Here’s the article. I’m posting it here because it’s a spot-on write-up on the ways the industry is changing, that is slowly, imperceptibly to the unaware, but no less fundamentally. On top of that, it’s a decent rating system they’ve changed to: recommended, essential, nothing, or avoid. I like that the default is no rating at all.
Things have come a long way. I’m glad to see developments in how we look at games, criticism, journalism and game development itself, but also what new kinds of synergy and interaction have emerged between the audience, developers and reviewers.
In August 2013 I was in France. I wrote a post about it, too, and made a video quite different from the one above.
Last star to the right, and straight on ’til morning, or Dernière étoile à droite, tout droit jusqu’au matin as is its original title, is an iteration of what took place there.
I randomly appear a number of times on the film but my best contribution are the final words in it. If you don’t want to watch the rest of it (I suggest you do) and would rather just listen to my silky voice full of ums talking about our creating today the civilization of tomorrow, go to 40:43.
Somehow I was sure while watching this that it was animated by a woman. It touched something soft inside me; something soft because it is rarely ever touched.
Thanks go to Mich and Antonia for showing it to me.
Wait, what happened? Did I just restart posting links to stuff I like?
Το αγόρασα για τη μάνα μου· το διάβασα πριν προλάβει να το ανοίξει μεν, αλλά άφησα και αρκετό χρόνο στο μεταξύ για να μην φαίνεται ότι της το αγόρασα κυρίως για να το διαβάσω εγώ δε! Καλό αυτό με τους γονείς!
Ας ξεκινήσω λέγοντας ότι είχα γνωρίσει μέσω της Πολιτισμικής Τεχνολογίας τον Soloúp από κοντά πριν αρκετά χρόνια—πάνε έξι σίγουρα—στην Μυτιλήνη την οποία περιγράφει στην αρχή του βιβλίου. Ήταν για την παρουσίαση του «Είναι κανείς εγώ;». Είχα εντυπωσιαστεί από την απλότητα του, με την καλή έννοια πάντα, και από την συμπάθεια που μου ενέπνευσε, κι από τότε τον διάβαζα περιστασιακά και απολάμβανα τις εύστοχες γελοιογραφίες του με θέμα την επικαιρότητα. So, I’m biased! Πίσω στην Μυτιλήνη: έχοντας κι εγώ μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με αυτή την πόλη, έχοντας ζήσει εκεί πέντε απ’τα καλύτερα μου χρόνια, ένιωσα αμέσως τι ήθελε να πει ο ποιητής.
Γιατί κι εγώ πέρασα Απέναντι όσο ήμουν εκεί. Τρεις φορές επισκέφθηκα το Αϊβαλί όσο έμενα στην Μυτιλήνη, και μια φορά πήγα στην Τζούντα/Μοσχονήσι. Και η δική μου οικογένεια, μέρος της τουλάχιστον, διώχθηκε από τη Σμύρνη, και από εδώ που βρίσκομαι τώρα, από τη Νέα Σμύρνη, αναρωτιέμαι και μαζί με την μητέρα μου το παρελθόν των συγγενών από έναν άλλο κόσμο. Πριν 2 χρόνια ανοίξαμε για πρώτη φορά ένα γράμμα που το είχε γράψει ο θείος απλά για να καταγραφούν κάπως όσα έζησε τις ημέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η μάνα μου δεν το είχε ανοίξει ποτέ επειδή ήξερε ότι θα συγκινήθει.
