Review: Το άρωμα

Το άρωμα  Το άρωμα by Patrick Süskind

My rating: 4 of 5 stars

I found my copy of The Perfume (Το Άρωμα in greek, I read it in its greek translation, the 1987 edition) in a used bookstore and got it for only €4. It was some of my best spent money of the holidays!

Jean-Baptiste Grenouille is one of the fantasy characters sitting most cozily in what we’d call a moral grey zone. He’s barely human, really, his traits strange indeed, bringing to mind an extreme, sick but interesting result coming right out of an RPG’s character creation menu. His complete lack of charisma is balanced-off (or perhaps, induced) by his survival skills and, most notably, his LEGENDARY sense of smell. This isn’t your ordinary person that can connect memories with scents. Grenouille’s smelling capabilities are so exquisite, his other senses almost reach the point of atrophy.

Throw this character smack bang in the middle of 18th century France, with all its perfumes and the art and science of their creation, flowers, stink, human waste, the almost complete lack of bathing, aristocracy, Enlightenment and pseudo-enlightenment (not claiming I can tell the two apart) rural landscapes, and you’ve got yourself this great book.

I did lose myself in some of the scents described in The Perfume, marveling at the sheer power of the most underused and underestimated of the Five Senses, the one whose true strength seldom ever enters the realm of true human consciousness, instead pulling the metal strings from below, connecting with parts of our brain that have evolved little since the time our reptilian ancestors ruled the Earth. I can relate to a certain scent bringing back powerful memories, but for Grenouille, the scent was the purpose. He isolated it from any and all connotations: that was the only way he could see, excuse me, smell the world, everything else was secondary or irrelevant. It is really hard to describe how striking the smell of a tannery or of Paris’s cesspools (if they even existed) must have been, or, one the other end of the spectrum, what the girls’ perfume or the many different precise recipes as perceived by him might have been. But that’s the good thing about books, that’s where they win over other media. Merely imagining the scents, the odours, the stench, the perfumes, comparing it with one’s own (de facto and comparitively little) experience is enough to set the scene.

The historical background, even if not entirely accurate, is a very pleasant and convincing addition. I really had the chance to imagine a pretty clear picture of life in a small town in 1760s France, and even better, what an effect on this community a man with powers such as Grenouille would have. What I also felt was a prominent theme was of how little importance human life was at the time. Many, many characters just die, almost as an easy way for the writer to not have to mention them again.

That said, the book’s chief focus is (perhaps somewhat disappointingly) not the social effects of the protagonist’s power, even if that scope would have been awesome indeed. No, we, the readers, have a good look at Grenouille’s life and how it must have been for him instead. The look at the one-sidedness of his existence is quite uncanny at times. At the very end, we do not see the full extent of what an influence Grenouille could have on the entire world, which is something I would have liked to read about, how far his gift, malice and unique way of seeing the world could have taken him. But the ending is satisfyingly shocking and apt. No complaints!

I finished The Perfume in just two days. It’s a smell, I mean, small book so you can do much worse than giving it a whiff. It far, far from stinks! Yes, and now there are hints of cheese wafting around. Mmm, cheese…

View all my reviews

Automatically posted from my Goodreads profile. This is just a test for Goodreads-Wordpress connectivity. Doesn’t look bad, does it? 🙂

Corkboard v1.1 — Happy New Year!

Είμαι κρεβατωμένος και άρρωστος στην Αίγινα. Θυμήθηκα ότι δεν είχα γράψει για τις αλλαγές που είχα κάνει στον φελοπίνακα — τι φλασιές μου ‘ρχονται χρονιάρες μέρες… Ελπίζω να κάνω σύντομα και ένα εορταστικό Πρωτοχρονιάτικο ποστ, πάντως για τώρα:

<arbitrary_wishful_recollective_1-1_post>

Μας εύχομαι όλους μια καλή, εποικοδομητική, συνειδητοποιητική, υγιής χρονιά, γεμάτη με αυτά που έκαναν, για μένα και για πολλούς, το 2010 τόσο ιδιαίτερο, και με ακόμα περισσότερα, πιο έντονα, πιο καθοριστικά, πιο υπερβατικά. Μακαρί η αλλαγή να έρθει στον κόσμο. Το νιώθω, κάπως, το νιώθω ότι αυτή την χρονιά θα γίνουν πολλά τα οποία ποτέ δεν θα περιμέναμε, και δεν εννοώ απαραίτητα καλά. Για την ακριβεία, μάλλον μιλάω για κακά πράγματα τα οποία μάλλον θα μας βρουν απροετοίμαστους. Πώς όμως θα φτάσουμε στην συνειδητοποίηση, στην μάχη για κάποιες ιδέες τέλος πάντων, χωρίς να φάμε τα σκατά; Για να δούμε. Γκουχ-γκουχ.

