή, είδες. Το ίδιο πιστεύουν και οι άλλοι της «άλλης μεριάς» για σένα. Ευτυχώς δεν τσακώνονται τόσοι πολλοί άνθρωποι για τα γούστα στο φαγητό. Ευτυχώς. Εκτός απ’το τσοκομπέικον και τα φασολάκια με γιαούρτι. Εκεί μπορεί να γίνει του Γαλατικού Χωριού εύκολα.

Τα στοιχεία που με κάνουν να μου αρέσει ένα είδος μουσικής αντί ενός άλλου δεν τα έχω εντοπίσει όπως έχω καταλάβει τι είναι αυτό που προτιμώ στο φαί αλλά πιστεύω, με βάση όλα τα παραπάνω, ότι πηγάζουν από το ίδιο μέρος.

Η αλήθεια είναι πως γράφοντας αυτό το ποστ δεν έχω βρει τις απαραίτητες συνδέσεις για να φτάσω σε κάποιο συγκεκριμένο συμπέρασμα. Λυπάμαι αν σας έκανα να διαβάσετε όλα τα παραπάνω και έχετε φτάσει να είστε τόσο μπερδεμένοι όσο εγώ. Σας προσκαλώ να το σκεφτούμε λίγο περισσότερο μαζί.

Μέσα στις άκρες σχετικό: Περι γούστου και ομορφιάς

Εμπορική μουσική φτιαγμένη από πολυεθνικές (φαστ και τζανκ φουντ),  εγχώρια προιόντα μαζικής κατανάλωσης, βλ. λαϊκά-σκυλοπόπ (σουβλάκια), τραγούδια που μας κολλάνε (εθισμός για μια περίοδο με ένα είδος τροφής), μουσική για εκλεκτικούς που συνήθως είναι εισαγώμενη (έθνικ εστιατόρια), ωραίες βραδιές όπου όλοι μαζί τραγούδανε και παίζουν μαζί (φιλικά μαγειρέματα με αγάπη), κάτι στο χέρι (Top 40 — μόνο επιτυχίες!), κουραμπιέδες-μελομακάρονα-γέμιση (κάλαντα), σπιτικό φαί της μαμάς (οι δίσκοι που έβαζε και τους θυμάσαι από όταν ήσουν μικρός ή μικρή).

 

Το συντριβάνι σοκολάτας

Κάποτε ήταν ένα πάρτυ. Σε αυτό το πάρτυ ήταν Καλεσμένοι όλοι οι άνθρωποι τού κόσμου. Καλεσμένοι από ποιον και γιατί, δεν το ήξεραν: ήξεραν μόνο ότι η ζωή τους ήταν αυτό το πάρτυ. Δεν είχαν δει πότε τίποτα άλλο στη ζωή τους παρα μόνο αυτό, όλοι είχαν μεγαλώσει και πεθάνει εκεί. Μόνο κάποιοι πολύ λίγοι είχαν βαρεθεί και είχαν περάσει την πόρτα και είχαν εξαφανιστεί για πάντα. Κανείς όμως δεν τους είχε δώσει περισσότερη σημασία, και αν είχαν λείψει σε κανέναν, σύντομα ξεχνιόταν οτιδήποτε τους θύμιζε.

Βλέπετε, αυτό το τόσο καταπληκτικό σε αυτό το πάρτυ ήταν ένα πανύψηλο συντριβάνι σοκολάτας στο βάθος της τεράστιας αίθουσας στην οποία λάμβανε χώρα. Η σοκολάτα, ζεστή και πιχτή, όχι υπερβολικά γλυκιά αλλά ούτε και πικρή, ανάβλυζε αιώνια από την κορυφή ως τη πισίνα κάτω χαμηλά. Ήταν πραγματικά τόσο λαχταριστή που μόλις τη γευόσουν τίποτα άλλο δεν είχε σημασία, ακόμα και οι συνάνθρωποι που σε άφησαν πίσω. Σε αυτή τη σοκολάτα οι άνθρωποι βουτούσαν λαχταριστά μπισκότα, φράουλες, μήλα, μπανάνες, μερικοί πιο ιδιαίτεροι βούταγαν ακόμα και μπέικον. Όλα αυτά τα βρίσκανε στην κουζίνα του χώρου που γινόταν το πάρτυ. Ποτέ κανείς δεν είχε δει ούτε μηλιά, ούτε μπανανιά, ούτε και γουρούνι. Όμως όλα βρίσκονταν εκεί, στα ντουλάπια της κουζίνας. Δεν χρειαζόταν παρα να κλείσεις το ντουλάπι και να το ξανανοίξεις και ωπ! ήταν γεμάτο με φρεσκαδούρα, έτοιμη να βουτηχτεί για άλλη μια φορά στη σοκολάτα.

Το συντριβάνι αυτό πάντως είχε μια ιδιαιτερότητα, κάτι το οποίο πήρε πολλά χρόνια να ανακαλυφθεί. Συνδεόταν υπογείως με την τουαλέτα του πάρτυ: πρακτικά, ό,τι καταναλωνόταν από τη σοκολάτα συμπληρωνόταν από τα σκατά των Καλεσμένων. Ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό κανενός –ή αν είχε πέρασει, θα ήταν από το μυαλό αυτών των παράξενων που είχαν φύγει– από πού εμφανιζόταν τέλος πάντων αυτή η σοκολάτα και δεν είχε τελειώσει αιώνες πριν. Μια μέρα ένας Καλεσμένος που είχε αλεργία στα σποράκια από τις φράουλες δεν τις χώνεψε και αντίθετα τις έχεσε μαζί με τα υπόλοιπα. Λίγο μετά από τύχη τις πρόσεξε να επιπλέουν μέσα στην πισίνα. Έκανε τη σύνδεση και με δυσπιστία το είπε στους άλλους. Οι άλλοι, αν και στην αρχή σιχάθηκαν την ιδέα, η γεύση της σοκολάτας, πλούσια αλλά και λεπτή, ζεστή αλλά όχι αραιή, ήταν τόσο μεθυστική που τους έκανε να συγχωρήσουν τα πάντα. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι αυτή η αμβροσία ήταν κάποτε σκατά. Στο κάτω-κάτω, δεν είχε σημασία όσο είχαν σοκολάτα.

Τα χρόνια κυλούσαν και οι άνθρωποι συνέχιζαν να απολαμβάνουν το συντριβάνι και τα καλά που τους προσέφερε χωρίς μυαλό για οτιδήποτε άλλο. Ως που κάποτε όλα άλλαξαν.

Ένας περίεργος Καλεσμένος, κάτι πραγματικά σπάνιο στην κοινωνία του πάρτυ, ήθελε να μάθει πώς λειτουργούσε το συντριβάνι, πώς μετέτρεπε τα σκατά σε σοκολάτα. Πλατσούρισε στην τεράστια σοκολατοπισίνα και έφτασε μέχρι τη βάση του συντριβανιού, όπου εκεί βρήκε έναν διακόπτη που κανείς άλλος δεν είχε προσέξει ποτέ. Toν γύρισε και άνοιξε μια καταπακτή μπροστά από το συντριβάνι. Όλο το πάρτυ μπήκε μέσα στον χώρο που άνοιξε από την καταπακτή και βρήκε μια αποθήκη πολλές φορές το μέγεθος του κτιρίου στο οποίο στεγαζόταν το πάρτυ και το συντριβάνι. Για την ακρίβεια, ήταν ένα υπόγειο το οποίο θα μπορούσε να χωρέσει μερικές δεκάδες πολυκατοικίες, αλλά ο χώρος στη μέση ήταν κενός. Αντίθετα, κατα μήκος των τοίχων του υπογείου σε πολλούς ορόφους με ελικοειδής σκάλες που διασταυρώνονταν μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα πολύπλοκο δίκτυ, ήταν τοποθετημένες σοκολάτες. Χιλιάδες σοκολάτες. Εκατομμύρια. Κουβερτούρες, γάλακτος, βαλρόνα, με κομματάκια φρούτων, υγείας, αρρώστιας («είναι άρρωστη φίλε!»), με 99% κακάο, λευκές, μαύρες, κόκκινες, πορτοκαλί, φούξια, με δημητριακά, σκέτες, μικρές, μεσαίες, μεγάλες,  πελώριες — ορισμένες είχαν μέγεθος αυτοκινήτου τουλάχιστον– και πολλά άλλα είδη τα οποία το λεξιλόγιο μας δεν επαρκεί για να περιγράψει, καθώς δημιουργήθηκαν σε παράλληλα σύμπαντα με το δικό μας.

Οι Καλεσμένοι του πάρτυ δεν κατάλαβαν αμέσως, βέβαια, πως ήταν σοκολάτα αυτό που μόλις είχαν βρει στο υπόγειο αφού μόνο σε υγρή μορφή την είχαν δει στη ζωή τους. Δεν τους πήρε όμως και πολύ για να συνειδητοποιήσουν τι ήταν ο θησαυρός που είχαν βρει. Μέχρι εκείνη τη στιγμή το συντριβάνι σοκολάτας ήταν αυτό που τους κράταγε στο πάρτυ· γιατί να πάνε οπουδήποτε αλλού; Όμως είχαν ανακαλύψει πως η σοκολάτα ήταν δυνατό να υπάρχει και σε στέρεη, φορητή και εργονομική μορφή — εκτός φυσικά από τα πελώρια κομμάτια σε μέγεθος αυτοκινήτου, τα οποία πρακτικά άρχισαν να τα εξορύχουν.

Ήταν το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Υπήρχε υπερπλεόνασμα σοκολάτας και μάλιστα σε χιλιάδες διαφορετικές γεύσεις, αρκετές για να μην βαρεθεί ποτέ και ο μεγαλύτερος σοκολατοφάν. Τα ζώα που ζούσαν στην περιοχή γύρω από το κτίριο του πάρτυ μυρίστηκαν την κατάσταση· γρήγορα αρκούδες και λύκοι έγιναν όσο λιχούδηδες όσο και οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι δεν άργησαν να τα κάνουν οικόσιτα, χρησιμοποιόντας τις αρκούδες όπως θα χρησιμοποιούσαμε άλογα εμείς και τους λύκους για δοκιμαστές: από την υπερβολική σοκολάτα είχαν όλοι τυφλωθεί, δημιουργώντας σε συνάρτηση με την ήδη οξυμένη αίσθηση της γεύσης και όσφρησης τους ένα είδος τέλεια προσαρμοσμένο για να γεύεται σοκολάτα. Γενιά με τη γενιά, τα μάτια των λύκων μίκραιναν, οι μουσούδες και οι μύτες μεγάλωναν. Η συνέχεια της εξέλιξης του είδους ήταν αρκετά φρικιαστική ώστε να μην πρέπει ειδικότερης αναφοράς εδώ. Σε κάθε περίπτωση, το νέο είδος τυφλών λύκων έγινε ανάρπαστο καθώς νέες συνταγές σοκολάτας, νέα μείγματα και ποικιλίες έκαναν την εμφάνιση τους σχεδόν αμέσως, και η σοκολατική γευσιγνωσία εξελίχθηκε στη μόνη δραστηριότητα των Καλεσμένων την οποία εμείς οι άνθρωποι αυτού του κόσμου θα αναγνωρίζαμε ως τέχνη. Οι αρκούδες αντίστοιχα ήταν πολύ εύκολο να εξημερωθούν. Καβάλα στη πλάτη τους και μόνο, οι Καλεσμένοι κατάφεραν να ανακαλύψουν περιοχές γύρω από το πάρτυ και να βρουν πολύτιμα υλικά για να κατασκευάσουν πιο εξελιγμένες κατσαρόλες, μεθόδους για πιο αποτελεσματική εξόρυξη της σοκολάτας. Μάλιστα, ανακάλυψαν και άλλου είδους ασχολίες για το πάρτυ — οι αρκουδομαχίες έδιναν κι έπερναν (οι οποίες ήταν ακίνδυνες καθώς οι αρκούδες έχαναν όλα τους τα δόντια από την τερηδόνα), όπως τα τραγούδια μελοποιημένων καθημερινών ιστοριών με επίκεντρο… ναι, τη σοκολάτα.

Το πιο εντυπωσιακό πάντως ήταν πώς τα τόσο μεγάλα αποθέματα σοκολάτας προκάλεσαν μια θεαματική άνοδο του πληθυσμού των Καλεσμένων. Χωρίς να περιορίζονται πλέον από ένα κλειστό σύστημα περιορισμένης παροχής σοκολάτας και μπορώντας να φάνε αλλά και να ταΐσουν πρακτικά αμέτρητους, οι γεννήσεις δεκαπλασιάστηκαν. Σε λίγα μόνο χρόνια, δεν υπήρχε αρκετός χώρος για όλους, αλλά κανείς δεν ήξερε να χτίζει, ούτε ήξερε τι σημαίνει σπίτι, οπότε αναγκαστικά στριμώχνονταν στο κτίριο. Ανάλογο στριμωξίδι έπεφτε βέβαια στην τουαλέτα, όπου δεν υπήρχε στιγμή που να μην ήταν γεμάτη.

Για την ακρίβεια, τα σκατά έγιναν πολύ μεγάλο πρόβλημα πολύ γρήγορα. Όχι μόνο οι Καλεσμένοι είχαν να διαχειριστούν τις πολλαπλάσιες ποσότητες από φρέσκα σκατά όλων των ανθρώπων που δεν ζούσαν πριν μερικά χρόνια, έπρεπε να κάνουν κάτι και με τα σκατά των αρκούδων και των λύκων, οι οποίοι έχεζαν αδιακρίτως, όντας πλάσματα χωρίς τρόπους και πολιτισμό. Οι τουαλέτες δούλευαν σε υπερωρία· μάλιστα είχαν φτιάξει και οι Καλεσμένοι κάποιες αυτοσχέδιες τουαλέτες στον χώρο του πάρτυ με παραβάν για να μπορούν να χέζουν μακριά από τους υπόλοιπους όσοι δεν μπορούσαν να κρατηθούν και έπρεπε οπωσδήποτε να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα. Αυτά τα αυτοσχέδια αποχωρητήρια αρχικά αδειάζονταν στην τουαλέτα όταν όλοι κοιμούνταν και κανείς δεν τη χρησιμοποιούσε, όμως από ένα σημείο και μετά άρχισαν να πετάγονται στο συντριβάνι μαζί και με τα μαζεμένα σκατά των λύκων και των αρκούδων. Το συντριβάνι θα τα έκανε σοκολάτα άλλωστε, αργά ή γρήγορα. Ήταν ο κύκλος της ζωής.