Τώρα που το σκέφτομαι, όλη μου η οικογένεια, απ’όλες τις μπάντες, έχει το στοιχείο του ξεριζωμού: η αυστραλέζικη οικογένεια του πατέρα μου δεν ήταν πάντα αυστραλέζικη· ξεριζώθηκαν από διαφορετικά μέρη της Βρετανίας για να μεταναστεύσουν για τους δικούς τους λόγους στην άλλη άκρη της Γης. Ο πατέρας μου, με τη σειρά του, εγκατέλειψε τον Νέο Κόσμο για να έρθει στον Παλιό, στον πολύ Παλιό. Ο έλληνας παππούς μου ήταν από την Κλειτορία Αχαΐας, όμως στον πόλεμο το χωριό του καταστράφηκε από τους Γερμανούς (και μετά δούλευε για τη Siemens και η μάνα μου έγινε καθηγήτρια Γερμανικών… αυτό κι αν θα πει έλλειψη προκαταλήψεων!) και έπρεπε να έρθει στην Αθήνα, όπου βέβαια γνώρισε τη γιαγιά μου στη Νέα Σμύρνη. Όλη μου η πρόσφατη οικογενειακή ιστορία είναι μια διαρκής μετανάστευση, γι’αυτό το Αϊβαλί μου μίλησε βαθιά.
Και δεν είναι τι μου είπε. Είναι πώς το είπε. Με τόση ευαισθησία, σεβασμό στην ακρίβεια στην πηγή αλλά και διαφορετική ερμηνεία και παραλλαγή όπου χρειαζόταν· αρμονία· όμορφα σχέδια, με βάθος, όχι τεχνικό απαραίτητα, αλλά αλληγορικό, αυτό το intuitive αντί του sensing. Επίσης είχε, και φάνηκε πολύ, απεριόριστη αγάπη γι’αυτό το κομμάτι της ιστορίας το οποίο τόσο πολύ έχουμε ξεχάσει τόσο σύντομα, για την ιστορία της ειρηνικής συνύπαρξης που διακόπηκε από τους πολέμους και την Ανταλλαγή. Αλλά έτσι λένε, πως οι τρίτης γενιάς και μετά επιθυμούν πραγματικά να ψάξουν τις ρίζες τους μετά από τέτοια τραυματικά γεγονότα σε επίπεδο εθνών.
Υπάρχει αυτές τις μέρες, όπως φαίνεται και από την ίδια την κυκλοφορία αυτού του βιβλίου και την αναζήτηση που την ενέπνευσε, νέο ενδιαφέρον για τις ιστορίες αυτής της άλλης τόσο συγκινητικής εποχής. Ο Soloúp γράφει στο τέλος του βιβλίου ότι ήθελε να χρησιμοποιήσει το υλικό που ερεύνησε ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον στους αναγνώστες για τις πραγματικές πηγές και τα πραγματικά βιβλία που μίλησαν για ό,τι συνέβη. Για μένα πάντως το κατάφερε 100%, και γρήγορα ανακάλυψα πως η μάνα μου ήδη έχει μεγάλο μέρος της λίστας των προτεινόμενων. Σας έρχομαι!
Τέλος, πολύ σημαντικό για μένα, ήταν και η θέαση της άλλης μεριάς, πώς η Καταστροφή ήρθε και ως απάντηση σε μια σειρά ελληνικών φρικωδιών στην Μικρασιατική Εκστρατεία αλλά και πώς οι Τούρκοι βίωσαν την ανταλλαγή και τα πριν και μετά στην Κρήτη. Κι εγώ θυμάμαι αυτόν τον χάρτη της Κρήτης στο τουριστικό πρακτορείο, αν δεν κάνω λάθος, με το που βγαίνεις από το τελωνείο στο Αϊβαλί.
(ο Soloúp είναι στην Τζούντα, στα παλιά ελληνικά σπίτια, με έναν τούρκο επισκέπτη που ξέρει κρητικά γιατί η γιαγιά του ήταν από την Κρήτη πριν πάει με την Ανταλλαγή στο Τσεσμέ)
Mehmet: Ακριβώς ετουτανά τα σπίθια θανά ‘πρεπε να μας μονιταρίζουνε (ενώνουνε).