</arbitrary_wishful_recollective_1-1_post>
Έλεγα για το corkboard! Αν δεν το έχετε κάνει, ρίξτε μια ματιά και προσπαθήστε να εντοπίσετε τις (λίγες) διαφορές/προσθήκες! Λειτουργικά, διόρθωσα μερικά προβλήματα επικάλυψης κουμπιών και πρόσθεσα και ένα mute/unmute button (ναι, Alhaz, άκουσα τα παράπονα σου περί εκνευριστικών τζιτζικιών…

όσο κι αν εγώ θα μπορούσα να τα ακούω συνέχεια… φαντάσου, κάποτε τα μισούσα…)

Άντε, ορμίξτε στα περισευούμενα μελομακάρονα όσο υπάρχει χρόνος!

Δημοσιεύεσεις στην ΑΙΓΑΙΟ.edu!

Τελικά η ΑΕΙΚΙΝΗΣΗ άρεσε. Όχι τόσο σε φοιτητές (ή τουλάχιστον δεν τους έκανε και πολύ εντύπωση): άρεσε πολύ περισσότερο σε ανθρώπους που γνωρίζουν το Πανεπιστήμιο Αιγαίου χρόνια ώστε να μπορούν να εκτιμήσουν ακόμα περισσότερο από εμένα ή άλλους όσα αντιπροσωπεύει, συμβολίζει, υπονοεί ή όσα θα μπορούσε να συμβολίζει ή να υπονοεί… Σαφώς θα ήθελα το Πανεπιστήμιο να ήταν όσο καλό όσο μπορεί να φαίνεται στην Αεικίνηση, όμως γι’αυτό  δουλεύουμε όλοι μας, και για αυτό θα αγωνιστούμε τώρα που έρχονται τα δύσκολα…

Στο καινούργιο τεύχος του ΑΙΓΑΙΟ.edu, έχουν χρησιμοποιήσει για πρωτοσέλιδο μια φωτογραφία μου και την λέξη Αεικίνηση… συνδέοντας το βίντεο με ροή του Πανεπιστημίου στην κοιλάδα του χρόνου, στα στενά από τα οποία περνάει τώρα και η ροή γίνεται γρήγορη, αφρώδης… φτάνουμε σε καταρράχτη ή απλά έγινε η κοιλάδα πιο στενή; Ποια είναι η δική μας θέση, είναι το εύλογο ερώτημα. Έχουμε έρθει για rafting ή μήπως δεν ξέρουμε καν κολύμπι;

Η ίδια σύνδεση με την ρευστότητα των πραγμάτων, με την θετική τους έννοια — ίσως με αυτήν της ευπλαστης προσαρμοστικότητας — με οδήγησε πριν μερικούς μήνες στην όρεξη να φτιάξω το βιντεάκι που με έκανε διάσημο για λίγο, πρωτοσέλιδο, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, αν είχαμε την διάθεση να επιδείξουμε την παρατηρητικότητα μας.

Σχετικά με την σύνδεση των Α.Ε.Ι με την ΑΕΙκίνηση, δεν μπορώ παρά να δανειστώ τα λόγια του υπέροχου Banksy:

“I’d been painting rats for three years before someone said ‘that’s clever it’s an
anagram of art’ and I had to pretend I’d known that all along.”

That’s all I have to say, pretty much. Τα υπόλοιπα τα λέει το φαρδύ χαμόγελο που είναι ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου. Επίσης, μην χάσετε, από το παραπάνω λινκ στην εφημερίδα, το άρθρο στην σελίδα 11. Μπορεί να σας θυμήσει κάτι, όμως το κολλάζ είναι πολύ κουλ οφείλω να ομολογήσω. Ένα ευχαριστώ σε όποιον το σχεδίασε, είναι όμορφο.

 {:3

Detachment, Part One

Η αγγελία μου για τα παλιά παιχνίδια του GameCube μου. Η ώρα έφτασε: άλλο ένα βήμα στην θυσία του παρελθόντος για το παρόν, στο κόψιμο των δεσμών με τις αναμνήσεις για να παραμείνουν αναμνήσεις και να μην γίνουν φαντάσματα… Άλλο ένα βήμα προς την ελευθερία. Δύο χρόνια πριν είχα γράψει το Σκέψεις Νοσταλγίας. Το σημερινό έρχεται ως ενδιαφέρουσα πνευματική συνέχεια στο ό,τι είχα γράψει τότε. Το ότι έχω αρχίσει να πουλάω ή να χαρίζω ό,τι αντιλαμβάνομαι πως δεν θέλω πραγματικά παρά είναι ένας «πεμπτουσιωτής» μου, ένα κομμάτι του παρελθόντος το οποίο κρατάω μόνο και μόνο επειδή πονάει να το αποχωριστώ όμως ούτε τελεί πρακτικά τον ρόλο του, πιστεύω πως είναι θετικό σημάδι για μένα. Σημαίνει, ίσως, πως προσανατολίζομαι προς το τώρα και όχι προς το χτες ή το προχτές, όπως φοβάμαι για τον εαυτού μου συχνά… Και τι είναι πιο σημαντικό, αλήθεια; Ένα ταξίδι σε καινούργια μέρη ή για να επισκεφτείς φίλους, ή το να κρατάς παιχνίδια τα οποία πια δεν παίζεις; Για μένα πλέον το πρώτο. Και είναι αλήθεια πως αν θέλω να ξαναπαίξω κάτι από αυτά, πάντα θα μπορώ να τα βρω κάπως, κάπου… Κάτι μου λέει πως δεν θα μπω σε αυτή την διαδικασία πάντως…