Η αλήθεια ήταν ότι οι Καλεσμένοι είχαν ξεχάσει το συντριβάνι. Από τότε που ανακάλυψαν την αποθήκη, το άφηναν όλο και περισσότερο στη μοίρα του. Έχυναν τα σκατά μέσα του απλά για να τα ξεφορτωθούν και μόλις και μετα βίας τώρα άγγιζαν τη σοκολάτα, αφού δεν ήξεραν τι άλλο θα είχε ανακατεμένο μέσα. Μάλλον, ήξεραν πολύ καλά. Εκτός από την καθαρά συμβολική πια παραδοσιακή τελετή στην οποία όσοι μπορούσαν να σκαρφαλώσουν τα 10 μέτρα του συντριβανιού, να λουστούν και να πιουν από την κορυφή του (όπως θα έπινε κανείς νερό και θα λουζόταν από ένα λάστιχο), θεωρούνταν πια ενήλικοι, το συντριβάνι δεν είχε σημασία πια στη ζωή των Καλεσμένων. Παρ’ όλ’ αυτά συνέχιζε κάθε μέρα να αναβλύζει σοκολάτα ακούραστα.

Τα χρόνια πέρναγαν. Τα αποθέματα υπόγειας σοκολάτας δεν εξαντλούνταν, αλλά οι Καλεσμένοι έπρεπε να πήγαινουν όλο και πιο βαθιά για να βρίσκουν καλά κομμάτια. Μερικοί ήδη μπορούσαν να δουν ότι κάποια στιγμή τα αποθέματα θα τέλειωναν αλλά οι προειδοποίησεις τους δεν άγγιζαν τους ύπολοιπους: «εγώ βλέπω πολύ σοκολάτα εκεί κάτω φίλε! Αφού δεν θα τελειώσει για εμάς και για τα παιδιά μας, τι σε νοιάζει;» Οι σκεπτικοί σήκωναν τους ώμους και μπουκώνονταν ένα κομμάτι από τη μπάρα με γέμιση ρούμι τους. Ίσως και να είχαν δίκιο οι άλλοι.

Και τα χρόνια πέρναγαν…

Η Τραγανή πάντα ονειρευόταν αυτή τη στιγμή. Από όταν ήταν μικρό κορίτσι της έλεγαν οι μεγάλοι ότι μόνο όταν θα μπορούσε να πιει σοκολάτα από την κορυφή του συντριβανιού θα μπορούσε να έχει τις δικές της, τις ολοδικές της συνταγές και φυσικά τον δικό της λύκο. Θα μπορούσε να πάει μαζί με τους άντρες και τις αρκούδες για να ανακαλύψει καινούργια σοκολάτα — λέγανε ότι είχε βρεθεί ένα άλλο πάρτυ με ένα άλλο υπόγειο πέρα από τη λίμνη (γεμάτη με αυτό το περίεργο νερό που δεν είχε καν γεύση!), αλλά κανείς δεν ήξερε στα σίγουρα γιατί κανείς ποτέ δεν είχε γυρίσει πίσω. Οι πιο υπερβολικοί και αυτοί που αγαπούσαν τις ιστορίες έλεγαν ότι το άλλο παρτυ το είχαν οργανώσει και ξεκινήσει αυτοί οι οποίοι είχαν φύγει πριν πολλά χρόνια, τότε ακόμα που οι παππούδες έπιναν από το συντριβάνι. Αναρωτιόταν πάντα λοιπόν η Τραγανή, πως ήταν δυνατόν κανείς να ξέρει ότι υπήρχε το άλλο πάρτυ αφού δεν γύριζε κανείς; Καλύτερα: γιατί δεν γύριζε κανείς; Μήπως το άλλο πάρτυ είχε πιο νόστιμη σοκολάτα; Μήπως είχαν βρει άλλες γεύσεις εκεί, λύκους με καλύτερη μύτη; Μήπως επειδή δεν θα είχε τόσο κόσμο εκεί οι τουαλέτες θα λειτουργούσαν οργανωμένα και καθαρά; Άλλες φορές την έπιαναν οι φόβοι της: μήπως η λίμνη ήταν στοιχειωμένη; Αλήθεια, δεν θα της φαινόταν καθόλου περίεργο, όσο ανατριχιαστικό κι αν ήταν, αν αυτή η εξήγηση ήταν η αλήθεια· εκείνη, μια φορά, ποτέ δεν είχε εμπιστευτεί αυτό το «νερό».

‘Ολες αυτές οι σκέψεις την είχαν κάνει να σκαρφαλώσει με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και τώρα βρισκόταν στην κορυφή. Είχε βοηθήσει και το λικέρ σοκολάτας το οποίο είχε πιει λίγο πριν τολμήσει να ανέβει· κανείς δεν περίμενε ότι θα κατάφερνε αφού ήταν με διαφορά η μικρότερη που είχε δοκιμάσει ποτέ να σκαρφαλώσει. Η στιγμή όμως είχε φτάσει. Ήταν έτοιμη να βάλει το στόμα της πάνω από την κορυφή για να πιει κι επιτέλους να μπορέσει να ικανοποιήσει τα όνειρα της, κουρασμένη αλλά δικαιωμένη, ένα με τον κόσμο. Τρέμετε, άλλα πάρτυ, γιατί σας έρχομαι!

Άρχισε να πίνει σοκολάτα. Η οικογένεια και οι φίλοι της, οι οποίοι την έβλεπαν από μακριά, άρχισαν να χειροκροτούν και να φωνάζουν το όνομα της ρυθμικά. Τσιρίδες, χαμός, κακό. Ξαφνικά, άρχισε να νιώθει την σοκολάτα λιγότερο λεπτή, πολύ πιο παχύρρευστη, να την μπουκώνει. Της γρατζούναγε τον λαιμό και την έπνιγε. Δεν μπορούσε να καταπιεί αρκετά γρήγορα. Πίνοντας δεν είχε πάρει ανάσα και έτσι δεν μπορούσε να γευτεί τίποτα. Κατάπιε και πήρε ανάσα απ’τη μύτη. Αυτό που γεύτηκε δεν ήταν σοκολάτα. Όλη της τη ζωή είχε δοκιμάσει χιλιάδες διαφορετικά είδη σοκολάτας αλλά αυτό… Όχι, δεν μπορεί να ήταν… Πανικοβλήθηκε. Έχασε την ισορροπία της αφού πάλεψε στην κορυφή για 2-3 δευτερόλεπτα και έπεσε τα δέκα μέτρα του συντριβανιού στην πισίνα, λερώνοντας όλους όσους παρακολουθούσαν. Αφού ξεπέρασε το σοκ της πτώσης άρχισε να κάνει εμετό μέσα στην πισίνα, ταυτόχρονα κλαίγοντας.

Όλοι είχαν σωπάσει. Είχαν κατάλαβαν από το πρώτο δευτερόλεπτο τι είχε συμβεί.

Οι πρώτης κινήσεις ήταν σπασμωδικές και τρομοκρατημένες. Πολλοί έφυγαν τρέχοντας από το πάρτυ σε κατάσταση σοκ. Κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν σε όσους ήταν στις τουαλέτες και τους απαγόρευαν να πάνε, απειλώντας τους. Άλλοι μάζεψαν το κουράγιο τους και βούτηξαν στην πισίνα, φτάνωντας μέχρι το συντριβάνι για να δουν αν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχε πάει στράβα. Οι περισσότεροι όμως πήγαν μέχρι το υπόγειο και μάζεψαν όσες περισσότερες σοκολάτες μπορούσαν να κρατήσουν. Για λίγο, όλοι κοίταζαν τον εαυτό τους και τις δικές τους προοπτικές· το συντριβάνι, όσο παραμελημένο κι αν ήταν, δεν σταματούσε να είναι ένα σύμβολο, και όταν το συντριβάνι σοκολάτας αντί για σοκολάτα ξέρναγε σκατά, τα πράγματα σίγουρα ήταν το λιγότερο πολύ σοβαρά.

Εκείνη τη βραδιά δεν είχε τραγούδια και αρκουδομαχίες· είχε όμως πολύ λικέρ σοκολάτας, που εκείνον τον καιρό πινόταν πολύ. Συζητήθηκε το περιστατικό της ημέρας όμως οι λύσεις, παρα την κρισιμότητα της κατάστασης και την ανησυχία των Καλεσμένων, δεν ήταν τόσο αποφασιστικες, αφού υπήρχαν διαφωνίες:

«Δεν υπάρχει καμία απόδειξη που να συνδέει τη δυσλειτουργία του συντριβανιού με τα επιπλέον σκατά. Θα μπορούσε να είναι καθαρή σύμπτωση ή κάποια ανωμαλία του υπεδάφους!», έλεγαν αυτοί που ήταν υπεύθυνοι για την εξόρυξη και έτσι κράταγαν μεγαλύτερο μερίδιο. «Το περιστατικό είναι μεμονωμένο. Αν δεν είναι, θα χρειαστεί πολυετή μελέτη και παρατήρηση για να μπορούμε να διαπιστώσουμε αν όντως το συντριβάνι έχει πρόβλημα. Μόνο τότε θα είναι απαραίτητο να λάβουμε μέτρα», έλεγαν εκείνοι που είχαν τσιμπήσει τις περισσότερες σοκολάτες μες τον πανικό. «Πρέπει να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε τις τουαλέτες! Μπορούμε να χέζουμε και στο δάσος ή και στη λίμνη! — αλλά μετά το συντριβάνι δεν θα έχει σοκολάτα», έλεγαν οι αναποφάσιστοι καλοθελητές. «Πρέπει να ξεφορτωθούμε τους λύκους και τις αρκούδες», έλεγαν αυτοί που πίστευαν ότι τα σκατά των ζώων ήταν το μόνο πρόβλημα. «Αλλά πώς; Αγαπάμε τους λύκους και τις αρκούδες!», έλεγαν εκείνοι που είχαν πολλές αρκούδες και λύκους. «Μπορούμε να αναπληρώνουμε τη διαφορά σκατού-σοκολάτας με μέρος απ’όσα βγάζουμε από το υπόγειο», σκέφτονταν κάποιοι οι οποίοι προσπαθούσαν να δώσουν λύση αλλά με τελείως λάθος τρόπο.

Κανείς δεν τόλμησε να προτείνει, αν το είχε καν σκεφτεί, να σταμάταγαν να εξορύχουν σοκολάτα από το υπόγειο για να επιστρέψει το συντριβάνι σε αυτό που ήταν κάποτε. Αυτό θα σήμαινε ότι πολλοί θα έπρεπε να πεινάσουν, να φύγουν, να πεθάνουν ή τέλος πάντων, μαζί με τη σοκολάτα να φάνε και σκατά. Ποιος θα μπορούσε ποτέ να τολμήσει να προτείνει κάτι τέτοιο;

Οι συζητήσεις τράβηξαν μέχρι το πρωί, αλλά νόημα δεν βγήκε. Η απόφαση μετατέθηκε.

Ξανά και ξανά.

Από ένα σημείο και μετά μερικοί άρχισαν να λένε πως το συντριβάνι δεν ανάβλυζε μόνο σκατά αλλά και σοκολάτα. Δεν ήταν δυνατόν να βγαίνουν μόνο σκατά. Ούτως ή άλλως, δεν μπορούσε κανείς να ξέρει αφού άλλωστε είχαν το ίδιο χρώμα. Οι συνειδήσεις καθησυχάστηκαν. Οι πιο συντηρητικές προτάσεις ήταν αυτές που ακολουθήθηκαν χωρίς κανείς να το αποφασίσει συνειδητά. Μέρα με τη μέρα το αρχικό σοκ πέρασε (βοήθησαν παρα πολύ και τα φρεσκοανεβασμένα σοκολατένια τούβλα γεμάτα κρέμα σαμπάνιας και παντεσπάνι) αφού οι Καλεσμένοι είδαν ότι δεν έχασαν πολλά πράγματα χάνοντας το συντριβάνι. Ο πληθυσμός του πάρτυ συνέχιζε να αυξάνεται, οι Καλεσμένοι δεν είχαν φτιάξει άλλες τουαλέτες, οι εξορύξεις έφερναν ολοένα  και μεγαλύτερα κομμάτια πάνω και κανείς δεν είχε αποχωριστεί τις αρκούδες ή τους λύκους του.

Αντίθετα, στο μεταξύ είχαν εξημερώσει και κοράκια, τα οποία είχαν γίνει το πρώτο είδος τρόφης εκτός της σοκολάτας και των βουτημάτων: τα αιχμαλώτιζαν και τα τάιζαν κομματάκια σοκολάτας, τρούφες, μπράουνις και νουαζέτες, αργά και βασανιστικά (η σοκολάτα είναι δηλητήριο για τα πουλιά) για μερικούς μήνες, μέχρι το μεγαλύτερο μέρος του κορακιού να είχε γεύση σοκολάτας, όπως θα μεγάλωνε κανείς ένα ισπανικό γουρούνι με βελανίδια, και τελικά αφού το πτηνό υπέκυπτε στις κακουχίες το ξεπουπούλιαζαν και το έψηναν σε βραστό κακάο και μετά το διατηρούσαν μέσα σε μεγάλα κομμάτια λιωμένη κουβερτούρα την οποία μετά πάγωναν στο κρύο (τα κοράκια ήταν χειμωνιάτικη σπεσιαλιτέ). Πήραν την ιδέα ότι τα ζώα θα μπορούσαν να αποτελέσουν τροφή παρακολουθώντας τη φύση. Όλοι είχαν ενθουσιαστεί με αυτόν τον καινούργιο διατροφικό συνδυασμό.