Soloúp: Ποια; Τα σπίτια κάποιων ελλήνων νοικοκυραίων που άφησαν τα κόκαλα τους στις γύρω ρεματιές και τώρα μέσα σε αυτά ζούνε τούρκοι;
Mehmet: Ναισκέ, αλλά δε ζήσανε μέσα τούρκοι που εσκλαβώσανε, αλλά τούρκοι πρόσφυγκες «μπομπαντελήδες» (απ’την Ανταλλαγή). «Γκιαουρόσποροι», όπως εβρίζανε και την εδική μου νενέ οι Γερλήδες στον Τσεσμέ. Ετουτανά τα σπίθια βαστούνε δύο ζωές. Μια ρωμαιική και μια τουρκική. Εζήσανε μέσα ντως άνθρωποι με άλλη λαλιά και πίστη. Αλλιώς ονειρευόντανε τη ζωή ντως οι ρωμιοί που τα χτίσανε, αλλιώς οι τούρκοι που τα καμπιτήρανε. Αν είχανε λαλιά τα σπίθια, δε θά ‘χανε να πούνε τόσα για ρωμιούς και τούρκους, όσο για των ανθρώπω τα βάσανα. Ο πόνος είναι ίδιος όποια γλώσσα και να μιλείς. Αν είχανε οι τοίχοι λαλιά, θά ‘χανε πολλά να πούνε για τη βαρβαράδα των ανθρώπω. Για τον κατατρεγμό. Όμως ο καθείς μας στην εδική του μπάντα, μαθαίνει πως τα βάσανα είναι μόνο εδικά του. Η βαρβαράδα πάντα των «αλλωνών». Ετόσας ο πόνος, λέει η Αϊσέ, πως θαν’ εμπορείε να μας μονιταρίσει. Το σπίτι πού ‘φηκε ο παππούς σου στον Τσεσμέ και που το δώκανε στη νενέ μου την κρητικιά.
Soloúp: Να πεις στην Αϊσέ, με τόσο πόνο στις φαμελιές μας, στο τέλος θα βρεθούμε και συγγενείς.
Mehmet: Για να το σκεφτείς… είμαστε και οι δύο εγγόνια της Λοζάνης!
Και οι δύο: Χα, χα, χα!
…
Ο καθείς αγαπά την πατρίδα του και τον τόπο των παππούδω του. Σε μας μόνο στσοι μπάσταρδους τση Λοζάνης, ετούτηνα η αγάπη είναι πιο μπερδεμένη.
Haunting music. The scene where it plays during the film does give off masterfully the otherworldliness, the raw hit to the senses that are Grenouille’s perfumes. Here it is — it’s very close to the end of the film, so spoilers, obviously.
Tom Tykwer directed the film and he was in the composing team for the OST. Talk about a man of many talents. Between this and Lola Rennt, he’s made two of the films that rank very high in my list of favourites—as well as worked on their soundtracks.
Also, here’s my review for the book. If I had to choose between the book and the movie, I’d say “who’s to say we can’t enjoy them both?” As is the case with Game of Thrones, it’s one of these cases where book and visual representation each stands on its own merits. I haven’t actually read the GoT books because they’re stupidly long, I already know the main plot and people have told me that the series follows the books closely, but I’m sure that, in a parallel universe where I had read them, I wouldn’t regret it a bit and I’d try to convince my present-universe self to take the plunge. Still, I don’t feel inclined. Does that make sense?
Thought you knew the real origin of the name Cubilone? Well, you thought wrong, because in the following video I reveal all for the first time.
Jokes aside, I prepared this video as part of the online preparation for the upcoming training in Olde Vechte in the Netherlands, the same place I did I SEE GREEN in February-March 2013 and REDUCE, REUSE, RECYCLE in November of the same year, for which I never wrote anything of note as far as I can recall, so clicking on the words will do nothing particularly significant.
Supposedly, this video is for presenting myself to the rest of the international group and what fulfills me in life. That was the mission. Do you think I managed to do it? I set off with high expectations but the impressions I’ve got from other people (apart from you Daphne and Mario!) have left me wondering. I can certainly say I had high expectations from the idea, and still do (the things I can write about Cubilonia! I could fill books with interesting things about that place) but I’m disappointed in, you know… why should I do it?