Ήδη, ενώ γράφω αυτές τις γραμμές, έχω βγάλει περίπου €120 αποχωρίζοντας τα Pikmin 2, Viewtiful Joe, Metroid Prime 2 και σύντομα τα Paper Mario, Super Smash Bros Melee, Soul Calibur 2 και Donkey Kong: Jungle Beat

Το GameCube μου το αγόρασα (το απέκτησα μάλλον, γιατί προφανώς δεν το αγόρασα εγώ!) το Πάσχα του 2002, όταν θυμάμαι πως είχε βγει στην Ελλάδα μια βδομάδα πριν από το υπόλοιπο της Ευρώπης — όμως με μόνο 3 launch games… Θυμάμαι έψαχνα απεγνωσμένα το Rogue Leader, ως γνήσιως Star Wars fan, και το βρήκα 2 μήνες μετά, όταν είχε κυκλοφορήσει και το Super Smash Bros. Melee, το οποίο έβλεπα για μήνες στα περιοδικά και στο ίντερνετ… Τότε, οι κονσόλες έκαναν μήνες να βγουν στην Ευρώπη μετά την Αμερικάνικη κυκλοφορία τους, μισούσαμε όλους όσους μπορούσαν να παίξουν SSBM τόσο καιρό πριν από εμάς… Και τότε το ίντερνετ ήταν 64k ISDN στην καλύτερη, τι βίντεο να δεις; Έβλεπες τις “hi-res” φωτογραφίες στο internet cafe της γειτονιάς και σου έτρεχαν τα σάλια… Θυμάμαι ονειρευόμουν ότι θα κυκλοφορούσε ένα παιχνίδι Pokemon για το GameCube όπως για το Game Boy, ολοκληρωμένο RPG… Ποτέ δεν βγήκε, ακόμα και σήμερα, σχεδόν 10 χρόνια μετά.
Μετά, θυμάμαι όταν βγήκε το Metroid Prime, και με είχε ενθουσιάσει τόσο πολύ που το είχα παραγγείλει από το τότε Lik-Sang μαζί με ένα Freeloader… Ίσως το καλύτερο παιχνίδι για το GameCube συνολικά. Δεν πέρασαν τρεις μήνες και παρήγγειλα και το Wind Waker: είχε σχεδόν τρία χρόνια να βγει Zelda και είχα πάθει παράκρουση με την συνέχεια σε ένα από τα αγαπημένα μου παιχνίδια ever: το Ocarina of Time. Είχα προσπαθήσει πάρα πολύ να καταφέρω να αποκτήσω και το bonus disc που έδιναν τότε με προπαραγγελίες του Wind Waker: δεν είναι άλλο από το Ocarina of Time + Master Quest…
Όταν βγήκε το GameCube, ήμουν 13 χρονών, σε ξέφρενη Nintendίτιδα η οποία κράτησε χρόνια ακόμα (και ακόμα την έχω υποβόσκουσα). Συντρόφεψε εμένα και τους φίλους μου στο Γυμνάσιο, Λύκειο και τα πρώτα χρόνια του Πανεπιστημίου, στην Μυτιλήνη… Έρχεται όμως η σκληρή στιγμή που πρέπει να πεις αντίο στο υλικό κτέρισμα των αναμνήσεων, και να τις κρατήσεις πολύτιμες μέσα σου. Έχω να παίξω αυτά τα παιχνίδια χρόνια, και δεν με βλέπω να θέλω να το κάνω σύντομα — όποτε προσπαθώ, απλά η ανάμνηση καταρρέει. Το GameCube, αν και ήμουν πάρα πολύ ενθουσιασμένος πριν βγει (και αφού βγήκε, φυσικά προσπαθούσα να πείσω όλους μου τους φίλους ότι ήταν καλύτερο από το PlayStation 2 — μάταια, φυσικά) δεν μου έφτιαξε τις αναμνήσεις, δεν με καθόρισε όπως το SNES και το N64 τα οποία ποτέ δεν νομίζω ότι θα θέλω να (ξανά)αποχωριστώ: ήταν απλά μια ενασχόληση, με λίγα παιχνίδια να με στιγμάτισαν έστω και λίγο, και ακόμα λιγότερα είχα τερματίσει. Ίσως γιατί εκείνη την εποχή απέκτησα και PC και μπήκα και σε εκείνον τον χώρο του gaming.
Γι’αυτό, επειδή τα λεφτά είναι λίγα και οι ανάγκες της (φοιτητικής και όχι μόνο) ζωής υπερβολικά πολλές, δίνω την ευκαιρία σε όποιον άλλον θέλει να αποκτήσει τα παιχνίδια μου… Είναι όλα σε απόλυτα λειτουργική κατάσταση, στα κουτιά και με τα βιβλιαράκια — όπως αρμόζει σε οποιοδήποτε παιχνίδι για κονσόλα Nintendo, από έναν παλιό φίλο της Nintendo. Βέβαια, εφ’όσον πρόκειται για συλλογή με παιχνίδια τα οποία έπαιζα — και δάνειζα, φυσικά — δεν είναι όλα στην τέλεια κοσμητική κατάσταση, μερικά κουτιά έχουν φθαρεί, μερικές ζελατίνες έχουν εσοχές κτλ όμως δεν είναι πολλά αυτά. Στις περισσότερες περιπτώσεις θα έλεγα ότι, παρ’ότι μεταχειρισμένα, είναι σε αξιοπρεπή κατάσταση. Έχω δει πολύ χειρότερα…

http://www.ninty.gr/showthread.php?t=5748

Η συλλογή μου. Παρακαλώ να λείπουν τα σχόλια για τα ροζ σεντόνια.