Δεν το πρόσεξαν αμέσως όταν μια μέρα επικράτησε μια εκκωφαντική σιωπή μέσα στον χώρο του πάρτυ, ενώ όλα κυλούσαν κατα τα φαινόμενα φυσιολογικά. Ήταν και ότι από τη μέρα που άρχισε να αναβλύζει σκατά το συντριβάνι, οι μύγες οι οποίες είχαν ριμάξει τα σαπισμένα και μουχλιασμένα αλλά διαρκώς αναπληρούμενα μπισκότα και φρούτα της κουζίνας είχαν μετατεθεί και στον κεντρικό χώρο, κάνοντας έναν ήχο θαρρείς και ζούσες στο μεγαλύτερο μελίσσι του κόσμου. Οι Καλεσμένοι ήταν ζωντανή απόδειξη, αν μη τι άλλο, ότι τα πάντα μπορούσε να συνηθίσει κανείς (εκτός από τη σοκολάτα!)Έπρεπε να πέσει η ξέφρενη βαβούρα, το αποτέλεσμα της καθημερινής υπερβολικής πια κατανάλωσης λικέρ σοκολάτας, για να προσέξουν κάτω από το βουητό των σμηνών από σκατόμυγες ότι ένας ήχος έλειπε. Το συντριβάνι δεν λειτουργούσε πια. Είχε σταματήσει. Οι αντιδράσεις και πάλι ανήσυχες αλλά όχι όσο πανικοβλημένες όσο την πρώτη φορά, «τη σκαπουλάραμε την προηγούμενη φορά, θα τα καταφέρουμε κι αυτή». Όλα ήταν μέρος της κανονικότητας όσο υπήρχε φρέσκια πραλίνα με κομματάκια αλμυρού μπισκότου.

Δεν είχαν περάσει λίγες μέρες που το συντριβάνι γέμιζε σκατά χωρίς να επιστρέφει τίποτα, όταν όλα κατέρρευσαν. Ο εσωτερικός μηχανισμός του συντριβανιού που μετέτρεπε σκατά σε σοκολάτα, ένα πραγματικό μαύρο κουτί για τους Καλεσμένους, είχε μπουκώσει και απορρυθμιστεί για τα καλά. Η πίεση των υπερσυσωρρευμένων κοπράνων που δεν είχαν καμία δίεξοδο από τα υδραυλικά σοκολαταυλικά του ήταν υπερβολικά μεγάλη. Για κακή τύχη των Kαλεσμένων,τίποτα δεν ξεφεύγει από τους νόμους της φυσικής. Με έναν θόρυβο τόσο δυνατό που, όπως τη γεύση των σκατών, ποτέ δεν είχαν αισθανθεί οι Καλεσμένοι στον μικρό τους κόσμο, το συντριβάνι ανατινάχτηκε. Σκατά πιτσιλίστηκαν στο ταβάνι, στους τοίχους, σε όλους τους Καλεσμένους, βάφοντας τα πάντα ένα ζωηρό σκατουλί. Θραύσματα από το συντριβάνι σκότωσαν μερικούς. Ένας πίδακας σκατών υπήρχε τώρα εκεί που μέχρι πριν λίγα δευτερόλεπτα ήταν αυτό που κάποτε ήταν κυριολεκτικά η ψυχή του πάρτυ.

Η πισίνα του συντριβανιού ξεχείλισε και άρχισε να πλημμυρίζει τον χώρο με σκατά. Αφού η καταπακτή ήταν ακριβώς μπροστά στη πισίνα, το υπόγειο ήταν το πρώτο που δέχτηκε το τσουνάμι υγρής αηδίας. Όσοι Καλεσμένοι έτρεξαν πρώτοι αυτή τη φορά στο υπόγειο για να πάρουν αποθέματα έπρεπε να κατέβουν πολύ χαμηλά για να φτάσουν στα τελευταία επίπεδα, έχοντας μάλιστα έναν καταρράκτη από κακά να κάνει ελεύθερη πτώση τα εκατοντάδες μέτρα βάθους του υπογείου για να τους μαγεύει γνωστές και άγνωστες αισθήσεις. Μόλις έφτασαν κάτω, βρήκαν πως ο χώρος είχε ήδη πλημμυρίσει με μια βαθιά πιχτή καφετιά λίμνη που είχε ήδη καλύψει τους τελευταίους εναπομείναντες θησαυρούς τους. Βλέποντας τη ζωή τους να χάνεται, κάποιοι στην απελπισία τους, περισσότεροι απ’όσους θα περιμέναμε στον δικό μας κόσμο που καμία σχέση δεν έχει με αυτές τις ιστορίες σκατίλας, βούτηξαν σε αυτό τον παχύρρευστο βάλτο. Εκείνο το υπόγειο ήταν ο υγρός (;) τους τάφος· σαν κινούμενη άμμος του τράβηξε μέχρι το βυθό όπου είχαν τις τελευταίες τους ευτυχισμένες στιγμές. Ευτυχισμένες, γιατί λένε πως λίγο πριν κανείς πεθάνει από πνιγμό, όταν δηλαδή τελικά δεν αντέξει και πάρει ανακλαστικά ανάσα, όταν εισπνεύσει για την τελευταία θανάσιμη φορά και το υγρό (σε αυτή την περίπτωση φυσικά το σκατό) εισχωρήσει στην αναπνευστική οδό και τη γεμίσει, όταν τελικά ο μελλοθάνατος αρχίσει να βυθίζεται σαν πέτρα μέχρι τον πάτο, νιώθει μια περίεργη γαλήνη, μια ηρεμία και αποδοχή της κατάστασης οι οποίες συχνά οδηγούν σε μεταθανάτιες εμπερίες. Ισως να ήταν ακόμα πιο ευτυχισμένες οι στιγμές των δεκάδων Καλεσμένων που πέθαναν έτσι, αν μπορούσαν να δουν μέσα από το αδιαφανές τους φέρετρο τις τάβλες λευκής σοκολάτας με κράνμπερις που τους περίμεναν στον πυθμένα.

Μέσα σε λίγα λεπτά ολόκληρο το δάπεδο του χώρου του πάρτυ ήταν καλυμμένο και ο πίδακας δεν σταμάταγε τη ροή του. Όπως-όπως οι άνθρωποι εγκατέλειψαν το πάρτυ και έτρεξαν μακριά, προς τη λίμνη. Ανοίγοντας την πόρτα, τα σκατά τους ακολούθυσαν και άρχισαν να πλημμυρίζουν και τον έξω χώρο. Οι αρκούδες κατάφεραν να σωθούν, όμως τα κοράκια στα κλουβιά τους δεν μπορούσαν να ξεφύγουν· ίσως αυτός ο θάνατος να ήταν τελικά καλύτερος από τον άλλο που θα τα περίμενε. Οι λύκοι, ζαλισμένοι από τον υπερερεθισμό της μοναδικής πλέον αίσθησης τους, πνίγηκαν κι αυτοί. Παράλληλα, οι Καλεσμένοι, τρέχοντας να ξεφύγουν σε κατάσταση ντελίριου, λερωμένοι από τα σκατά που εδώ που τα λέμε ήταν απαράλλακτα με την αιώνια κρούστα σοκολάτας που κάλυπτε το δέρμα τους, έφτασαν μέχρι τη λίμνη και βούτηξαν.

Παραδομένοι σε έναν συλλογικό πανικό ο οποιός μέσα στο νερό μεταμορφώθηκε σε γαλήνη, κανείς τους δεν θυμόταν αργότερα πόση ώρα είχαν μείνει μέσα στη λίμνη κάτω από τον απογευματινό ήλιο χωρίς να μιλάνε, αποσβολωμένοι. Ένιωθαν σαν να είχαν ξαναγεννηθεί αιφνίδια.  Όλοι κοιτάζονταν λες και βλεπόντουσαν για πρώτη φορά, με καθαρά πρόσωπα, χωρίς λεκέδες από πασαλειμμένη σοκολάτα.

Η Τραγανή είχε ξαπλώσει και στέγνωνε στην όχθή. Αργά, επαναλαμβανόμενα και σχεδόν ηδονικά ένωνε και χώριζε τα δάχτυλα της με τον αντίχειρα της. Χαμογελούσε όπως ποτέ δεν είχε χαμογελάσει.

Τα δάχτυλα της για πρώτη φορά στη ζωή της δεν κόλλαγαν.

Εκατό στόχοι μου μέχρι τα εικοσιπέντε

Λίστες των εκατό· ένας ωραίος τρόπος για να βάζεις σε τάξη τις σκέψεις και τις προτεραιότητες σου για οποιοδήποτε θέμα. Απαιτoύν συγκέντρωση και είναι τόσο αποτελεσματικές γιατί ακριβώς είναι τόσο πλουραλιστικές. Το εκατό ακούγεται πολύ μεγάλο και ακριβώς γι’αυτόν τον λόγο πιάνει: αφού γράψεις τα προφανή, αν αναγκάσεις τον εαυτό σου να φτάσεις στο 100, σου σκάνε σαν πυροτεχνήματα θαμμένα θέλω και ιδέες στα οποία μπορείς να φτάσεις μόνο αν κάτσεις εκεί για μερικές ώρες, χωρίς να αποσπαστείς, έχοντας μπει in the zone, έχοντας οιρμό.

Την πρώτη φορά το είχα κάνει για πράγματα που μου αρέσουν: είχα γράψει εκατό πράγματα που με κάνουν πραγματικά χαρούμενο, μια περίοδο που ένιωθα κενός, χωρίς ενδιαφέροντα και κυρίως χωρίς πάθη. Από τότε, το κάνω κάθε τόσο με εκατό στόχους. Μέχρι τώρα, καταφέρνω και εκπληρώνω λιγότερο από τους μισούς στους προκαθορισμένους μου χρόνους.

Αυτούς τους μήνες νιώθω ξανά ένα χάσιμο, μια στασιμότητα, αυτή την έλλειψη πάθους που νιώθεις όταν βλέπεις τη ζωή σου να κυλάει χωρίς να την πιάνεις από τα αρχίδια και να την κάνεις αυτό που θέλεις, γκρινιάζοντας ταυτόχρονα. Είναι ντροπή να έχω τόσες ανέσεις, τόσο χρόνο και τόσες δυνατότητες και να αναλώνομαι. Προσβλητικό για όσους δεν έχουν, για την ανθρώπινη μου υπόσταση, για τη ζωή (πωωω το έκανα πολύ έπικ). Κάτι τέτοιες στιγμές έρχεται η ώρα για τέτοιες λίστες.

Για πρώτη φορά δημοσιεύω εδώ μία. Το κάνω για τρεις λόγους:

1) Δημοσιεύοντας κάτι κατα κάποιον τρόπο το επισημοποιείς, έχεις κάτι για το οποίο κάποιος μπορέι να σου πει «Επ! Είπες ότι θα έκανες αυτό και κάνεις το άλλο!» Και ναι, (και) αυτόν τον ρόλο θα ήθελα να πάρετε, αγαπητοί αναγνώστες, του ελεγκτή.
2) Διαβάζοντας τη νομίζω θα με μάθετε καλύτερα ή θα ανακαλύψετε κάτι που δεν ξέρατε για μένα — είναι σίγουρα κι αυτός ένας απ’τους λόγους για τους οποίους έχω αυτό το μπλογκ, ως διέξοδο για αυτά τα οποία δεν λέω σχεδόν ποτέ. Ως γνήσιος INFP [2] [3], η πρωταρχική μου γνωστική λειτουργία είναι εσωστρεφής και αόρατη σε όλους εκτός από εμένα. Σε αυτό το ποστ, δημοσιεύω και πράγματα για τα οποία μιλάω ακόμα σπανιότερα και σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να έβρισκα άστοχο να γράψω ακόμα κι εδώ. Εν μέρει είναι απελευθερωτικό και απ’την άλλη… πραγματικά, σε αυτή τη φάση, δεν με νοιάζει τι θα σκεφτεί ο καθένας. Είμαι αυτός που είμαι και είμαι περήφανος — μόνο έτσι μπορώ να χαράξω τη δική μου πορεία, αυτό που πιστεύω ότι όλοι μας οφείλουμε στον εαυτό μας, αλλά και στον κόσμο, να κάνουμε.
3) Νιώθω ότι είναι κάτι καλό για να γράψω μετά από μια περίοδο θα έλεγα σχετικής αδράνειας στο Cubilone’s Dimension αλλά έντονης αόρατης εσωτερικής διεργασίας. Ελπίζω πως η παρακάτω λίστα θα φανεί και σε εσάς χρήσιμη· θα σας δώσει ιδέες για μια δική σας λίστα, ή στην καλύτερη περίπτωση, πραγματική έμπνευση και δύναμη για αλλαγή.

Τα παρακάτω είναι αντιγραμμένα κατευθείαν όπως τα έγραψα στο χαρτί χωρίς καμία αλλαγή ή βελτίωση.