Looking for inspiration; maybe find it, proceed to let other people influence outcome too much; idea that felt awesome looks ridiculous in the space of a single hour when faced with awkward reception and blank stares. Artists shouldn’t listen to what other people think. Right? Artists and creatives don’t create for anyone but themselves. Right? Self-expression is of top importance. Right?
Ήθελα να ξεκινήσω να γράφω αυτό το ποστίο στα αγγλικά. Συνήθως αποφασίζω να γράψω στα αγγλικά γιατί έτσι δεν αποκλείω κανέναν που να μπορεί τουλάχιστον να διαβάσει στην τρέχουσα παγκόσμια γλώσσα, και γενικά μου αρέσει, αν και έχω παρατηρήσει ότι γράφω αρκετά διαφορετικά σε ύφος και τόνο όταν δεν γράφω στα αγγλικά. Τέλος πάντων, αποφάσισα σήμερα να γράψω στα ελληνικά γιατί μερικές φορές καταφέρνω να γράψω λίγο πιο συναισθηματικά έτσι και το σημερινό ποστίο έχει να κάνει με τα πάντα εκτός απ’τη λογική.
Soundtrack:
Μουσική από ένα παιχνίδι το οποίο με έκανε να αισθανθώ μοναξιά, μελαγχολία, μαγεία και ομορφιά – όχι νοσταλγία- ως ενήλικος qb. Το βάζω εδώ γιατί ήταν πολύ έντονο το συναίσθημα όταν το άκουσα τελευταία φορά με τη Δάφνη πριν 2 μέρες. Άκουγα την μουσική προσεκτικά – δεν ήταν απλά video game music που μου αρέσει σήμερα επειδή μου άρεσε πριν 10 ή15 χρόνια. Tο ότι με έκανε να θέλω να χρησιμοποιήσω ενεργά την ακοή μου για να το απολαύσω ήταν μια αποκάλυψη. Το παραθέτω εδώ ως soundtrack για το post και ένα μικρό φόρο τιμής για ένα παιχνίδι για το οποίο πολύ λίγα έχω γράψει (αν και κάποια έχω πει) σε σχέση με το πόσα νιώθω για αυτό, κι ας το έχω παίξει σχετικά λίγο. Για αυτό, για την ιστορία της δημιουργίας του, για τον περίφημο δημιουργό του και τα μεθεόρτια… Μπρρρ. Ανατριχιάζω μόνο που το σκέφτομαι.
Πριν λίγο γύρισα από περίπου 20 λεπτά περπάτημα. Βγήκα να περπατήσω γύρω στις 23:30 για να προλάβω την αλλαγή της ημέρας. Δεν ήθελα ιδιαίτερα να περπατήσω αλλά κάτι με παρακίνησε…
Σήμερα λοιπόν κλείνω 2 βδομάδες με το καινούργιο μου 3DS. Κάτι με έπιασε μετά την επιστροφή απ’την Βουλγαρία και ήθελα να παίξω καινούργια Nintendo games. Συνειδητοποίησα ότι δεν είχα παίξει πραγματικά φορητό της Nintendo από τότε που έχασα το DS Lite μαζί με όλα μου τα παιχνίδια πριν περίπου 6 χρόνια, όταν το παράτησα μέσα σε μια πορτοκαλί τσάντα ένα ωραίο πρωί στη μέση του λιμανιού της Μυτιλήνης μαζί με ένα αντίτυπο του Περί Θανάτου και ξαφνιάστηκα όταν 10 λεπτά αργότερα είχε κάνει φτερά. Από τότε περίπου, και με εξαίρεση το Skyward Sword, σταμάτησα να ακολουθώ την Nintendo και τις νέες τις δημιουργίες, και αρκετές φορές έχω πει ότι δεν νιώθω πια πως φτιάχνει παιχνίδια που απευθύνονται σε μένα. Eίχα την αίσθηση πως ξεπέρασα την Nintendo όπως μια μέρα ξεπερνάς τον παιδικό σου έρωτα που ήσασταν μαζί από το δημοτικό μέχρι το τρίτο έτος αλλά μια μέρα, ε, απλά ήθελες να δοκιμάσεις κάτι καινούργιο, και μετά δεν υπήρχε επιστροφή.