Γαστροπαιχτική Λέσχη

Τους τελευταίους μήνες, οι σχέσεις μου με την λέσχη δεν πάνε καλά.

Όχι πως ήμασταν ποτέ φίλοι. Κάποτε, μάλλον από τον Μάιο του ’09, όταν άνοιξε η κάτω λέσχη στο Ευ Ζην (αλλά και λίγο πριν, όταν το λεωφορειάκι μας έπαιρνε έξω από τον Βερόπουλο και μας πήγαινε στον Λόφο για να φάμε μεσημεριανό…), η σχέση μου με την λέσχη ήταν αντίστοιχη με αυτή που έχω με πολλούς συμφοιτητές μου: τους βλέπω κάθε μέρα, ποτέ δεν τους μίλησα πάρα πολύ και ποτέ ίσως δεν υπήρξε μια πραγματική αμοιβαία συμπάθεια. Όμως ακριβώς εξ αιτίας την καθημερινή τριβής, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο, αυτή η επαφή έχει εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο από συνήθεια  και γνωριμία αλλά κάτι λιγότερο από φιλία… μια περίεργη κατανόηση η οποία σε κάνει να γνέφεις ή να λες «Γειά!», ακόμα και αν δεν είσαι καν σίγουρος ότι θυμάσαι το όνομα του άλλου.

Έτσι και με την κάτω λέσχη. Mε παρέες κατα καιρούς διαφορετικές, σχεδόν καθημερινή βίζιτα (συνήθως μεσημέρι και βράδυ) και συχνά αρμένικη: μέναμε τελευταία παρέα στην λέσχη, οι κυρίες της λέσχης καθάριζαν κι εμείς μπορεί να μην είχαμε καν επιστρέψει τους δίσκους μας και να φτιάχναμε εικαστικά αριστουργήματα με το βραδινό μας. Το φαγητό και η ποιότητα του έχει υπάρξει αγαπημένο θέμα συζήτησης, μαζί με διάφορους καυγάδες, φιλοσοφικές κουβέντες, ατέλειωτες αντιπαραθέσεις για games, ιδεολογικές διαμάχες σχετικά με την –πάντα επιλεκτική!– αποχή μερικών μας από το κρέας. Ποτέ δεν ξέραμε ούτε μας απασχόλησε ιδιαίτερα τι ακριβώς ήταν αυτό που κατέληγε στις μαύρες τρύπες μας.

Ευτυχώς από ποικιλία η λέσχη ποτέ δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από πουθενά, κι έτσι πάντα είχαμε κάτι να συζητήσουμε! Ψάρι με γεύση κοτόπουλο: κοτοπουλόψαρο! Μπριάμ μόνο με πατάτες και ένα κομμάτι μελιτζάνα κι άλλο ένα αντίστοιχο κολοκυθάκι (στην καλύτερη) ή πατάτες με λαχανικά — τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα το μενού είχε πατάτες ψητές με πουρέ και σάλτσα γεώμηλου — μακαρόνια με σάλτσα τόνου (καρμπονάρα βασικά με τόνο αντί για μπέικον :κ) , ή πορτοκάλια χωρίς γεύση και μόνιμα λασπωμένο, κακά πλυμμένο μαρούλι. Όσο για τα επιδόρπια, το πράγμα είναι πολύ απλό: Δεν ήταν κρεμ καραμελέ, μήτε ήταν ζελέου: ήταν μονάχα μι’ αλοιφή, μ’άρωμα πετρελαίου… Ή ψαρίλας. Το έχουν τα ειδικά τους ψυγεία, βέβαια! Μεταθέτουν τις μυρωδιές από το ένα φαγητό στο άλλο: πηγαίνει από το κοτόπουλο στο ψάρι και από το ψάρι στο ζελέ και από το ζελέ στο… ω ελάτε τώρα αφού ξέρετε ότι το ζελέ δεν μυρίζει (εννοούμε τα κανονικά ζελέ και όχι της λέσχης)! Ή το περίφημο ρύζι «αμβροσία» το οποίο, πριν μάθουμε ότι ήταν ονομασμένο όπως και το catering το οποίο έχει αναλάβει την λέσχη και ήταν η υποτιθέμενη specialité του, το βλέπαμε ως απόδειξη ότι, εκτός των άλλων, οι υπεύθυνοι της λέσχης είχαν και μια κάποια άρρωστη αίσθηση του χιούμορ. Αντί για νέκταρ, το μόνο που είχαμε ήταν μια βρύση. Για νερό. Τώρα που το σκέφτομαι, τι ωραία που θα ήταν αν αντί για νερό αυτή η βρύση ανάβλυζε μπύρα… Ποιος το χέζει το νέκταρ…