Βράδυ της 20ης Νοεμβρίου 2012
Πορίνου 8, Ακρόπολη

Έξω βρέχει… απόλυτη ησυχία, εκτός από τον ήχο της βροχής και τη ζωή της γειτονιάς…
–@–

Λίστα με τα 100 πράγματα που θέλω να κάνω τα επόμενα… χμ… πόσο μεγάλο διάστημα να πω; ΟΚ: Μέχρι να κλείσω τα 25, τις 26 Φεβρουαρίου 2014 { είμαστε στο μέλλον! The dystopians were right… }

  1. Μου αρέσει αυτή η προσοχή που δίνω σε αυτό το χαρτί, στη διαδικασία. Μπορώ να εξασκήσω τη συγκέντρωση μου; Ήσυχα μέρη, χωρίς διακοπές και distractions. Να μπορώ να εξασφαλίζω πάντα στον ευατό μου τέτοιες στιγμές, τις έχω περισσότερη ανάγκη απ’ότι νομίζω.
  2. Να αποφεύγω λάθη όπως το παραπάνω. Αλήθεια, έχω κάποιας μορφής διάσπαση προσοχής; Focus, attention! Και ας βρω αν έχω.
  3. Να μπορώ να είμαι αλήθινος και δοτικός στους ανθρώπους που έχουν σημασία.
  4. Να καταλάβω ότι χρειάζονται επιλογές και στους ανθρώπους, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να είμαι αληθινός σε όλους.
  5. Να μη σταματήσω να προκαλώ τα όρια μου, να μην επαναπαυθώ σε καμιά περίπτωση. Καλά τα πάμε μέχρι τώρα, αλλά μπορώ και καλύτερα, ε;
  6. Να μάθω να οραματίζομαι. Να μπορώ να φτιάξω το μέλλον μου σαν αποτέλεσμα των άπειρων επιλογών και των πραγματικών μου επιθυμιών. Alan Watts: what would you do if money didn’t count? Kyle Cease: you can make money doing what you love…
  7. Άλλο από Kyle Cease: οραματίσου αυτό που σε αγχώνει, αυτό που θέλεις, λες και έχει ήδη γίνει. Έτσι κάνεις τον εγκέφαλο σου αφ’ενός να απομυθοποιήσει τη διαδικασία, αφ’εταίρου να δημιουργήσει τον τρόπο (για να δικαιολογήσει την ασυνέχεια «πραγματικότητας» και «φαντασίας») τον οποίο θα χρησιμοποιήσεις για να κάνεις πραγματικότητα αυτό που φοβάσαι/ονειρεύεσαι. Ενδιαφέρον που αυτά τα δύο πάνε μαζί… Αν κάποιος σε πίεζε να κάνεις αυτά που ονειρεύεσαι, τότε θα φοβόσουν. Απλά πρέπει να κάνεις αυτά που φοβάσαι όνειρα.
  8. Να εξερευνήσω τη σεξουαλικότητα μου. Φοβάμαι το σεξ; Το έχω συνδεδεμένο, βαθιά μέσα μου, με κάτι το λάθος ή άξεστο, ακόμα κι αν πνευματικά έχω ριζοσπαστικές απόψεις πάνω στο θέμα; Μήπως η επιλεκτικότητα μου εκφράζει μια τελειομανία και η τελειομανία, με τη σειρά της, κάποιο κόλλημα ή μπλοκάρισμα;
  9. Σε αυτό βοηθάει το NoFap. 47 απ’την τελευταία φορά (αυτό είναι το τρίτο reboot), πρέπει να αντέξω άλλες 43. Κι ελπίζω μέχρι τα 25 (λέμε τώρα) να το συνεχίζω και να με βάλει σε μια διαδικασία απαγκίστρωσης και απελευθέρωσης (όπως και κάνει).
  10. Έγραψα «ελπίζω». Όχι. Ι shall do or I shall not do. If there is no try, much less is there a hope. Όπως λένε και οι Minimalists: make  your have-tos into need-tos (και want-tos, φυσικά, ως αντίστροφη προέκταση του «δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω»).
  11. Metroidvanias. Mου αρέσουν αυτά τα games… Πρέπει (θέλω!) να βρω περισσότερα του είδους, εμπνέουν.
  12. Θέλω να γίνω καλός στο σχέδιο. Δεν θέλω να ζωγραφίζω ρεαλιστικά — θέλω να καταφέρω το χρώμα, το μελάνι και όποιο άλλο μέσο, να είναι προέκταση της εγκλωβισμένης μου φαντασίας. Για να μπορώ να απεικονίζω ότι η φωτογραφία δεν μπορεί αλλά και ούτε θα ήθελα να μπορεί… Να αιχμαλωτίζω μια αισθητηριακή στιγμή και η δίοδος πνεύμα → μυαλό → χέρι να είναι αποσυμφορημένη από χοληστερίνη πεζής αηδίας και δημιουργικών μπαμπούλων και ανασφαλειών.
  13. Ποιοι είναι αυτοί οι μπαμπούλες, αυτές οι ανασφάλειες; Τι έχασα από τότε που ήμουν παιδί που χάνουμε όλοι μας (και όσο περνάνε τα χρόνια νιώθω να χάνω περισσότερο); Δεν μπορώ να αφήνω την κριτική των άλλων να με φοβίζει ή να με σταματάει. Η δημιουργικότητα είναι κάτι το πολύ ανθρώπινο και αν το καταπιέσουμε, σίγουρα έχουμε χάσει όχι μόνο ένα κομμάτι του εαυτού μας αλλά και ένα μέρος του τι μας κάνει ανθρώπους, όχι αυτόματα. Οπότε: να σταματήσω να αφήνω τη δημιουργικότητα μου να κατυεθυνέται από τον φόβο της απόρριψης που μου καλλιεργήθηκε από τότε που ήμουν παιδί.
  14. Σε εκείνη την ομάδα δραματοθεραπείας, είχα «δημιουργήσει» όταν είχα ξεχάσει πως με κοίταζαν, ότι ήμουν κάτω απ’το μάτι της κρίσης. Άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο όταν ήμουν η τυφλόμυγα και έψαχνα τους άλλους. Η Δώρα μου είπε ότι όσο δεν ένιωθα ότι με κοίταζαν, κινούμουν σαν να χόρευα. Μου πρότεινε να κάνω χορό — σύγχρονο, κάτι χωρίς κανόνες, γιατί η αλήθεια είναι πως φοβάμαι τους κανόνες. Άλλη ιστορία αυτή. Να δοκιμάσω χορό λοιπόν.
  15. Να κάνω γιόγκα. Μπορεί έτσι μια μέρα να ξαναδώ την Κωνσταντίνα. (:Ρ)
  16. Εδώ και λίγες μέρες τρέχω στο άλσος και κάνω γυμναστική. Σίγουρα θέλω να το συνεχίσω και να φροντίζω το σώμα μου από πλευράς άθλησης. Short-term: να πηγαίνω κάθε μέρα. Ρεαλιστικά, σε βάθος χρόνου, το λιγότερο 3 φορές τη βδομάδα!
  17. Να κάνω αναρρίχηση. Γι’αυτό είναι απαραίτητο να μπορώ να σηκώνω το βάρος μου άνετα.
  18. Να έχω κάνει λίγη τουλάχιστον ιστιοπλοΐα. Τι το έχω το δίπλωμα;
  19. Οι μεγάλες πεζοπορίες παραμένουν μεγάλο όνειρο… Camino de Santiago, κάποια μεγάλη ευρωπαϊκή διαδρομή.. Υπάρχει αυτό που συνδέει την Ελλάδα με το Nordkapp και ξεκινάει νομίζω από τη Σαμοθράκη. Να κάνω μια ΜΕΓΑΛΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ. Διόρθωση: αυτό το μονοπάτι είναι το Ε6, το οποίο τελειώνει στη Φινλανδία, και όχι στο Nordkapp. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκό μονοπατί που να φτάνει μέχρι εκεί.
  20. Το ίδιο αλλά σε ποδήλατο. Και τώρα που το σκέφτομαι, γιατί όχι όλον τον κόσμο και να περιοριστώ Ευρώπη; Αυτό ίσως μετά τα 25 (όχι! Μην σου βάζεις νοητούς φραγμούς!)
  21. Ωτοστόπ. Ή να κάνω carpooling, και αυτό λέει.
  22. Μετά από την πρώτη εμπειρία ελεύθερου camping στη Γαύδο, θέλω να το ξανακάνω τουλάχιστον άλλη μια φορά. Αλλά για 2 βδομάδες.
  23. CELTA. Σημαντικό, όχι;
  24. C1 Γερμανικά.
  25. C1 Ισπανικά.
  26. Μια περίεργη μη-ευρωπαϊκή γλώσσα σε κάποιο βασικό επίπεδο. Αραβικά, ίσως;
  27. Βόρειο Σέλας. Ναι, για άλλη μια φορά, πρωτοστατεί στις λίστες μου. Το θυμάμαι ήδη απ’το 43 Things που είχα κάνει στην Γ’ Λυκείου (πάνω από 6 χρόνια πριν).
  28. Να στέλνω περισσότερα γράμματα, γραμμένα με κέφι. Δεν θέλω να ξαναγίνει ό,τι έγινε με την Κίρσι. Πόσο με πειράζει αν «δεν έχω να γράψω τίποτα σημαντικό»;
  29. Να καλλιεργήσω μανιτάρια. Για φαί ντε, για ποιον με περάσατε; :Ρ
  30. Να κάνω δικό μου ανακυκλωμένο χαρτί.
  31. Να κάνω δικό μου αλκοόλ.
  32. Να έχω και να προσέχω φυτά. Γιατί όχι και καλλιέργειες!
  33. Λες να μπορώ να γίνω νέος αγρότης, όπως αυτόι στους Πρωταγωνιστές και αυτοί με τους οποίους ασχολείται η Καρίνα; Δύσκολο… αλλά απίστευτη εμπειρία και το έχω ανάγκη να δουλέψω με τα χέρια μου.
  34. Να κάνω χειρονακτικό εθελοντισμό.
  35. Και άλλου είδους, γιατί όχι; Μόνο μη μου δώσετε παιδιά!
  36. Κάπου κάπως έλεγα ότι θα μαγείρευα μόλις γύρισα από τη Δανία. Τι απέγινε αυτό; Ποιος θα κερδίσει, η ευκολία ή η απόλαυση; Ψηφίζω κουνουπίδι με κάρυ!
  37. Να δοκιμάσω για έναν μήνα τη διατροφή/δίαιτα με τους χυμούς. Είναι όσο καλή λένε, τόσο αποτοξινωτική, πορωτική και δυναμωτική;
  38. Σκάλες όπου έχει σκάλες! Το’χουμε;
  39. Αστρική προβολή και lucid dreams. Άλλο ένα στανταράκι. Μπορώ να έχω ΟΒΕ μέχρι το 2014 και να έχω φτάσει στο σημείο να έχω τουλάχιστον ένα lucid dream κάθε τρεις μέρες;
  40. Να κάνω ένα πετυχημένο one-night-stand.
  41. Να έχω ξεφορτωθεί τουλάχιστον τα μισά μου υλικά αγαθά.
  42. Ξέρω στ’αλήθεια πο είναι όλα τα second-hand; Μπορώ να βρω σίγουρα και περισσότερα…
  43. Να έχω συμμετάσχει σε φεστιβάλ animation με δύο φιλμάκια.
  44. Να γίνω καλύτερος στις γυμνές φωτογραφίσεις.
  45. Να έχω πια μια κάποια εμπειρία στην εκτύπωση φιλμ.
  46. Να πάω στην Ισπανία.
  47. Να πάω στην Αμερική — Καναδάς, ΗΠΑ, Μεξικό, Αργεντινή, Περού, Κολομβία, Χιλή, Εκουαδόρ… Μα τι τα μαθαίνουμε τα ισπανικά; Πολύ ακριβό, αλλά I’m thinking big.
  48. Το Μουσείο Κινηματογράφου στη Θεσ/νίκη με είχε μαγέψει… Θέλω να έχω δει μερικές παλιές ελληνικές ταινίες του ποιοτικού, και όχι και τόσο, κινηματογράφου.
  49. Να μπορώ να διαβάζω μεγάλα βιβλία, όχι όπως τώρα.
  50. Να βρω πώς θα μπορώ να κάνω τη χρήση Η/Υ όσο το δυνατόν πιο παραγωγική και χρήσιμη γίνεται. Θέσπιση ορίου χρήσης καθημερικά και μέσα στη βδομάδα.
  51. Να έχω μια υδρόγειο να χαζεύω. Όπως εκείνη στο Oslo… ^^P
  52. Να δουλέψω σερβιτόρος για την εμπειρία, όχι επειδή δεν θα υπάρχει τίποτα άλλο που θα μπορώ να κάνω (αυτό θα σημαίνει ότι δεν προσπαθώ αρκετά).
  53. Να αλλάξω το Cubilone’s Dimension σε κάτι πιο αντιπροσωπευτικό, προσωπικό και δημιουργικό. Στο πνεύμα του Corkboard αλλά πιο ελαφρύ και εύχρηστο.
  54. Να κάνω free hugs.
  55. Να βρω τρόπο να ξαναέχω επαφή με το CouchSurfing, εκτός κι αν…
  56. Να έχω έστω για κάποιο χρονικό διάστημα ζήσει ξανα μόνος ή με συγκατοίκους.
  57. Να παίρνω τους άλλους πρώτος τηλέφωνο, κάτι στο οποίο είμαι τόσο κακός τώρα… Να λαμβάνω πρωτοβουλίες στις σχέσεις μου.
  58. Να είμαι σε μια σχέση ισότητας και αλληλοεκπλήρωσης, δηλαδή ο ένας να βοηθάει στην εκπλήρωση, όχι στη συμπλήρωση, του άλλου. Να μην βρω το άλλο μου μισό αλλά αυτήν η οποία θα με θέλει ολόκληρο για να την ζήσω ολόκληρη.
  59. Να έχω βρει την οικογενειακή μου ιστορία, ό,τι πιο κοντά σε αυτή τέλος πάντων.
  60. Να κάνω βιντεάκια στο youtube όπου θα μιλάω, για να συνηθίσω να προβάλλω τις ιδέες μου συγκροτημένα και στον προφορικό λόγο!
  61. Να πίνω περισσότερο τσάι απ’ότι καφέ.
    ———————————————-
    Νυστάζω πολύ οπότε η συνέχεια σύντομα, αν και αυτό πρέπει να γίνεται με τη μία αλλιώς χάνει το νόημα του… Θα κάνουμε μια εξαίρεση!Η συνέχεια… τώρα στο χαρτί μου!
    ———————————————-
  62. Να μάθω καλύτερα το ΜΒΤΙ.
  63. Να διαβάσω περισσότερο για αστρολογία, κυρίως τους συμβολισμούς.
  64. Να εξασκώ το μυαλό μου με γρίφους όπως του κ. Smullyan.
  65. Να τραγουδήσω σε χωρωδία.
  66. Θέλω να μάθω και να παίξω μουσική!
  67. Να αυξήσω το awareness και την παρατηρητικότητα μου.
  68. Να φτιάξω σκοινί από πλαστικές σακούλες.
  69. Να έχω βελτιωθεί στη φωτογραφία· κάδρο και εκθέσεις, κυρίως.
  70. Θα δοκιμάσω τελικά εκείνο το extreme haircut;
  71. Να πηγαίνω στα Λουτρά πιο συχνά.
  72. …Ίσως να μην είναι η καλύτερη περίοδος να μάθεις να οδηγείς, ε;
  73. Τουλάχιστον, κάτι γίνεται με ένα ποδήλατο.
  74. Αν ξαναέχω ποδήλατο θα πρέπει όμως να μάθω να το περιποιούμαι. Βλέπε: Zen and the Art of Motorcycle Maintenance.
  75. Να ανάβω περισσότερα κεριά. Αφού lyser er så sød!
  76. Να μάθω καλύτερα Processing και να κάνω κάτι ωραίο.
  77. Να φτιάξω έστω μια dystopia/alt-reality ιστορία.
  78. Να βρω κάτι δημιουργικό να κάνω with all this stuff!!
  79. Nα τελειώσω ένα μεγάλο RPG στα γερμανικά και ένα στα ισπανικά.
  80. Τι μπορώ να κάνω για να είμαι πιο ανεξάρτητος γενικά; Τα 25 είναι νομίζω μια καλή ηλικία για να είναι κανείς πιο ανεξάρτητος. Εννοώ, τελείως.
  81. Να βρω περισσότερα επιτραπέζια και προφορικά παιχνίδια, όπως το Catan και το Contact.
  82. Να μην διστάζω να γράφω και χαζομάρες στο blog μου.
  83. Πώς μπορώ να προσφέρω στους γύρω μου καλύτερα;
  84. Να δοκιμάσω Linux για άλλη μια φορά. Ubuntu this time?
  85. ΒοοkCross more. Aυτό θέλει και να διαβάζεις πιο γρήγορα.
  86. Μπορώ μέχρι τότε να έχω τακτοποιήσει τα αρχεία μου;
  87. Να κάνω μια έκθεση φωτογραφίας.
  88. Να πηγαίνω περισσότερο στην Αίγινα.
  89. Να κάνω κάτι που δεν θα έκανα κανονικά: piercing ή τατουάζ;
  90. Να γίνω early riser, a lark instead of an owl.
  91. Να εξερευνήσω τους θησαυρούς του progarchives.com, του prog not frog και άλλων τέτοιων.
  92. Να μάθω να λέω cheers σε 25 γλώσσες.
  93. Κάποτε, η Charisse μoυ είχε πει ότι όντας τόσο υδάτινος, χρειάζομαι περισσότερη φωτιά στη ζωή μου. Να προσθέσω αυτή τη φωτιά.
  94. Να πηγαίνω σε ακόμα περισσότερα free stuff όπως είναι ο ΠΟΦΠΑ, είναι ωραία εκεί.
  95. Να βρω πιο χρωματιστά ρούχα. Βαρέθηκα τα μαύρα και τα σκούρα μπλε.
  96. Να βελτιώσω τα αγγλικά μου. Κάνω χαζά λάθη και ακόμα υπάρχουν πράγματα που δεν μπορώ να κάνω (να δω κάποιες ταινίες χωρίς υποτίτλους, να καταλάβω τι λένε τα τραγούδια. Αν και, ούτως ή άλλως, δεν ακούω τους στίχους). Επίσης, θέλω να μάθω περισσότερες και πιο εξειδικευμένες, λογοτεχνικές λέξεις.
  97. Να μην παίρνω τον εαυτό μου υπερβολικά στα σοβαρά — το φυσικό μου είναι το χαλαρό, το αστείο, το παράλογο.
  98. Να κάνω περισσότερο σκι (βγαίνει και φτηνά τώρα με την κρίση).
  99. Να συγκεντρωθώ στο να γράφω καλύτερα.
  100. Να επιζήσω το 2012. :Ρ Και μετά το ’13 θα έχει ενδιαφέρον όταν όλοι συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχει και ένα αύριο το οποίο θα είναι στ’αλήθεια άσχημο αν δεν ύπαρχει μια μαζική αφύπνιση σε όλο τον κόσμο. Να είμαι μέρος αυτής της αφύπνισης, ώστε το 2012, αν τίποτα άλλο, να είναι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία (προς το καλό).