Έχοντας ακόμα αρκετά χρήματα από το πακετάκι που καθιστά δυνατό το να ζω άνεργος και με ελάχιστο εισόδημα εδώ και περίπου 2 μήνες, αποφάσισα πως θα ήταν επίσης ωραία ιδέα να αγοράσω ένα 3DS για τη Δάφνη, για να παίζουμε Pokémon μαζί, για να παίξει επιτέλους το Ocarina of Time και άλλα που ήθελε να δοκιμάσει. Ήταν ένα μικρό δώρο για την επέτειο της γνωριμίας μας (“you had sex before you kissed?”). Μπορεί η ίδια να μας πει αν το διασκεδάζει, αν και μάλλον ναι, κρίνοντας απ’τις δεκάδες ώρες που έχει ήδη ρίξει στο Pokémon X.
Αγόρασα το 3DS της Δάφνης 150€ μαζί με θήκη, το Street Fighter 4, το Pilotwings Resort και το Ocarina of Time (και το PES ’11, *μπαρφ*) από έναν πιτσιρικά 15 χρονών ο οποίος το πούλαγε γιατί ήθελε να μαζέψει λεφτά για PS4 και το Destiny. Όταν βρήκα την αγγελία απ’το Aggeliopolis και τον πήρα τηλέφωνο για να κανονίσουμε την συναλλαγή, τελικά συνεννοήθηκα με τον πατέρα του, ο οποίος α) με ρώτησε αν ήθελα την κονσόλα για το δικό μου παιδί, και β) με ρώταγε ξανά και ξανά αν θα την αγοράσω, λες και ήταν κάτι το απίστευο που ένας 25άρης μουσάτος τύπος θα ήθελε να αγοράσει ένα αντικείμενο διόλου ευκαταφρόνητης αξίας απ’τον 15χρονο γιο του. Πριν φύγω ρώτησα τον γιο αν είχε απολαύσει το OoT, και του είπα ότι μικρός ήταν απ’τα αγαπημένα μου παιχνίδια (γι’αυτό θέλω και να το παίξει η Δάφνη). Μου απάντησε ναι. Όταν άνοιξα το 3DS και το Activity Log, είδα πως είχε ρίξει λιγότερο από 10 ώρες στο OoT και πολύ περισσότερες στο Μeet the Robinsons.
Εκείνη την μέρα ήταν επίσης και το πρωτάθλημα Super Smash Bros for 3DS στο (gulp) The Mall. Πήγα με τη Δάφνη και τον Kira, ο οποίος έφερε τον Commander SP και άλλους σκληροπυρηνικούς νιντεντάκηδεςπου με κάνουν να μοιάζω με casual τελευταίας διαλογής. Όλοι συλλέκτες, βέβαια… Αναρωτιέμαι πώς και τόσοι hardcore gamers είναι και συλλέκτες; What is it about hoarding? Τελος πάντων, στο τουρνουά έφτασα στον προημιτελικό, με τον Yoshi κλασικά, not bad για κάποιον που πρώτη φορά έπιανε το παιχνίδι… Την επόμενη μέρα, βρήκα αγγελία για ένα Limited Edition 3DS XL με το ίδιο game το οποίο ξεροστάλιαζα. 180€ αντί για 240€ που έκανε κανονικά, σχεδόν καινούργιο. Όπως έμαθα, ήταν δώρο. Δεν ξέρω γιατί έφυγε από τα χέρια του αρχικού δέκτη και έφτασε στις αγγελίες του insomnia.gr, ομως είμαι σίγουρος ότι είναι μια δακρύβρεχτη ιστορία.