Και φυσικά, ο τρόπος που έχει η λέσχη να παίζει με το στομάχι σου! Μπορεί να έτρωγες τρία πιάτα, θα τίγκαρες, όμως μετά από 3 ώρες θα είχες λιγούρες, και μετά από 5 θα πείναγες ξανά! Λες και όλα αυτά που έφαγες ήταν στην πραγματικότητα αφρός μεταμφιεσμένος σε μπριζόλα, αρακά, μακαρόνια, ο οποίος όμως αφρός σε πάχαινε αν έτρωγες περισσότερο. Ναι, εγώ τουλάχιστον είχα πάρει κιλά όταν έτρωγα στην λέσχη περισσότερο από μια μερίδα. Δεν ξέρω τελικά, ίσως και να ήταν αφρός από την πολύλή σόδα! Πολλά φαγητά είχαν, σύμφωνα με μαρτυρίες (εγώ ποτέ δεν την κατάλαβα), ακόμα και γεύση σόδας, αλλά εκτός από το ότι ποτέ δεν θα μάθουμε αυτό το μυστικό, κανένα φοιτητικό εστιατορίο στον κόσμο δεν βγάζει την ουρά του απ’έξω από το θέμα της χρήσης της.

H λέσχη πάντα μας καλούσε να λιώνουμε με τις ώρες άφοβα. Μμμ, νόστιμο!

Τελικά όμως, παρά τα όσα λέγαμε, όλα έβαιναν καλώς. Μπορεί η λέσχη μας να μην ήταν όσο καλή όσο αυτή της Ρόδου, των Ιωαννίνων, που ήταν ολόκληρο εργοτάξιο, ή της Κέρκυρας (τι σαλάτες. Ω: τι σαλάτες! {:ε *όνειρα χορτοφαγικά*), όμως όλοι έχουν πει πως είναι καλύτερη από τις αντίστοιχες της Αθήνας ή της Θεσσαλονικής. Και φυσικά, ανέκαθεν ήταν το καθημερινό hot spot. Ποιο Mουσικό, Lazy και μαλακίες! Πήγαινες λέσχη και αμέσως γέμιζε ο μετρητής του social! Καθόμασταν και σε προνομιακές θέσεις για να τσεκάραμε ευκολότερα ποιος ερχόταν. Και στην τελική, το ψωμί δεν ήταν άσχημο (όταν ήταν φρέσκο).

Όλα αυτά αλλάξανε τον Σεπτέμβριο. Πηγαίνουμε την πρώτη μέρα που άνοιξε η λέσχη, παίζει να ήμασταν και οι πρώτοι, σίγουρα ήμασταν και οι πρώτοι που μάθαμε τα υπέροχα μαντάτα. «Η κάτω λέσχη θα κλείσει και όλα θα πάνε πάνω!», μας είχε πει μια από τις κυρίες που μας σέρβιραν. Οι οποίες, παρένθεση, ακούνε τα παράπονα αλλά δεν φταίνε και σε τίποτα, την δουλειά τους κάνουν… Δεν νομίζω να θέλουν να μας προσφέρουν το φαγητό που μας προσφέρουν. Παίζουν και λίγο τον ρόλο του προστατευτικού κυγκλιδώματος, κάτι σαν τους μπάτσους, σε αυτές πάνε όλα τα αρνητικά σχόλια και όχι σε αυτούς που κάνουν τα κουμάντα. Τέλος πάντων. Ναι, πρώτα από τις κυρίες της λέσχης το μάθαμε. Ήταν η αρχή του τέλους.

Δεν πήρε περισσότερο από μερικές εβδομάδες για να γίνουν τα παραπάνω πραγματικότητα. Και τι προειδοποίηση. Όλοι πήγαμε στον λόφο, η κάτω λέσχη έκλεισε  άδοξα γιατί υποτίθεται ότι δεν θα ήταν απαραίτητη εφόσον όλοι οι φοιτητές θα ήταν στον λόφο. Η ποικιλία μειώθηκε: από δύο επιλογές, που και πάλι μερικές φορές δεν υπήρχαν ουσιαστικά στην κάτω λέσχη γιατί το φαγητό ερχόταν από την λέσχη του λόφου, μειώθηκε σε μια επιλογή για κάθε γεύμα. Οι τουλάχιστον δύο μερίδες που δικαιούμασταν, μειώθηκαν σε μία (!), το πρωινό είναι παρελθόν (μικρό το κακό εδώ που τα λέμε) και οι ώρες άλλαξαν ώστε να είναι, ω τόσο μα τόσο βολικά, ακριβώς πάνω στις ώρες των μεσημεριανών και βραδινών μαθημάτων. Ευχαριστούμε τόσο πολύ, κύριοι που φροντίζετε πάντα πριν από μας για μας. 🙂 Είναι αλήθεια, τα λεφτά που παίρνει το Πανεπιστήμιο Αιγαίου από το κράτος μειώθηκαν κατα 30% φέτος. Όμως φαίνεται πως η λέσχη πρέπει να τους έτρωγε πολλά (pun intended) αφού οι ίδιες αλλαγές έχουν γίνει και η ίδια κατάσταση φαίνεται να επικρατεί και στην Χίο, όπως με πληροφόρησε ο Φάνης. Η φοιτητική μέριμνα γενικά χτυπήθηκε πολύ σκληρότερα με τις περικοπές απ’ότι άλλοι τομείς χρηματοδότησης, η σίτιση μαζί με τις εστίες αλλά και πολλά περισσότερα.  Μετά από όλα αυτά, η λέσχη δεν ήταν πια αυτή που ήξερα: από συμπαθητικός γνωστός είχε μετατραπεί στην συμφοιτήτρια την οποία όχι μόνο δεν χωνεύω, βρωμάει σαπίλα από πάνω ως κάτω, μου έχει παίξει μαλακία και ΕΙΜΑΙ αναγκασμένος να την έχω και στην ομάδα μου…