 

Review: Το Τάο είναι σιωπηλό

To Τάο είναι σιωπηλόTo Τάο είναι σιωπηλό by Raymond M. Smullyan

My rating: 5 of 5 stars

Πολλές φορές δεν είναι ένα βιβλίο αυτό καθ’αυτό, το τι γράφει δηλαδή, που σου μένει στο μυάλο, που το κάνει ιδιαίτερο για σένα. Το πώς έμαθες για την ύπαρξη του, με ποια άτομα το έχεις συνδέσει, ο τρόπος γραφής αντι του περιεχομένου, ακόμα και το αν συμπάθησες ή ακόμα και θαύμασες τον συγγραφέα, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην εντύπωση που θα σχηματίσεις για αυτό. Μπορεί ακόμα και να κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στο αν θα σου μείνει κατα κάποιον τρόπο, αν θα κουλουριαστεί σε κάποια φρέσκια νευρική σύναψη, ή αν θα το ξεχάσεις για πάντα λες και δεν το διάβασες ποτέ.

Έτσι και «Το Τάο είναι σιωπηλό». Το βρήκα στο αγαπημένο μου πλέον παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι, το μόνο που έχω βρει μέχρι σήμερα που να έχει βιβλία που να με ενδιαφέρουν – είναι αυτό στα αριστερά του James Joyce καθώς βγαίνεις. Λοιπόν, χαζεύοντας τα σκονισμένα ράφια γεμάτα με ως επι το πλείστον αδιάφορους τόμους, έπεσε το μάτι μου στο «Τάο». Είχα ήδη αγοράσει άλλα τρία βιβλία εκείνη τη μέρα οπότε το σκεφτόμουν για τα €4. Ξεφυλλίζοντας το, αυτό που μου τράβηξε στ’αλήθεια την προσοχή ήταν τα κεφάλαια για τους σκύλους και τη κηπουρική. Αυτά τα δύο είναι εξαιρετκά παραδείγματα για το να καταλάβει κανείς περι τείνος πρόκειται το Τάο και το Ζεν (τα οποία είναι μέχρι ενός σημείου εναλλάξιμοι όροι, αν κανείς αφαιρέσει το βουδιστικό στοιχείο του Ζεν), να νιώσει τι ουσιαστικά πρεσβεύουν αυτές οι συχνά παρεξηγημένες και μυστήριες φιλοσοφίες.

Το βιβλίο ήταν απολαυστικό. Υπογράμμιζα σελίδα παρα σελίδα με ρητά τα οποία γέμιζαν την κοιλιά μου με ζεστασιά και τέντωναν το χαμόγελο μου ώστε το χείλια μου να τείνουν να αγγίξουν τα τύμπανα μου. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Ας υποθέσουμε ότι με στριμώχνατε στο γραφείο μου και από απόσταση βολής μου λέγατε: “Σμάλλγιαν! Σταμάτα να αοριστολογείς! Πιστεύεις ή όχι ότι το Τάο υπάρχει;” Τι θα απαντούσα; Αυτό θα εξαρτιόταν απ’το κατα πόσο θα ήμουν σε μια περισσότερο Δυτική διάθεση (και υποταγμένος στην δυαδικότητα, ύπαρξης εναντίον μη ύπαρξης), τότε θα απαντούσα, “Ναι, το Τάο υπάρχει”. Αλλά αν υποθέσουμε ότι ήμουν σε μια πιο ανατολική διάθεση; Ε, λοιπόν, αν ρωτούσατε κάποιον Ζεν δάσκαλο κατα πόσο το Τάο υπάρχει, πιθανότατα θα σας έδινε ένα δυνατό χτύπημα με το ραβδί του. Εγώ, τώρα, που είμαι κάπως πιο πράος, κατα πάσα πιθανότητα απλά θα σας χαμογελούσα ίσως με έναν συγκαταβατικό τρόπο και θα σας πρόσφερα ένα φλυτζάνι τσάι.

Το να αποδώσεις σκοπό στο Τάο είναι κάπως μη Ταοϊστικό. Η εσωτερική αρχή του Τάο είναι μάλλον ο αυθορμητισμός παρα ο σκοπός. Αντίθετα από τον Ιουδαίο-Χριστιανικό Θεό, το Τάο δε δημιουργεί ούτε φτιάχνει πράγματα· μάλλον αναπτύσσεται ή εξατομικεύεται μέσα σε αυτά. Θα μπορούσαμε να πούμε, στο πνεύμα του Λαοτσέ:

Το Τάο δεν έχει σκοπό,
Και για αυτό το λόγο πληρεί
Κάθε σκοπό του αξιοθαύμαστα.

[…]

Έχω επίσης πει ότι το βρίσκω υπερβολικά εχθρικό και καταστρεπτικό να ρωτά κάποιος κάποιον, ποιος είναι ο σκοπός του. Συγκεκριμένα σκέφτομαι την περίπτωση ενός αποτυχημένου μουσικού που είπε κάποτε σε έναν φιλόδοξο μουσικό, “Αληθινά, νομίζω ότι θα έπρεπε να αναρωτηθείς γιατί θέλεις να δίνεις συναυλίες”. Αυτό μου έκανε απαίσια εντύπωση! Για ποιο λόγο θα έπρεπε ο ανερχόμενος μουσικός να κάνει μια τόσο γελοία ερώτηση στον εαυτό του όσο αυτή; Δεν είναι αρκετό το ότι θέλει να δίνει συναυλίες; Ίσως θα έπρεπε κάποιος να πει στην Ιωάννα της Λωραίνης: “αληθινά πιστεύω, Ιωάννα, ότι θα έπρεπε να ρωτήσεις τον εαυτό σου, γιατί θέλεις να δώσεις όλες αυτές τις μάχες!”

Το Τάο ποτέ δεν διατάζει,
και για αυτό το λόγο,
εθελοντικά υπακούεται.

Αντίθετα, μπορούμε να σχολιάσουμε ότι, ο Ιουδαιο-Χριστιανικός Θεός διατάζει, και γι’αυτό τον λόγο μερικές φορές δεν υπακούεται.

Υπάρχει και ένας άλλος λόγος για τη παρανόηση πολλών Ζεν περιστατικών που είναι πράγματι δικό μας λάθος: Υποθέτουμε ότι όταν ο Ζεν Δάσκαλος μιλά, πάντα εννοεί κάτι μ’αυτό που λέει. Και για να χειροτερέψουμε κι άλλο τα πράγματα, υποθέτουμε ότι, εννοεί κάτι βαθυστόχαστο και σημαντικό (και επομένως μας διαφεύγει κάτι βαθυστόχαστο και σημαντικό!) Ώστε ο Ζεν Δάσκαλος πάντα εννοεί κάτι, ε; Πείτε μου, όταν χτυπάτε ένα γκονγκ, και το γκονγκ αντιδρά με έναν ήχο, εννοεί πάντα κάτι το γκονγκ με την αντίδραση του; Αυτή η αναλογία θα ηχήσει στους περισσότερους αναγνώστες απαίσια, αλλά ευτυχώς δεν θα κάνει απαραίτητα το γκονγκ, να ηχήσει έτσι!

[…]

Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο ταιριαστό επίλογο, γι’αυτό το κεφάλαιο, από το να αναφέρω την ακόλουθη αρκετά γνωστή ιστορία: Κάποιος ρώτησε έναν Ζεν Δάσκαλο, “Ποια, είναι η έσχατη φύση της πραγματικότητας;” Ο Δάσκαλος απάντηση: “Ρώτησε τον στύλο εκεί πέρα”. Ο άνθρωπος αντέδρασε: “Δάσκαλε δεν καταλαβαίνω!” Ο Δάσκαλος είπε, “Ούτε και γω”.

ZEN ΜΑΘΗΤΗΣ: Λοιπόν Δάσκαλε, είναι αθάνατη η ψυχή ή όχι; Επιζούμε του σωματικού μας θανάτου ή εκμηδενιζόμαστε; Μετενσαρκώνομαστε πράγματι; Χωρίζεται η ψυχή σε επι μέρους κομμάτια τα οποία ανακυκλώνονται, ή είσερχόμαστε στο σώμα ενός βιολογικού οργανισμού σαν μια μονάδα; Και διατηρούμε ή όχι τη μνήμη μας; Ή το δόγμα της μετενσάρκωσης είναι εσφαλμένο; Ειναι μήπως η Χριστιανική έννοια της επιβίωσης ορθότερη; Και αν ναι, ανασταινόμαστε σωματικά, ή μήπως η ψυχή εισέρχεται σε μια καθαρά πλατωνική σφαίρα ύπαρξης;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Το πρωινό σου κοντεύει να κρυώσει.

Ένα γέρικο πεύκο διδάσκει τη σοφία.
Ένα άγριο πουλί φωνάζει την αλήθεια.

Μετά από τον καταιγισμό σοφίας αρκετής για να χωρέσει σε πέντε ζωές και κάτι, πρέπει να παραδεχτώ πως καποια κομμάτια του βιβλίου ήταν λίγο βαρετά, ιδιαίτερα αυτά τα οποία είχαν και καλά διαλόγους μεταξύ δυτικών ορθολογιστών και ανατολικών μυστικιστών – διάλογοι οι οποίοι βέβαια θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι αυθεντικά εσωτερικοί, αφού ο Smullyan είναι σημαντικός θεωρητικός μαθηματικών και λογικής, με έμφαση στο παράδοξο και στην αυτοαναφορικότητα. Μάλιστα, επέκτεινε τα θεωρήματα μη-πληρότητας του Gödel — τι περίεργο που του αρέσει και ο υπέρτατα παράδοξος ταοϊσμός؟

Α, τώρα που το θυμήθηκα: χτες είδα μια πολύ ωραία ισπανική ταινία με θέμα τον δυσκολότερο γρίφο λογικής (ναι, ΚΑΙ αυτός είναι βασισμένος σε κάτι που σκαρφίστηκε ο μπαρμπα-Smullyan) και τις προσπάθειες τεσσάρων κορυφαίων μαθηματικών μυαλών κλεισμένων σε ένα δωμάτιο να τον λύσουν. Αν μυριστήκατε εσάνς θρίλερ, οσμιστήκατε σωστά. La habitación de Fermat, το όνομα της. Αν σας αρέσουν τα παιχνίδια λογικής νομίζω θα σας αρέσει και η ταινία.

Ας γυρίσουμε από άλλον έναν συνειρμικό εκτροχιασμό. Με όλα αυτά, δεν μπορούμε παρα να του το συγχωρέσουμε του κυρ Raymond ότι κάποια κομμάτια του βιβλίου είναι βαρετά· πιο πάνω γράφω ότι η γνώμη μας για ένα βιβλίο μπορεί να μπουσταριστεί από στοιχεία «άσχετα» με το περιεχόμενο. Λοιπόν, διαβάστε τι άλλο είναι ο Raymond M. Smullyan: πιανίστας (στα νεανικά του χρόνια ήταν καθηγητής μουσικής!), ταχυδακτυλουργός, συγγραφέας βιβλιών με αινίγματα λογικής και βέβαια φιλόσοφος του Τάο και του Ζεν. Το κορυφαίο; Ο τύπος είναι 93 χρονών, να τα εκατοστήσει ο άνθρωπος! Αυτό που λένε ότι το μυστικό της μακροζωίας είναι στην αποφυγή του στρες και στην εξάσκηση του μυαλού ίσως να είναι πιο σωστό απ’ότι νομίζουμε! Όχι τίποτα άλλο, ούτε Aλτσχάιμερ φαίνεται να έχει ούτε τίποτα!