Πολλές ανούσιες λεπτομέρειες για κάτι που δεν έχει καμία σημασία; Κρατηθείτε: την ίδια μέρα, αγόρασα από άλλον πωλητή άλλο ένα 3DS XLγιατί το έδινε 140€ (θα ήταν 120 χωρίς τα παιχνίδια) μαζί με Animal Crossing και Pokémon X , το οποίο έδωσα στη Δάφνη. 20€ για το Pokémon και το Animal Crossing. Not bad. Τσίμπησα από κάπου αλλού (ναι, πάλι μεταχειρισμένο) το Pokémon Υ που παίζω εγώ, και μου ξέμεινε η κονσόλα η οποία χαράζει τώρα τη δική της ιστορία… Ίσως ο Skallamann, το όνομα του Mii που κάνει τις βρωμοδουλειές στο δικό μου στο Puzzle Swap και στο Quest, καταλήξει στα χέρια του Kira. Γιατί όχι;
Τέλος, αγόρασα επίσης το Kingdom Hearts Dream Drop Distance για 10€ για τη Δάφνη, και με άλλα 10€ το Fire Emblem Awakening το οποίο κράτησα εγώ. Με το Winter Promotion 2014 της Νintendo κατάφερα επίσης να κατεβάσω δωρεάν το Zelda: Link Between Worlds, το οποίο με έχει ενθουσιάσει — θυμόμουν όταν είχα δει τα πρώτα βίντεο που είχαν κυκλοφορήσει ότι σκεφτόμουν πως θα είναι βλακεία. So glad I’ve been proven wrong. Man, that’s a lot of games, isn’t it?!
Καλά όλα αυτά. Αλλά όπως προανέφερα, βγήκα και περπάτησα χωρίς να το πολυθέλω για να μαζέψω play coins, ένα εικονικό συνάλλαγμα που κερδίζεται περπατώντας, για την ακρίβεια 100 βήματα για κάθε νόμισμα με μάξιμουμ τα 10 ανα ήμερα, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αγοράσεις βασικά βλακείες: άχρηστα παζλ και καπέλα για τα Mii, και κάποια items ή hints σε μερικά παιχνίδια. Το θέμα είναι ότι με το Street Pass και το τρίτο 3DS, το οποίο υποτίθεται πως θέλω να πουλήσω, έχω εθιστεί στο να χρησιμοποιώ αυτά τα νομίσματα και να ανταλλάζω κομμάτια παζλ και να χρησιμοποιώ τα δικά μου Miis μεταξύ τους για να προχωράω στο quest, κάτι το οποίο πραγματικά δεν έχει νόημα, εκτός απ’το ότι είναι σούούούπερ εθιστικό και σε κάνει να θέλεις να ανοίγεις το 3DS συνέχεια! Έξυπνες κινήσεις Nintendo… Πώς αλλιώς θα έκανες τον κόσμο να θέλει να έχει, για οποιονδήποτε λόγο, περισσότερα από ένα 3DS;
Διαπιστώνω στον εαυτό μου ότι είμαι πολύ επιρρεπής σε πράγματα όπως το StreetPass που έχουν σταδιακή πρόοδο και κατα κάποιον τρόπο παίρνουν τη ζωή και το τι κάνεις σε meta επίπεδο και την κάνουν game — ο Μάριο έκανε μια παρόμοια παρατήρηση για μένα. Απ’τα achievements μέχρι το Μеmrise κι απ’το last.fm μέχρι αυτή τη κολλητική χαζομαρούλα με τα StreetPass και τα play coins: streaks, ημερομηνίες, δεδομένα, αυτό το πολύ περίεργο και πρωταρχικό συναίσθημα του να ολοκληρώνεις κάτι στο οποίο πατάει και το 7×7 challenge, π.χ. Γι’αυτό το HabitRPG μου άρεσε τόσο, αν και το σταμάτησα γιατί πολύ συχνά έχανα μέρες, όχι επειδή δεν είχα κάνει τα daily quests μου αλλά επειδή έμενα έξω και μακριά από τερματικό ικανοποίησης συνηθειών i.e. τον υπολογιστή μου ή κάποιο smartphone και έτσι πέθανα χωρίς λόγο ουκ ολίγες φορές. Γενικά, I don’t get it and it’s scary.