Αυτές οι αλλαγές με χτύπησαν περισσότερο πριν λίγες μέρες. Ήταν Τετάρτη, μέρα που δεν έχω μάθημα όμως είναι παραδοσιακά μέρα λαδερών (η καλύτερη μου: όλο κρέας, κρέας, κρέας το βαρέθηκα, φέρτε μου ένα φασολάκι που τ’ορέχτηκα!) είχα βέβαια να κολλήσω και αφίσες για την Κινηματογραφική Συμμορία. Ο καιρός ήταν απαίσιος: μια λεπτή συννεφιά που έδινε μια ξεπλυμένη άρρωστη απόχρωση στα πάντα, μια ζέστη (ΤΙ ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΤΕΛΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΘΑ ΚΑΝΩ ΧΑΡΑΚΙΡΙ), μια άπνοια, η ατμόσφαιρα ήταν κολλώδης… Εν ολίγοις, ο ιδανικότερος καιρός για να αφήσεις την φωτογραφική σου μηχανή σπίτι. Η διάθεση μου κοινώς ακαταμάχητη, είχα πάει και μόνος. Φτάνω στην λέσχη, βλέπω τρία τεράστια ταψιά τίγκα στους γίγαντες… Και μόνο γίγαντες.

Fun fact about cubi: Πρέπει να έχω κάποιου είδους δυσανεξία στα φασολοειδή (γίγαντες, φασολάδα, μαυρομάτικα, ακόμα και αυτά τα κόκκινα που πάντα μου θυμίζουν το Salad Bar των Goody’s) γιατί ακόμα κι αν φάω μικρή ποσότητα το στομάχι μου κυρήσει εμφύλιο πυρηνικό πόλεμο, με βόμβες να σκάνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα και ο όλος αρμαγεδώννας να κρατάει και την επόμενη μέρα. Οπότε όχι, δεν είναι μόνο πόλεμος… αερίων!

Με είδε η κυρία που σέρβιρε να είμαι {:ε, της εξήγησα: «Έχω δυσανεξία στα φασόλια…». Μου απάντησε: «ΟΚ, θα σου βάλω δυο πιάτα ρεβυθόσουπα.» Wow, thanks, I guess, αν και τα ρεβύθια αυτά καθαυτά απάρτιζαν λιγότερο από το 1/10 της συνολικής μάζας αυτής της σούπας. Καθώς υπέγραφα και έπαιρνα τον δίσκο μου, με ρώτησε: «Τι κάνει το κορίτσι που μας έλεγε και κανένα γειά;» Αυτή η φράση μου θύμισε πολλά απ’όσα περιγράφω παραπάνω, ίσως και να μου έδωσε την όρεξη να γράψω όλο αυτό. Όσο πιο ειλικρινά μπορούσα της απάντησα «δεν ξέρω» κι έκατσα σκεφτικός να φάω το νερό μου με λίγα ρεβύθια μέσα. Αλήθεια, πόσοι να τις χαιρετάνε; Γιατί όχι περισσότεροι; Γιατί όχι έγω; Λες και φταίνε αυτές για την πολιτική της λέσχης, λες και φταίνε οι μπάτσοι για τις αποφάσεις των γουρουνιών… Τώρα αν αντίστοιχα οι κυρίες της λέσχης προστατεύουν την λέσχη από τα εξαγριωμένα πλήθη των φοιτητών, θα έλεγα ότι οι συγκρίσεις σταματάνε κάπου εδώ.

Ο Αργύρης και η «παραπονιάρα» κυρία στην πάνω λέσχη. Frame από Αεικίνηση. 😛

Την επόμενη μέρα, πήγα και είχε λαζάνια με κιμά. Μόνο λαζάνια με κιμά:  τα τρία ταψιά γεμάτα με το ίδιο φαγητό μου έδωσαν περισσότερο την αίσθηση συσσιτίου παρά εστιατορίου. Kαι ήταν η μέρα που έχω μάθημα όλη μερα στον λόφο. Έκανα την καρδιά μου πέτρα, προσπάθησα να απομακρύνω τον κιμά από ανάμεσα τις φέτες ζυμαρικού μου για να μην πεινάσω τελικά… Τα σχόλια γύρω μου όχι και πολύ καλά για τον κιμά που ήθελα-δεν ήθελα δοκίμασα, μικρό το κακό σκεφτόμουν… Μια απίστευτη καούρα με ακολούθησε για το υπόλοιπο της ημέρας.