Λοιπόν, θα το σκεφτόμουν να έδινα στο βιβλίο τέσσερα αστεράκια υπό κανονικές προϋποθέσεις. Με έκανε όμως να νιώσω τόσο όμορφα διαβάζοντας το και πρόσθεσε στο σύμπαν μου αυτόν τον πυλώνα έμπνευσης που είναι ο συγγραφέας του, που δεν μπορώ να πω όχι στα πέντε. Ίσως είναι και το ότι το βρήκα χωρίς να το ψάχνω, χωρίς να ξέρω τίποτα για αυτό, σε ένα σκονισμένο παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι, και ότι αυτή η κριτική θα είναι η δεύτερη αναφορά στην ύπαρξη αυτού του βιβλίου σε ολόκληρο τον ελληνικό ιστό, σύμφωνα πάντα με το Google. Τι να κάνω, έχω αδυναμία σε κάτι τέτοια.

ΥΓ: **Τα λάθος κόμματα στην παράθεση είναι του μεταφραστή και οι τόνοι δικοί μου — το βιβλίο δεν έχει ούτε έναν τόνο για δείγμα. Φαντάζομαι το 1990 κάποιοι ριζοσπαστικοί τυπογράφοι θα συνέχιζαν να αντιλαμβάνονται το ακόμα φρέσκο μονοτονικό σαν no-τονικό (το αστέιο αυτό μου πήρε περίπου 3 δευτερόλεπτα να το σκεφτώ· γελάστε τουλάχιστον για το μισό αυτού του χρόνου για να κάνουμε έστω μια υποτυπώδη εξισορρόπηση). Δεν ξέρω γιατί αλλά όλο το βιβλίο σαν γραφή ήταν κακής ποιότητας: μπόλικα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, ενώ η ίδια η μετάφραση είχε ψυχή μεν αλλά κάπου έχανε. Για κάποιον λόγο όμως αυτά τα στοιχεία με κάνουν να το γουστάρω περισσότερο, έχει κάτι από underground με μπόλικο μεράκι.**

View all my reviews

Η παγίδα της περιεκτικότητας, ή: η αδικία του αν σου αρέσει να πίνεις, καλύτερα να είσαι κοντός, λεπτός και άντρας

Συχνά βρίσκομαι σε παρέες όπου πίνουμε οινοπνευματώδη και τους βλέπω όλους να ζαλίζονται, να ευθυμούν ή να μεθάνε πολύ πιο νωρίς από μένα. Μπορεί να πιουν μια μπύρα και να κάνουν κεφάλι ή -όπως έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια- να πίνουν ένα Bacardi Breezer και να γίνονται γκολ. Υπάρχουν και αυτοί οι οποίοι μεθάνε πιο αργά από μένα αλλά νομίζω ότι είμαι γερότερο ποτήρι απ’τους περισσότερους.

Τι συμβαίνει; Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες. Σύμφωνα με αυτή τη κλινική αναφορά από το πανεπιστήμιο του Ιλινόι, τα εξής παίζουν: η ταχύτητα κατανάλωσης, η ύπαρξη τροφής στο στομάχι, το βάρος, το ιστορικό κατανάλωσης (ώστε να έχει αναπτυχθεί ανεκτικότητα), το περιβάλλον, οι προσδοκίες, γενική κατάσταση της σωματικής και ψυχολογικής υγείας και το φύλο.

Οι περισσότεροι από αυτούς τους παράγοντες είναι περιστασιακοί και μεταβλητοί. 3 λίτρα μπύρα μπορούν να σε στείλουν στα ουράνια αν είσαι χαρούμενος, φαγωμένος, τα πιεις μέσα σε τρεις ώρες και είσαι με καλή παρέα. Αντίστοιχα, αν κανείς έχει κατάθλιψη, έχει να φάει 3 μέρες και είναι σε ένα reunion παλιών συμμαθητών, ίσως τρία σφηνάκια βότκα ξεροσφύρι μέσα σε μισή ώρα να τον στείλουν σπίτι ή στις τουαλέτες συντομότερα απ’ότι περίμενε.

Σύμφωνοι. Εδώ όμως υπάρχει και ένας μετρήσιμος, σκληρός, επιστημονικός παράγοντας: η περιεκτικότητα αλκοόλ στο αίμα. Αυτή η τιμή είναι το ποσοστό weight/volume (ταξίδι πίσω στη Χημεία Α’ Λυκείου!) του οινοπνεύματος στο αίμα: βγαίνει από πόσα milligram περιέχονται σε 1000ml (ένα λίτρο) αίμα. Π.χ, 0,1g/L αίμα μας κάνει 0,01% (πολύ μικρό ποσοστό).

Σύμφωνα με αυτό το προγραμματάκι που μετράει, σύμφωνα με το βάρος σου, το ύψος σου και το φύλο σου, τον όγκο του αίματος σου, κυλάνε ~5,6 λίτρα αίμα στις φλέβες μου (κάτι λιγότερο από 4 μεγάλα μπουκάλια νερού).

 

Προοδευτική επίδραση του αλκοόλ στον οργανισμό
Συγκέντρωση Αλκοόλ
BAC (%)
Συμπεριφορά Βλάβες
0.01-0.029
  • Ο μέσος άνθρωπος φαίνεται φυσιολογικός
  • Ελαφριές επιπτώσεις που μπορούν να φανούν με ειδικά τεστ
0.03-0.59
  • Ελαφρά ευφορία
  • Αίσθηση ευεξίας
  • Χαλάρωση
  • Ομιλητικότητα
  • Χαρά
  • Μείωση αναστολών
  • Μειωμένη εγρήγορση
  • Κρίση
  • Συντονισμός
  • Συγκέντρωση
0.06-0.10
  • Άμβλυνση αισθημάτων
  • Άρση αναστολών
  • Εξωστρέφεια
  • Μειωμένη σεξουαλική ικανοποίηση
  • Εξασθένηση αντανακλαστικών
  • Λογική
  • Αντίληψη σε βάθος
  • Περιφερειακή όραση
  • Θάμβος στην όραση
0.11-0.20
  • Υπερ-έκφραση
  • Συναισθηματικές διακυμάνσεις
  • Θυμός ή λύπη
  • Θορυβώδης
  • Χρόνος αντίδρασης
  • Αδρός κινητικός έλεγχος
  • Παραπάτημα
  • Ακατάστατος λόγος
0.21-0.29
  • Λήθαργος
  • Μειωμένη κατανόηση
  • Διαταραχή αισθήσεων
  • Σοβαρή κινητική δυσλειτουργία
  • Απώλεια συνείδησης
  • Απώλεια μνήμης
0.30-0.39
  • Σοβαρή κατάθλιψη
  • Απώλεια αισθήσεων
  • Πιθανός θάνατος
  • Λειτουργία κύστης
  • Αναπνοή
  • Καρδιακοί παλμοί
>0.40
  • Απώλεια αισθήσεων
  • Θάνατος
  • Αναπνοή
  • Καρδιακοί παλμοί

Πηγή: Ιατροnet

Progressive effects of alcohol[1]
BAC (% by vol.) Behavior Impairment
0.010–0.029
  • Average individual appears
    normal
  • Subtle effects that can be
    detected with special tests
0.030–0.059
  • Mild euphoria
  • Relaxation
  • Joyousness
  • Talkativeness
  • Decreased inhibition
  • Concentration
0.06–0.09
  • Reasoning
  • Depth perception
  • Peripheral vision
  • Glare recovery
0.10–0.19
  • Over-expression
  • Emotional swings
  • Anger or sadness
  • Boisterousness
  • Decreased libido
  • Reflexes
  • Reaction time
  • Gross motor control
  • Staggering
  • Slurred speech
  • Temporary erectile dysfunction
  • Possibility of temporary alcohol poisoning
0.20–0.29
  • Stupor
  • Loss of understanding
  • Impaired sensations
  • Possibility of falling unconscious
  • Severe motor impairment
  • Loss of consciousness
  • Memory blackout
0.30–0.39
0.40–0.50
  • General lack of behavior
  • Unconsciousness
>0.50
  • High risk of poisoning
  • Possibility of death

Πηγή: Wikipedia (βλέπουμε μια ασυμφωνία στο πόσο αλκοόλ σε σκοτώνει στα σίγουρα μεταξύ των δύο πινάκων — αν και κατα τα άλλα μοιάζουν πολλά να είναι απευθείας μεταφρασείς. Ας μην χρειαστεί να φτάσουμε εκεί για να κάνουμε προσωπικά πειράματα)

Ένα μικρό ποτήρι μπύρα (330ml – 5% αλκοόλ), ένα μικρό ποτήρι κρασί (150ml στα 11%) και ένα σφηνάκι δυνατό ποτό (40ml στα 40%) για κάποιον λόγο που δεν μου κάνει πολύ τυχαίος, έχουν και τα τρία περίπου την ίδια ποσότητα αλκοόλ: ~16,5ml το κρασί και η μπύρα, 16ml το δυνατό ποτό. Σε αυτά τα ~16ml, η μάζα του αλκοόλ είναι 16*0,789=12,624g (γιατί η πυκνότητα του αλκοόλ είναι 0,789) . Εδώ ξεκινάει το πάρτι.

Με ένα ποτό, η περιεκτικότητα του αλκοόλ στα δικά μου 5,6 λίτρα αίμα θα είναι 12,624/5600=0,22: σύμφωνα με τους πίνακες, αρκετό για να με κάνει να ζαλιστώ σημαντικά αν δεν έχω αναπτύξει αντοχές, πίνω γρήγορα και έχω άδειο στομάχι.

Μια κοπέλα η οποία είναι στα 170cm και έχει βάρος 60kg, σύμφωνα με τον παραπάνω υπολογισμό, θα έχει 3,9 λίτρα αίμα. Η ίδια ποσότοτητα αλκοόλ θα είναι για εκείνη ένα 0,32. Σαν να έχω πιει μισό ποτό παραπάνω.

Σημείωση: αυτά τα ποσά μου φαίνονται εξόφθαλμα λάθος. Έχω κάνει τους υπολογισμούς δεκάδες φορές αλλά μου βγαίνουν σωστοί, σύμφωνα πάντα με αυτό το άρθρο της Wikipedia και σύμφωνα πάντα ότι το ποσοστό BAC είναι weight/volume σε αναλογία 1/100 και όχι 1/1000. Aν κανείς μπορεί να εντοπίσει το λάθος και να μου το υποδείξει ή αν δεν υπάρχει λάθος στους υπολογισμούς μου, να μου εξηγήσει υπο ποιες συνθήκες μια μπυρίτσα ΔΕΝ σε φτάνει στο “death is possible” 0,32%, θα ήμουν ευγνώμων. Τώρα βέβαια μου έρχονται κάτι φλασιές από ιστορίες, όπως στο The Dispossessed που άνθρωποι καθόλου συνηθισμένοι στο αλκοόλ κατανάλωναν μικρές ποσότητες οι οποίες ήταν αρκετές για να τους μεθύσουν σε επικίνδυνο βαθμό. Τόσο εν δυνάμει αλκοολικοί είμαστε τάχα όλοι μας, τόσο εθισμένοι στο λιπαντικό της κοινωνίας;

Νιώθω αδικημένος. Επειδή είμαι πιο μεγαλόσωμος πρέπει να πληρώνω περισσότερο για να κάνω κεφάλι. Με τα 3-5€ που δίνω για να πάρω μια μπύρα, η κοπέλα δίπλα μου θα αγοράσει περισσότερο αλκοόλ σε συνάρτηση με το βάρος της (συμφωνούμε ότι όλοι πίνουμε για να νιώσουμε λίγο διαφορετικά, έτσι; Δεν βλέπω και τόσο πολλούς ανθρώπους να παραγγέλνουν χυμό ή μεταλλικό νερό στα μπαρ ή να πίνουν μπύρα για τη γεύση. Υπάρχουν μερικοί που υποστηρίζουν ότι πίνουν «μόνο για τη γεύση» αλλά προσωπικά δεν το πιστεύω καθόλου).

Αυτό συμβαίνει και με το φαγητό: οι μικρόσωμοι χρειάζονται λιγότερο από τους μεγαλόσωμους. Παρα ταύτα, η τιμή του φαγητού είναι σταθερή. Πρέπει να ξοδέψω περισσότερα επειδή χρειάζομαι περισσότερα για να χορτάσω μέσα στη μέρα, κανείς όμως δεν με πληρώνει για αυτή τη βιολογική μου ιδιαιτερότητα. Εντάξει, δυστυχώς οι γυναίκες ακόμα πληρώνονται λιγότερο από τους άντρες σε αρκετά επάγγελματα (τι άλλο να περιμένεις από έναν κόσμο όπου ο περισσότερος πληθυσμός ασπάζεται ξεδιάντροπα σεξιστικές προκαταλήψεις;) οπότε τα πράγματα κατα κάποιον διεστραμένο λόγο εξισορροπούνται, περίπου όπως η κατοχή πυρηνικών όπλων από τις μεγάλες δυνάμεις της Γης έχουν αποτρέψει έναν ακόμη παγκόσμιο πόλεμο. Μια μεγαλόσωμη γυναίκα όμως εξακολουθεί να είναι σε ξεκάθαρα μειονεκτική θέση.

Λοιπόν, θα το προτείνω: τα βιομετρικά μας δεδομένα να χρησιμοποιούνται ώστε να πληρώνουμε τα ποτά και γιατί όχι, τα τρόφιμα μας, ανάλογα με το πόσο αίμα έχουμε ή το πόσο ζυγίσζουμε, όπως το ηλεκτρικό ρεύμα κοστίζει ανάλογα με το πόσο μεγάλο σπίτι έχεις ή ο φόρος πάει με βάση το εισόδημα (και καλά). Α και οι γυναίκες να πληρώνονται το ίδιο με τους άντρες. Ή, γιατί όχι, να καταργηθούν τα χρήματα.