Μπαίνοντας σε αυτό τον κόσμο μετά από χρόνια, του «αγοράζω ένα κομμάτι hardware για να παίζω games», ξαναβλέπω–όχι πως το είχα ξεχάσει–πως οι gamers είμαστε ουσιαστικά και πολύ βασικά απλά καταναλωτές, και μάλιστα από τους πιο αφωσιομένους, ξεδιάντροπους καταναλωτές που υπάρχουν. Όσο πιο μεγάλος καταναλωτής, τόσο πιο gamer. Νέες πανάκριβες κυκλοφορίες, κονσόλες, προσφορές, συνεχώς το κυνήγι του καινούργιου, μια έλλειψη ικανοποίησης που πλανάται στον αέρα… Πόσοι gamers δεν είμαστε ανισόρροποι και, όπως δείχνω σε αυτό το post, ψάχνουμε στα παιχνίδια μια γλύκα για να πνίξουμε την έλλειψη κατεύθυνσης μας; Τι θα μας σώσει;
Νιώθω πολύ άδειος δημιουργικά αυτόν τον καιρό μετά την Βουλγαρία (και όσο ήμουν στην Βουλγαρία…) γι’αυτό και νομίζω ότι έχω στραφεί στο gaming περισσότερο απ’ότι συνηθίζω πια. Επιπλέον, πιστεύω ότι υπάρχει άμεση σύνδεσημεταξύ της έλλειψη έμπνευσης μου και την ξαφνική μου πόρωση με το να ψάχνω προσφορές για μεταχειρισμένα games παντού, ταυτόχρονα μην παίζοντας τα πρόσφατα αγορασμένα μου παιχνίδια στο Steam αλλά και σπρώχνοντας μακριά τον σωρό από άλλα πράγματα, δημιουργικά και μη, τα οποία θα μπορούσα να κάνω στον ελεύθερο μου χρόνο.
Ρωτώντας τον εαυτό μου τι θα ήθελα περισσότερο, ένα Wii U ή ένα ποδήλατο, η λογική μου απάντηση είναι ξεκάθαρα ποδήλατο: θέλω ένα μέσο μεταφοράς το οποίο θα με γυμνάσει, ειδικά τώρα που το τρέξιμο έχει φουντάρει, θα μου επιτρέψει τα κάνω τα μεγάλα ταξίδια με το ποδήλατο που πάντα ονειρευόμουν και θα με φέρει πιο κοντά σε αυτόν τον κόσμο ο οποίος με συναρπάζει και έχω απομακρυνθεί από τότε που άφησα την Μυτιλήνη. Η συναισθηματική μου επιλογή όμως με έχει κάνει να κοιτάζω αγγελίες για Wii Uκαι καμία για ποδήλατο, ενώ ούτε καν έχω προλάβει να παίξω τα μισά απ’τα ακριβά παιχνίδια που μόλις αγόρασα. Αυτό δηλώνει ένα πράγμα: ότι τα games είναι η εύκολη επιλογή, το χρυσωμένο χάπι που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο με κρατάει ακριβώς στο σημείο που βρίσκομαι. Το Wii U θα με κρατήσει σπίτι, το ποδήλατο θα με αφήσει να φτάσω μακριά με τη δύναμη των ποδιών μου. Και οι δύο επιλογές είναι καταναλωτικές, αλλά μόνο η μία είναι συμβόλαιο και υπόσχεση κατανάλωσης και στο μέλλον.