Έχουν γίνει μερικές δράσεις ως αντίσταση σε αυτές τις αλλαγές. Θυμάμαι όταν μπήκαμε με παιδιά κυρίως από το Μπίνειο αλλά και τον Μητσάκο, την Ήρα και άλλους και είπαμε πως θα σερβίρουμε εμείς το φαγητό, μόνο και μόνο για να μείνει η λέσχη ανοιχτή μέχρι τις 15:30, αντί για τις 15:00. Τελικά αυτό απέτυχε γιατί οι υπάλληλοι της λέσχης δεν μας άφησαν να μπούμε πίσω από τον πάγκο — δεν ήταν ότι ήθελαν να φύγουν και δεν τις αφήναμε, μάλιστα μένουν μέχρι αργά ούτως ή άλλως (…) — απλώς «απαγορευόταν από το υγειονομικό». Ειρωνικό θα έλεγα. Και ας έλεγε ο υπεύθηνος ό,τι ήθελε για το ότι τα υλικά και το φαγητό έχει περάσει όλους τους ελέγχους: who watches the watchmen, I ask? Ποια είναι τα κριτήρια ποιότητας τους όταν το μαρούλι παίζει να είναι και άπλυτο; Και τα κάτουρα μας είναι αποστειρωμένα, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι καλή ιδέα να τα πίνουμε! Πάντως η λέσχη έμεινε ανοιχτή λίγο παραπάνω εκείνη την μέρα…

Επίσης έχει στηθεί τις τελευταίες εβδομάδες ένας πάγκος έξω από την λέσχη που έχει χειροποίητες πίτες, κέικ κτλ, φτηνό καφέ και πολύ καλό φρέσκο χυμό πορτοκαλί. Βάζουν και γύρη μέσα για να είναι «πιο δυναμωτικός»! Εγώ δεν μπορώ παρά να τους βγάλω το καπέλο, να τιμάω τα καλούδια τους και να βλέπω ένα τόσο χειροπιαστό και καλό μέτρο σύγκρισης με την κερδοσκοπία που λέγεται λέσχη.

Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι: οι μερίδες έχουν διπλασιαστεί, και δεν πεινάς μετά από 3 ώρες. Και όπως αναφέραμε πολλές φορές στις αιώνιες συζητήσεις μας στην λέσχη: είναι τσάμπα! Όμως που τελειώνει το τσάμπα, που αρχίζει το επικίνδυνο; Όταν κάτι είναι τσάμπα, πώς αντιδράς όταν η ποιότητα του πέφτει; Γιατι δεν μπορείς να πεις «η ποιότητα θα έπρεπε να είναι καλύτερη γιατί την πληρώνω!». Και έτσι μπορούν να μας δίνουν ότι τελευταίο υπάρχει, ό,τι χειρότερο σε ποιότητα χωρίς να έχουμε δικαίωμα να πούμε τίποτα! Αλλά τι λέω; Η κυρία Χριστίνα (;) στην λέσχη που σερβίρει το είχε πει καλύτερα απ’όσο εγώ ποτέ θα μπορούσα, και πάντα επίκαιρα:

«Να χαίρεστε που έχετε και φαγητό».

Garret in old lesxi pic (09/'09): "There is no such thing as a free lunch..."
ΥΓ: Για τις άπειρες ώρες που έχω περάσει στην λέσχη, διαπιστώνω μετά απο ψάξιμο στις φωτογραφίες μου ότι δεν έχω παρα ελάχιστες και από συγκεκριμένες φάσεις. Συνήθως μιλάγαμε υπερβολικά πολύ για να έχουμε χρόνο για να τράβαμε φωτογραφίες. Α, ή τρώγαμε.

Cracked.com: 5 Mind Blowing Ways Your Memory Plays Tricks On You

Everybody will tell you that memory can’t be trusted. When they say that, of course, what they mean is other people’s memories can’t be trusted. We don’t like to think that everything we know about the world is based on a deeply flawed and illogical storage system.

We’re not talking about being bad at matching faces with names here. Science has found that your memory is basically a pathological liar, just making it up as it goes along. For instance …

Read more: click here!