Για έναν κόσμο φιλικότερο στις νταρντάνες και τους ευτραφείς ψηλείς (πληθυντικό τους ψηλέας), για έναν κόσμο όπου οι εύσωμοι θα μπορούν επιτέλους να νιώσουν επιθυμητοί και ίσοι με τους κοκκαλιάρηδες και τους κοντούς!

5 λόγοι για να καταραστείτε την εταιρεία καρτοκινητής σας

Επειδή τα λέω όλα στη φόρα,δεν λέω «κάποιοι» ούτε αφήνω υπόνοιες, το ξεκαθαρίζω εξ αρχής: πρόκειται για το έκτρωμα που λέγεται Cosmote. Αν είστε φαν της εν λόγω εταιρείας, ειδικά μετά από μια σειρά ιδιαίτερια πετυχημένων και εκνευριστικών διαφημίσεων σε όλα τα μέσα, μπορείτε να σταματήσετε να διαβάζετε εδώ γιατί αυτά που θα πω δεν θα σας αρέσουν. ΟΚ; Ξεκινάμε:

1. Αυξάνει τον ελάχιστο χρόνο κλήσης από 20″ σε 60″. Εκτός των άλλων, αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται τριπλάσιο ελάχιστο υπόλοιπο για να πραγματοποιήσει κανείς μια αναπάντητη.

2. Παίρνετε μια καινούργια κάρτα των 10 ευρώ. Χρησιμοποιείτε τα 5 ευρώ για να έχετε 300 λεπτά και 300 SMS προς What’s Up. Όταν βάζετε και τον κωδικό για να ενεργοποιήσετε το δώρο σας που έρχεται μαζί με κάθε κάρτα, ανακαλύπτετε ότι αυτό το δώρο σας αναγκάζει να διάλεξετε ανάμεσα σε δωρέαν χρόνο προς What’s Up, δωρεάν μηνύματα προς What’s Up ή 60ΜΒ δωρεάν ίντερνετ. Για ένα κλάσμα νομίζετε ότι είδατε ένα trollface στην οθόνη. Ήταν μόνο η ιδέα σας. Η βδομάδα περνάει και το δώρο σας κλαίει σε μια γωνία αχρησιμοποίητο.

3. Προσπαθείτε επι 5 λεπτά να στείλετε ένα μήνυμα σε What’s Up. Λόγω του 2. κι επειδή δεν στέλνετε τόσα πολλά μηνύματα, λέτε, ΟΚ, θα έπρεπε να είναι τσάμπα! Κι όμως, το μήνυμα δεν φεύγει ποτέ.

4. Καλείτε το 1314 για να δείτε αν έχει γίνει αυτό που φοβάστε. Έχει γίνει αυτό που φοβάστε. «Το υπόλοιπο του λογαριασμού σας είναι ΜΕΙΟΝ μηδέν ευρώ και ένα λεπτό». Μάλιστα. Δεν μπορείτε να στείλετε μηνύματα τα οποία έχετε πληρώσει. Ευτυχώς (και ηλιθίως) μπορείτε να συνεχίσετε να παίρνετε τηλέφωνα ακόμα και στον ίδιο αριθμό που πριν λίγο προσπαθούσατε να στείλετε μήνυμα.

5. Δεν έχετε λεφτά για κάρτα και αποφασίζετε να δώσετε τα 40 λεπτά για την ληστρική υπηρεσία επέκτασης υπολοίπου. Η απάντηση της Cosmote γρήγορη και σαφής: «το υπόλοιπο του λογαριασμού σας δεν επιτρέπει τη χρήση της υπηρεσίας επέκτασης υπολοιπού».

Είναι σαν να σου απαγορεύουν την είσοδο σε ένα εστιατόριο αν πεινάς πάρα πολύ (και να σου ελέγχουν το στομάχι με υπερηχογράφημα κατα την είσοδο για να είναι 100% σίγουροι για το απόλυτο κενό). Είναι σαν ένας ιατρός να αρνείται να σε περιθάλψει αν βρίσκεσαι στην εντατική. Σαν σε ένα rent-a-car να σου επιτρέπουν να νοικιάσεις αυτοκίνητο μόνο αν έχεις αυτοκίνητο. Σαν να σου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσεις μια τουαλέτα μόνο όταν δεν την χρειάζεσαι, δηλαδή μόνο αν την έχεις ήδη χρησιμοποιήσει. Σαν να νυστάζετε όλη τη μέρα και όταν πέφτετε για ύπνο να στριφογυρίζετε πέντε ώρες.

Τίποτα. Cosmote, θα στο πω απλά:

Λοιπόν ναι, τέλειωσα με τη Μυτιλήνη. Ελπίζω να εμπνέω τον θαυμασμό.

Γεια σου! Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να σε ευχαριστήσω που διαβάζεις αυτό εδώ το ποστ. Όχι τίποτα άλλο, δεν έχεις κανένα πραγματικό λόγο να το κάνεις. Υπάρχουν πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα να διαβάσεις, να χαζέψεις, να δεις ή να κάνεις εκεί έξω, στον τεράστιο κόσμο γνώσης, εμπειρίας, διασκέδασης και χαζομάρας που λέγεται παγκόσμιος ιστός — εκτός κι αν ο λόγος είναι προσωποκεντρικός και θέλεις να διαβάσεις αυτά που γράφω επειδή είμαι ΕΓΩ αυτός που τα γράφω. Σε κάθε περίπτωση, η αφοσίωση σου είναι μοναδική, ειδικά αν κρίνω από την έλλειψη σχολίων τους τελευταίους μήνες. Γι’αυτό λοιπόν, και πάλι, κι επειδή δεν έχεις καμιά υποχρέωση, σ’ευχαριστώ.

Σήμερα θα γράψω για δύο κυρίως πράγματα που με απασχολούν αυτές τις μέρες και πώς αυτά συνδέονται.

Το ένα, το μεγαλύτερο, το σπουδαιότερο, είναι ότι τη περασμένη εβδομάδα πήγα στη Μυτιλήνη και έδωσα τα τρία τελευταία μαθήματα που χρώσταγα (Οργάνωση Εκθέσεων, Εφαρμογές Κινητής Τεχνολογίας, Συστήματα Διαχείρισης στον Παγκόσμιο Ιστό), και τα πέρασα. Ο κύκλος που ξεκίνησε πριν έξι χρόνια έκλεισε. Είμαι πλέον ένος απόφοιτος, πτυχιούχος Πολιτισμικής Πληροφορικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας. Δεν έχω το πτυχίο στο χέρι, βέβαια, αλλά for all intents and purposes…

Αυτά τα έξι χρόνια ήταν τόσο σημαντικά για μένα που δε μπορώ να μπω καν στον κόπο να αρχίσω να λέω με ποιος τρόπους άλλαξα, ωρίμασα, ενηλικιώθηκα, αγάπησα τον εαυτό μου φτιάχνοντας τον και ανακαλύπτοντας τον· δεν ξέρω πόσο απ’το καθένα αλλά αυτή ίσως να ‘ναι απ’τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες ερωτήσεις που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, αν και η απάντηση πιθανόν να μην έχει σημασία.  Θέλω να γράψω κάποια ποστ αφιερωμένα στους ανθρώπους, τις ιδέες και τις παραστάσεις στις οποίες χρωστάω πολύ μεγάλο μέρος αυτής της μεταμόρφωσης. Μου αρέσουν άλλωστε οι ανασκοπήσεις, όπως μου αρέσει και να θυμίζω στους ανθρώπους τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να παίζουν ή να έχουν παίξει στη ζωή μου και να τους προσφέρω άλλο ένα χαμογελο έτσι.

Ωραία. Ας επιστρέψουμε στο γεγονός των ημερών. Τελειώνεις τα μαθήματα σου. Τα πάντα από εκεί και πέρα έχουν κάτι το χρονομετρημένο και μοιραίο. Όσους γνωστούς έβλεπα τις υπόλοιπες μέρες που ήμουν στη Μυτιλήνη είχα την αίσθηση ότι μπορεί να μη τους ξαναδώ ποτέ. Τι έπρεπε όμως να τους πω; Ποια μπορεί να είναι η απάντηση μου στις ευχές τους για καλή ζωή; Πώς μπορώ να τους χαιρετίσω με κάτι άλλο εκτός από ένα απαίσια ανειλικρινές «τα λέμε σύντομα»;

Πώς χαιρετάς κάποιον που χαιρόσουν να βλέπεις πού και πού και να μαθαίνεις νέα του όταν πήγαινες στη Μυτιλήνη, αλλά τον οποίο δεν ξέρεις αρκετά για να επιδιώκεις να συνεχίσεις να βλέπεις και η πρακτικότητα του ζητήματος τέλος πάντων το καθιστά υπερβολικά απίθανο; Υπήρχε αυτή η διμερής λυπητερή ανείπωτη παραδοχή σε πολλές από τις random encounters αυτών των ημερών.

Τι έκανα λοιπόν για να αποφύγω αυτή τη κατάματη ματιά στην «πραγματικότητα της τελευταίας συνάντησης» με πολλούς ανθρώπους που ούτως ή άλλως, όπως κι εγώ, δυσκολεύομαστε να δώσουμε σε αυτή τη συνάντηση την βαρύτητα που φανταζόμαστε ότι της αξίζει;

Δεν ανέφερα ότι είχα περάσει τα τελευταία μου μαθήματα. Δεν ανέφερα ότι τελείωσα τις σπουδές μου στη Μυτιλήνη. Περισσότερο το έκαναν άλλοι για μένα. Αυτό με έσωσε από συγχαρητήρια τα οποία δεν αξίζω (γιατί να δέχεσαι συγχαρητήρια επειδή ολοκλήρωσες κάτι που όχι μόνο πρέπει αλλά και σου αρέσει να κάνεις;), εξηγήσεις για το τι σκοπεύω να κάνω στο μέλλον, ερωτήσεις για το πώς νιώθω τις οποίες δεν θα μπορούσα να απαντήσω ειλικρινά, αλλά και βλέμματα φθόνου…

Αναρωτιώμουν: ποια είναι αυτή η λεπτή γραμμή μεταξύ ενημέρωσης των άλλων για το τι κάνεις, και καυχησιάς; Μετά από τι μετατρέπεται άραγε το «τέλειωσα τις σπουδές μου! Σoυ το λέω γιατί είμαι περήφανος και θέλω να χαρείς μαζί μου!», σε: «τέλειωσα, και στο λέω για να σου δείξω πόσο γαμάτος είμαι και για να με θαυμάσεις!»…; Αυτό που βλέπω τόσο πολύ γύρω μου είναι το δεύτερο… Μια τέτοια κρίση ανασφάλειας και ανάγκης αποδοχής και θαυμασμού βλέπω που αποφεύγω να μιλάω για μένα ώστε να μην με βάλουν στο ίδιο τσουβάλι οι άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να είναι σαν κι εμένα και πιθανόν έχουν αρχίσει να βαριούνται να ακούνε τους άλλους να περιαυτολογούν και να παθιάζονται με την δική τους μικρή ύπαρξη.

Είναι η τέλεια στιγμή να περάσουμε στο δεύτερο από τα δύο που με απασχολούν.


Δεν συνηθίζω τον τελευταίο καιρό να γράφω για το τι συμβαίνει στη ζωή μου όπως έκανα παλιότερα. Aυτό το καλοκαίρι έκανα κάμπιγκ και απίθανες διακοπές σε πανέμορφα μέρη (Σαμοθράκη, Γαύδο) που άλλοτε θα με ενέπνεαν για μακροσκελή κείμενα. Πήρα το πρώτο μου δίπλωμα στα Γερμανικά. Είχα τη χαρά να συμμετέχω σε ένα καταπληκτικό σεμινάριο στην Σχολή Καλών Τεχνών το οποίο, έτσι όπως βαίνουν τα πράγματα, κατα πάσα πιθανότητα θα αποτελέσει σημείο καμπής για τη ζωή μου. Γνώρισα ανθρώπους που νιώθω τυχερός που γνώρισα, είχα εμπειρίες που είμαι ευγνώμων που είχα… Είχα όμως και πολύ δουλειά για να καταφέρω να περάσω αυτά τα τρία τελευταία μαθήματα. Παρ’όλ’αυτά, τίποτα εδώ· άλλοτε θα οργίαζα.

Έχω αναφερθεί κι άλλες φορές στο ότι δύο πράγματα έχουν αλλάξει αυτή τη σχεδόν μισή δεκαετία (!) που υπάρχει το cubimension, σχετικά με το τι ποστάρω και τη σχέση μου μαζί τους: 1. Καθώς μεγαλώνω, λιγότερα πράγματα με εντυπωσιάζουν (σε βαθμό που να πιστεύω ότι αξίζει να τα μοιραστώ με ένα αόρατο κοινό), συμπεριλαμβανομένων φυσικά και αυτών που κάνω εγώ. 2. Έχω αρχίσει να βλέπω καχύποπτα την όλη κουλτούρα του να αυτοπροβάλλεσαι σε μορφή blog, facebook κτλ, που προωθεί την ιδέα ότι είσαι κάτι το ιδιαίτερο μόνο και μόνο επειδή έχεις πρόσβαση σε υπολογιστή και ξέρεις να γράφεις (υποτυπωδώς). Δεν υπάρχει η διάκριση μεταξύ αξιόλογου και ποταπού, ποιοτικού και χασίματος χρόνου, αυτών που θα έδειχνες περήφανα σε όλους και αυτών που θα έδειχνες μόνο στους πιο στενούς σου φίλους, των στιγμών που θα άξιζε να σχολιαστούν και των στιγμών που καλύτερα να μίλαγαν από μόνες τους. Είναι μέρος αυτό που προανέφερα: τα να μοιράζεσαι τα νέα σου με τόσο κόσμο ταυτόχρονα (το αναλογικό αντίστοιχο θα ήταν να βγαίνεις με ντουντούκα σαν τον γύφτο στη γειτονιά  και να φωνάζεις κάθε σου νέο. Μόνο που σε αυτή τη γειτονιά, όλοι σε ξέρουν…) ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ ενημέρωσης και ναρκισισμού, όταν οι άνθρωποι συμπεριφέρονται στον εαυτό τους λες και είναι μάρκες ή φίρμες, όπου περισσότερη προβολή, ανεξαρτήτος είδους, ακόμα και δυσφήμιση, είναι άνευ όρων θετική. Ορίστε ένα ενδιαφέρον σχετικό άρθρο, ως συνηθώς, για το facebook.