Ένα άλλο παράδειγμα: ήδη κάπως έχω πειστεί ότι πρέπει να αγοράσω το παραπάνω όταν βγει. Λες και δεν υπάρχουν πολύ καλύτεροι τρόποι να χρησιμοποιήσω τα χρήματα μου, ή λες και το ωραίο 3DS που έχω μόνο 2 βδομάδες πρέπει να αντικατασταθεί το συντομότερο. Έχουμε τρελαθεί… Σε παρακαλώ qb του μέλλοντος, μην ενδώσεις!
Don’t get me wrong–of course I love games: playing them, reading about them, writing about them. Αυτό όμως που συμβαίνει εδώ, κυρίως με το Steam και με τις πρόσφατες αγορές μου, είναι ότι η αγορά νέων (και μεταχειρισμένων, το ίδιο είναι για μένα) παιχνιδιών ικανοποιεί μια περίεργη, διεστραμένη ανάγκη η οποία με βαραίνει–πολύ διαφορετική απ’το ίδιο το παίξιμο. Συχνά άλλωστε λέμε με την Δάφνη, και όλοι οι παίκτες το ξέρουν αυτό, πως είναι ώρα να σταματήσουμε να αγοράζουμε παιχνίδια και να αρχίσουμε να τα παίζουμε! Έχουμε συζητήσει να κάνουμε μια συμφωνία να μην αγοράσουμε νέα παιχνίδια πριν παίξουμε τουλάχιστον κάποια απ’όσα έχουμε, αλλά είναι τόσο φοβιστική αυτή η δέσμευση που την αποφεύγουμε.
Εγώ μπορώ να κάνω την αρχή, λέγοντας πως δεσμεύομαι, εδώ και τώρα, να μην αγοράσω νέο παιχνίδι, και να μην κατεβάσω νέο game για το Wii, και να παίξω μόνο αυτά που έχω τώρα στη διάθεση μου, μέχρι το τέλος του χρόνου, και με δυνατότητα επέκτασης. Περίπου για τον ίδιο λόγο αποφάσισα να μην πάρω τη δουλειά σύνταξης για το GameWorld.gr, εκτός απ’το ότι ο ιδιοκτήτης έχει πολύ άσχημη φήμη στην πιάτσα–μα να κακοπληρώνεσαι και να μην έχεις χρόνο να παίξεις αυτά που θέλεις; Για να δούμε τι θα γίνει από αυτό. Ό,τι θέλω να παίξω στο μεταξύ θα το γράψω σε μια λίστα για αγορά στο μέλλον. Και για αυτήν την προσφορά του Wii U με το Smash το οποίο θα είναι στα 240€ για τα Χριστούγεννα για την οποία έχω ακούσει και την λιγουρεύομαι… Ε, καλύτερα να πάρω ποδήλατο αν είναι να πάρω κάτι, έτσι δεν είναι;
Maria, my former Danish colleague in Sofia City Library and fellow EVSer/roomie, suggested I give this one a shot after she had given me The Tale of Despereaux to read. With that book, we both agreed that it was horrible. We were in agreement about Where the Mountain Meets the Moon, too; with the only difference that this one was actually good. Very good.
Here’s a beautifully illustrated children’s fairy tale inspired by Chinese legends and folk stories. It’s been a few months since I read it now so I don’t remember very well–I’m finally writing this review since I’m currently right here in Denmark visiting Maria and so was inspired to stop postponing it. What I do remember is that the stories themselves are excellent, well-written and with messages I would like my children to come away with, were they ever to read this book (and, first things first, come into existence).
Maybe I’m rating it so highly because after reading Despereaux I was… ahem, desperate for a good book and a good story. I couldn’t have hoped for a greater contrast between Despereaux and this, which only fueled my flaming dislike for the former. This is what children’s books should be like: inspiring multicultural folktale curiosity, well-illustrated, well-meaning, well-everything. I have only praise for this exquisite book. Bravo, Grace, and thank you. Excellent cover too.