Great article. It reminds me of that book I read last year, “A Mind Of Its Own“, which portrayed just how much our very own brain is more than able to fill in the role of the traitorous underling, ready to back-stab us at the first opportunity! Thinking that the one thing we take for granted, the thing on which we base our lives, decisions and theories about the world, our memory, is so flexible and untrustworthy, a weasel really, is shudder-worthy…

Αεικίνηση

Εδώ και περίπου έναν μήνα, δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο να με έβλεπε κάποιος στον Λόφο, ειδικά τις μέρες που είχα όλη μέρα μάθημα (δηλαδή Τρίτες και Πέμπτες) με ένα τριπόδι και την πιστή μου E-510 κοτσαρισμένη πάνω του, οσάν το τριπόδι να ήταν κάποιου είδους θρόνος. Έπαιρνα φωτογραφίες την μία μετά την άλλη, από τα ίδια μέρη για πολλά λεπτά κάθε φορά. Με ρώταγαν: τι κάνεις, τι ετοιμάζεις; Μερικοί πόζαραν κιόλας. Εγώ χαμογελώντας απάνταγα πώς θα δουν κάποια στιγμή, και σε μερικούς δεν άντεχα και έλεγα τι έχω στο μυαλό μου. Τις περισσότερες φορές με κοίταζαν παραξενεμένα, λέγοντας μου πως καταλάβαιναν ενώ στην ουσία το βλέμμα τους έλεγε άλλα. Είτε εγώ δεν γινόμουν κατανοητός (σύνηθες), είτε εκείνοι δεν ήξεραν περί τείνος πρόκειται! Μετά τα ατυχήματα μου, το θέαμα έγινε αστείο: ένας μπανταρισμένος τύπος να τραβάει φωτογραφίες; Χεχεχε! :γ

Η ιδέα μου ήρθε όταν ένιωσα να συμβαίνουν τόσες αλλαγές γύρω μου, και να βλέπω πως οι αλλαγές στον χώρο του Πανεπιστημίου συμβάδιζαν με τις αλλαγές στην ζωή μου ως προς την ένταση και την αισιοδοξία. Υπήρχε μια όρεξη στα πάντα, πράγμα που δεν περίμενα και ήθελα κάτα κάποιον τρόπο να απαθανατίσω. Και μια μέρα, απλά μου ήρθε το stop-motion/time-lapse, δεν ξέρω τι θα ήταν ακριβέστερο για να περιγράψει την Αεικίνηση!

Όταν πλέον ήταν αρκετά ξεκάθαρη η μορφή του video και άρχισαν να συγκεντρώνονται οι φωτογραφίες, το πρόβλημα που εμφανίστηκε ήταν: ποια θα ήταν η μουσική επένδυση; Δοκίμασα διάφορα στυλ και πειραματίστηκα με διάφορες προτάσεις. Το Small Room Syndrome μου έκατσε περισσότερο από τα άλλα. Όμως, μερικά κομμάτια μου έβγαζαν μια ενέργεια, μια αίσθηση η οποία δεν είχε καμία σχέση με το τελικό αποτέλεσμα του βίντεο όταν το Small Room Syndrome έπαίζε από πίσω. Αυτό μου έκανε εντύπωση, και αποφάσισα ότι ένα επίπεδο παραπάνω από το πρωτότυπο video (hypertext; ;ζ) σαν μέρος μιας μετα-δημιουργίας, να ανεβάσω το ίδιο βίντεο με όλες τις διαφορετικές μουσικές που μου έκαναν εντύπωση ως διαφορετικές παραλλαγές. Το τι θα βγάλει στον καθένα κάθε παραλλαγή είναι θέμα τελείως υποκειμενικο: και οι τέσσερις φάνηκαν πιο ταιριαστές από τις υπόλοιπες σε κάποιον (σκεφτείτε το αυτό για μια στιγμή αν χρειαστεί!), και αυτό προσωπικά μου φαίνεται πολύ όμορφο!

Λοιπόν, όπως ο Brian κάποτε είπε anger, fear, pain, aggression, έτσι κι εγώ θα χαρακτηρίσω κάθε είδος Αεικίνησης! Δοκιμάστε το κι Εσείς!

Τι-ωραία-τι-καλά-είμαστε-φοιτητές-σε-ένα-όμορφο-νησί!! ^^D ΤωΤ :ξ

Χίος είπατε; Σύρος; Σάμος!;Θα σας σφάξουμε. Όλους. Και μετά θα αυτοκτονήσουμε. Πριν έρθει το Τέλος.



Ναι, φοιτητές στο Αιγαίο. Καλά περνάμε, ήσυχα μωρέ… Όχι πως πατάμε, λέμε τώρα… Καμιά Κινηματογραφική, καμιά Θεατρική, στις ομάδες, ξέρεις…

Εξεταστικη;; Ποια εξεταστική; Εννοείς τους άντρες με τα άσπρα; Ε; Ε; Αυτοί δεν εξετάζουν, θέλουν να με σκοτώσουν! ό_Ó

Trivia I: Ο τίτλος δεν μου είχε έρθει παρα μόνο όταν είχα στήσει την μηχανή για να τραβήξω την γρίλια και να αρχίσω να γράφω, η οποία γρίλια παρεπιμπτόντως είναι στο σχέδιο της Σφίγγας, το logo του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Trivia II: Η πρώτη φωτογραφία πάρθηκε στις 11 Οκτωβρίου και η τελευταία στις 3 Νοεμβρίου.

Trivia III: Συνολικά τράβηξα 2.428 φωτογραφίες.

Ευχαριστώ την Δέσποινα για το τριπόδι που μου δάνεισε, χωρίς αυτό this wouldn’t have been possible! Επίσης ευχαριστώ όσους με έφεραν σε επαφή με τις μουσικές μου εμπνεύσεις — ξέρετε ποιοι είστε. 😉