Με λίγα λόγια, αρχίζω και συνυπολογίζω τον παράγοντα «γιατί να θέλει κάποιος να διαβάσει αυτό που γράφω; Θα μάθει κάτι, θα του/της μείνει κάτι, θα κάνω κάπως τη ζωή του/της καλύτερη;» Είναι δύσκολες ερωτήσεις οι οποίες θέτουν σε αμφισβήτηση, εκτός από τον τρόπο που επιλέγουμε να εκφραζόμαστε κάθε μέρα με τους ανθρώπους γύρω μας, σε ένα πιο άμεσο επίπεδο, τους λόγους ύπαρξης αυτού του μπλογκ. Δε λέω, θέλω να μοιράζομαι πράγματα, ώραια και ενδιαφέροντα πράγματα, που βρίσκω ή που, γιατί όχι, κάνω και φτιάχνω εγώ ο ίδιος. Μου αρέσει κιόλας να γράφω πού και πού για το τι κάνω σαν να έγραφα σε δημόσιο ημερολόγιο, μου δίνει μια άρρωστα φιλάρεσκη ίσως αίσθηση ικανοποίησης να ξέρω ότι έχω ένα ημερολόγιο το οποίο οι άλλοι θα θέλουν να διαβάσουν. Έχω αποκτήσει όμως αρκετή συναίσθηση της ποταπότητας και της ματαιοδοξίας του να θέλεις ένα ευανάγνωστο ημερολόγιο, and once you see it, you can’t unsee it…

Γιατί τα γράφω όλα αυτά, τελικά; Απλά: από τη μία, ένιωσα πως το ότι πήρα πτυχίο ήταν κάτι το οποίο έπρεπε οπωσδήποτε να γράψω εδώ! Από την άλλη, η ολοένα και πιο δυνατή Ταπεινή και Διακριτική μου πλευρά φώναζε. Τα αποτελέσματα της σύγκρουσης και αυτών που εν τω μεταξύ βγήκαν στην επιφάνεια, θεώρησα πως, επιτέλους, είχαν κάποιο ενδιαφέρον.

Και μετά από αυτό το σούπερ-αυτοαναφορικό ποστίο, ας επιστρέψουμε σε αυτό που ποραγματικά έχει σημασία:

Στη Μυτιλήνη και σε ό,τι μοιραστήκαμε. Με πολλή αγάπη.

Genealogical Mandala

Translated by yours truly from the original article in Greek:
http://hallografik.ws/archive/?p=2775


How many were there of your parents? 2. Of your grandparents? 4. Of your great-grandparents? 8. Of your great-great-greandparents? 16.

How many generations until we reach 64? Only 7, going back roughly 150 years, if we assume that every birth comes 20-25 years after the last. At 10 generations back, not too long before the Greek Revolution of 1821, this number reaches 512. If we go another 10 generations back and touch the early 16th century, when the Ottoman Empire was at the peak of its power with Suleyman the Magnificent at its reins, when America had just started being conquered by the Spaniards and when Michelangelo Buonarroti was sweating under the ceiling of the Capela Sistina, the number of your great-great-great-great-great-great-great-great-great-great-great-great-great-great-great-great-great-grandparents alive at the time will have already exploded to 1,048,576. At this rate, of course, and if we take into account that we humans have existed as a species for over 100,000 years (even if we steer clearly away from counting our humanoid ancestors, and before them the Common Ancestors, and before them some obscure mammals, and before them some synapsid and his lot and the beat goes on), it doesn’t take long to reach trillions of individuals and beyond, extraordinary numbers that humanity never saw, even if we put all the homo sapiens that ever lived in its history and prehistory together! To be exact, it’s said or theorised (which doesn’t count as much if you get down to it) that all of us are descended from a small group of homo sapiens that survived the last Ice Age. The answer to this apparent mystery is that there has simply been a lot of incest around — incest that we would probably not even count as such. If my great-great-great-greatgrandfather from my mother’s side was the brother of my great-great-great-great-grandmother from my father’s side, it wouldn’t remotely count as incest, etc.

Our genealogy is as mysterious and magical as is our history: we know, we can know so little about it, that we easily fill in the rest using our imagination’s colourful palette. As we do with anything unknown and mysterious, that is to say with everything.

The matter is definitely a chaotic mess. I shall incist however on the initial number. 7 generations, 64 ancestors. It seems to me like the perfect combination of control and proximity: were it larger it would soon be out of control and any form of sense of closeness to those distant ancestors would be lost; any smaller and we would lose most of the magic and complexity lying therein. Not to mention that 7 and 64 are nice, round, culturally powerful and significant numbers that please the eye, our aesthetics, and that thing deep inside of us that complains when a frame is crooked or that makes us wait observantly for the split second in which the green and red lighthouses at the entrance of the port will synchronise their flashes of different frequency.

Let us cut to the chase. In my experience, when talking nowadays about genealogy we use two terms: trees and families.

As usual, I have my objections.

Fernando Chamarelli -- http://www.galleryad.com/art/archives/art/backroom/fernando_chamarelli_pangea/

 

The idea of using trees to describe a family when we ourselves are the trunk, as in the image above, seems strange to me. Family trees would be OK in the representational sense if we were the trunk, our roots were the ancestors and our branches and leaves were our descendants. I have never, however, seen such a tree being used for this purpose.

Next is the family, the surname. There’s something of the question “where do you come from?” nesting in their use. It took me years to understand that this question is generaly translated as “where’s your father from” and to tell you the truth, I’m not at all sure whether “from Australia!” has been the answer that all who have asked me have wanted to know, despite the almost unbearable honesty of the reply. I was born, raised, and live in Nea Smyrni, Athens, Greece, after all!

Perhaps this is happening for the same reason surnames sport certified name of origin characteristics; tell me your surname so I can tell you who, or at least where from, you are. That’s certainly half the truth — or to be exact, much, much less than half of it: only men in the genealogy share the surname, with women losing themselves in this mixture like salt in water. Many family trees even study their family’s history not based on the people but on the name, especially in older times and in noble dynasties, trying to find everyone that shares that name and are relatives or descendants, without however giving much notice to the women that joined, and still do, the family, perhaps only because of the sheer necessity of the matter. Besides, I believe it’s relevant that in much of history, definitely in Christian and Muslim history, men wanted sons so that their family as reflected through their name could endure throughout the ages.

Thus I wanted to portray the above and more in some creative and imaginative way. What I ended up with is this (as you must have noticed at the top of the article):

Why mandalas?

Mandalas are radial, symmetrical shapes, symbols of wholeness, cyclicity and at the same time of the moment, the greatness and insignificance of the now, at least in the context of the philosophy that gave birth to them, Hinduism and later Buddhism. Carl Jung was deeply inspired by them: he used to ask of his patients to draw mandalas and he later used the results as aids for his diagnoses. He believed that within the symmetry and the shapes there was a sequence to be found, a meaning to be discovered behind the use of the various drawings that they comprised. The uniqueness that emerged was, he believed, the essence of the individual him-or herself.

This clean-cut geometricity indeed has something soothing and wholesome about it; I can’t describe it any other way. Furthermore, the concepts of repetition and expansion and the one significant centre fit genealogy like a glove.

Not to mention mandalas can be stunningly beautiful.

Symbolisms

The symbolisms behind genealogy under the prism of the mandala are many and will vary depending on the person. The ones I choose, the connections I discovered that I found inspiring, are the below:

Man-woman equality

Any given great-grandmother is just as important as any given great-grandfather…

Devaluation of the surname.

Because, someone, somewhere, could have been a woman, and then I’d have a different surname, which I’d cherish as much as the one I have now…

…even if I’ve inherited my surname from that great-grandfather.

Disconnection of family history with surname history.

64 ancestors, 64 names (except if we have the cases of knowing or unknowing incest mentioned above). Only one prevails. Why?

Those 64 people your existence connected 170 years after their birth, are all equally responsible for your existence today.

Emergence of local roots and emmigration. Abolition of national false pride.

If I filled in my own mandala, one quarter of it would have lots of “Smyrni”/”Izmir” in it, which would soon dissolve in the depths of Turkey (and who knows where else… the city was the “New York of the Eastern Mediterranean” at its time, after all). Another half of it would have “Australia” writtern all over it but even that would turn into England, even Wales if my sources are correct, the further back I went. Again, who knows what else.

Who knows what 64 parts of the world I’m from?

Is one born or does one become Greek? Hm… Good question. My father got his Greek citizenship after he had lived in Greece for more than 20 years — what is he, Australian or Greek? Similarly, many 2nd generation immigrants, young and old, choose to be Greek because they were born and grew up in Greece. Their children — the 3rd generation– will probably search for the roots their grandparents abandoned by force, while they themselves will by then be indistinguishable from “normal” Greeks. This has happened countless times in Greece’s history. Before the Albanian emmigrations of the early ’90s, there had been many others, centuries ago. The same holds true for the Asia Minor Greeks who were treated like Turks when they first arrived to the shores of Attica and Macedonia but are now bragging about their “macedoniality”, even if their ancestors haven’t been living in Macedonia but for 2 or 3 generations (Google Translate is acceptable for this page), from 1922 onward. On the contrary, they might cut their emmigratory personal history short or forget it altogether as they prefer feeling descendants of Alexander than “merely” Greeks from Pontus, Asia Minor, Capadocia etc. Besides, the national sentiment must stand high and proud against the menacing FYROMites, North Macedonians or what have you… Just remember that those Macedonians might be more Macedonians than the Macedonians. Not descendants of Alexander or some other pitiful misguided conclusion, mind you, no: more Macedonians than the Macedonians because maybe their family has been living in the general region called Macedonia for centuries. Have I come across as wanting to be controversial? Mission accomplished!

Naturally, it’s not just Macedonians, Albanians, Pontians or other more recent immigrants that have decided that Greece should be their home country. Vlachs, Arvanites, North Epirotes, catholic Greeks of Syros (and other catholic islanders) and many others who were and are some of the greekest of Greeks, are now treated as minorities in the Greek state which is trying so hard to retain its purity and its Single Story. In vain of hatred, discrimination and national complexes, we all sacrifice eachother’s family tradition. We have no IDEA of our history and thus we believe the first simplistic fairytale we come across. THAT’s what national identity is about: leveling out and simplification. It’s a goat herder’s pen with the minimum common denominator of historical ignorance as its criteria. It comes as no surprise then that being historically ignorant we learn to disrescpect and even hate, again and again, generation by generation, all that is different — a deviation with which we might have common roots or even be descended from, more or less. Wise were the words of George Bernard Shaw: “Patriotism is, fundamentally, a conviction that a particular country is the best in the world because you were born in it.”

A better understanding of our individual family history can help us be a little more sceptical when dealing with simplified and kitsch national stories. It might help us see that our home town or country is of course very important when it comes to our identity but is not more than a point in time and space which is significant to us just because it is our own. In the age we are going through, let us not allow oral history, that of pain, emmigration, pain, co-existence and complexity be lost under the weight of national epics.

Never allow others to force your roots down your throat: discover them on your own.

The roots are tangled, the past is mysterious and complex.

Of course, the above isn’t at all easy to pull off. The more back we go, the more difficult –in a gemetrical progression– it becomes to keep track of everyone! Perhaps in future generations, now that we record everything, it will be easier for our great-great-great-great-great-grandchildren (if we of have any, that is, for there’s also the problems of aging population and infertility…) to find us. The cases, however, of people who are alive now and know where the ancestors of their great-grandparents were from, are few and far between. We can rarely go back more than a single century, let alone two or three. This mystery, as forbidding as it might feel, is just as worth it to embrace and accept. In the example mandalas this is clear: the 7th generation is appropriately mixed up and it becomes more obscure(?) and harder to keep track of. But that’s just the way it is.

As you set out for the Past…

Creative freedom.

I think it’s very important for us to be able to colour all aspects of life and beautify them as each one of us sees fit, for us to be free to create even with and on the simplest of things.

Mandalas don’t have too many rules and they are simple enough. I don’t believe that any special kind of artistic inclination is needed for anyone to fill in their own genealogical mandala exactly the way they like.

By far the toughest part of making our genealogy into a mandala will be to give it a soul and substance, for it to be a work as beautiful as it might be complete with meaning, a piece of cultural representation that will satisfactorily represent its own story.

I put my trust in us.

Here is a blank mandala in the circular shape of the second image. Print it out or open it on Photoshop and…

…happy creations!

Colour me, draw on me, fill me in, make me yours...

Απολαμβάνετε τον μεσημεριανό ήλιο;

Θυμηθείτε, είναι 12:02. Όσος χρόνος μας χωρίζει από την προηγούμενη πρωτοχρονιά μας χωρίζει κι απ’την επόμενη. Άλλες 8 ώρες μέχρι να βραδιάσει (μέχρι τον Οκτώβριο, περίπου).

Εκμεταλλευτείτε το φως, όσο ακόμα είναι καιρός.

Deleting and rejecting friends from Facebook

Have you ever noticed how difficult it is? First of all, there’s no longer any way to do it en masse, like a batch delete, mousedrag->shift+delete. No such thing. If you go to your friend list and start deleting your friends one by one, not only does it take some time for the page to confirm changes, the friend list is randomised every single time a friend is deleted. Even when you reject friend requests, the less polite of the two options is “Not Now”.

Not Now.

-“Wanna be friends, oh college mate I never talked to and always seemed to avoid?!”
-“Not now”.

This “not now” mentality is the same sort of that’s left my personal space brimming with useless stuff I have vowed to get rid of “someday”. Procrastination.

In a similar spirit, the randomising of friends list would be like, while sorting out your room trying to decide between the things you’d rather keep and those you should probably let go of, having everything shuffled around everywhere.

Just imagine! That little prefume you keep that reminds you of an ex ends up behind the stereo system; your wallet under some childhood photo albums; that stupid old shirt you’re holding onto just because you love the person who gifted it to you, under the bed; that battery charger you you don’t use anymore which was too expensive to throw away, too cheap and too old to sell, and you’re too bored to give away, in your underwear drawer.

What’s the matter, Facebook? Why don’t you like the idea of me cleaning up my room?