Το αγόρασα για τη μάνα μου· το διάβασα πριν προλάβει να το ανοίξει μεν, αλλά άφησα και αρκετό χρόνο στο μεταξύ για να μην φαίνεται ότι της το αγόρασα κυρίως για να το διαβάσω εγώ δε! Καλό αυτό με τους γονείς!
Ας ξεκινήσω λέγοντας ότι είχα γνωρίσει μέσω της Πολιτισμικής Τεχνολογίας τον Soloúp από κοντά πριν αρκετά χρόνια—πάνε έξι σίγουρα—στην Μυτιλήνη την οποία περιγράφει στην αρχή του βιβλίου. Ήταν για την παρουσίαση του «Είναι κανείς εγώ;». Είχα εντυπωσιαστεί από την απλότητα του, με την καλή έννοια πάντα, και από την συμπάθεια που μου ενέπνευσε, κι από τότε τον διάβαζα περιστασιακά και απολάμβανα τις εύστοχες γελοιογραφίες του με θέμα την επικαιρότητα. So, I’m biased! Πίσω στην Μυτιλήνη: έχοντας κι εγώ μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με αυτή την πόλη, έχοντας ζήσει εκεί πέντε απ’τα καλύτερα μου χρόνια, ένιωσα αμέσως τι ήθελε να πει ο ποιητής.
Γιατί κι εγώ πέρασα Απέναντι όσο ήμουν εκεί. Τρεις φορές επισκέφθηκα το Αϊβαλί όσο έμενα στην Μυτιλήνη, και μια φορά πήγα στην Τζούντα/Μοσχονήσι. Και η δική μου οικογένεια, μέρος της τουλάχιστον, διώχθηκε από τη Σμύρνη, και από εδώ που βρίσκομαι τώρα, από τη Νέα Σμύρνη, αναρωτιέμαι και μαζί με την μητέρα μου το παρελθόν των συγγενών από έναν άλλο κόσμο. Πριν 2 χρόνια ανοίξαμε για πρώτη φορά ένα γράμμα που το είχε γράψει ο θείος απλά για να καταγραφούν κάπως όσα έζησε τις ημέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η μάνα μου δεν το είχε ανοίξει ποτέ επειδή ήξερε ότι θα συγκινήθει.
Τώρα που το σκέφτομαι, όλη μου η οικογένεια, απ’όλες τις μπάντες, έχει το στοιχείο του ξεριζωμού: η αυστραλέζικη οικογένεια του πατέρα μου δεν ήταν πάντα αυστραλέζικη· ξεριζώθηκαν από διαφορετικά μέρη της Βρετανίας για να μεταναστεύσουν για τους δικούς τους λόγους στην άλλη άκρη της Γης. Ο πατέρας μου, με τη σειρά του, εγκατέλειψε τον Νέο Κόσμο για να έρθει στον Παλιό, στον πολύ Παλιό. Ο έλληνας παππούς μου ήταν από την Κλειτορία Αχαΐας, όμως στον πόλεμο το χωριό του καταστράφηκε από τους Γερμανούς (και μετά δούλευε για τη Siemens και η μάνα μου έγινε καθηγήτρια Γερμανικών… αυτό κι αν θα πει έλλειψη προκαταλήψεων!) και έπρεπε να έρθει στην Αθήνα, όπου βέβαια γνώρισε τη γιαγιά μου στη Νέα Σμύρνη. Όλη μου η πρόσφατη οικογενειακή ιστορία είναι μια διαρκής μετανάστευση, γι’αυτό το Αϊβαλί μου μίλησε βαθιά.
Και δεν είναι τι μου είπε. Είναι πώς το είπε. Με τόση ευαισθησία, σεβασμό στην ακρίβεια στην πηγή αλλά και διαφορετική ερμηνεία και παραλλαγή όπου χρειαζόταν· αρμονία· όμορφα σχέδια, με βάθος, όχι τεχνικό απαραίτητα, αλλά αλληγορικό, αυτό το intuitive αντί του sensing. Επίσης είχε, και φάνηκε πολύ, απεριόριστη αγάπη γι’αυτό το κομμάτι της ιστορίας το οποίο τόσο πολύ έχουμε ξεχάσει τόσο σύντομα, για την ιστορία της ειρηνικής συνύπαρξης που διακόπηκε από τους πολέμους και την Ανταλλαγή. Αλλά έτσι λένε, πως οι τρίτης γενιάς και μετά επιθυμούν πραγματικά να ψάξουν τις ρίζες τους μετά από τέτοια τραυματικά γεγονότα σε επίπεδο εθνών.
Υπάρχει αυτές τις μέρες, όπως φαίνεται και από την ίδια την κυκλοφορία αυτού του βιβλίου και την αναζήτηση που την ενέπνευσε, νέο ενδιαφέρον για τις ιστορίες αυτής της άλλης τόσο συγκινητικής εποχής. Ο Soloúp γράφει στο τέλος του βιβλίου ότι ήθελε να χρησιμοποιήσει το υλικό που ερεύνησε ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον στους αναγνώστες για τις πραγματικές πηγές και τα πραγματικά βιβλία που μίλησαν για ό,τι συνέβη. Για μένα πάντως το κατάφερε 100%, και γρήγορα ανακάλυψα πως η μάνα μου ήδη έχει μεγάλο μέρος της λίστας των προτεινόμενων. Σας έρχομαι!
Τέλος, πολύ σημαντικό για μένα, ήταν και η θέαση της άλλης μεριάς, πώς η Καταστροφή ήρθε και ως απάντηση σε μια σειρά ελληνικών φρικωδιών στην Μικρασιατική Εκστρατεία αλλά και πώς οι Τούρκοι βίωσαν την ανταλλαγή και τα πριν και μετά στην Κρήτη. Κι εγώ θυμάμαι αυτόν τον χάρτη της Κρήτης στο τουριστικό πρακτορείο, αν δεν κάνω λάθος, με το που βγαίνεις από το τελωνείο στο Αϊβαλί.
(ο Soloúp είναι στην Τζούντα, στα παλιά ελληνικά σπίτια, με έναν τούρκο επισκέπτη που ξέρει κρητικά γιατί η γιαγιά του ήταν από την Κρήτη πριν πάει με την Ανταλλαγή στο Τσεσμέ)
Mehmet: Ακριβώς ετουτανά τα σπίθια θανά ‘πρεπε να μας μονιταρίζουνε (ενώνουνε).
Soloúp: Ποια; Τα σπίτια κάποιων ελλήνων νοικοκυραίων που άφησαν τα κόκαλα τους στις γύρω ρεματιές και τώρα μέσα σε αυτά ζούνε τούρκοι;
Mehmet: Ναισκέ, αλλά δε ζήσανε μέσα τούρκοι που εσκλαβώσανε, αλλά τούρκοι πρόσφυγκες «μπομπαντελήδες» (απ’την Ανταλλαγή). «Γκιαουρόσποροι», όπως εβρίζανε και την εδική μου νενέ οι Γερλήδες στον Τσεσμέ. Ετουτανά τα σπίθια βαστούνε δύο ζωές. Μια ρωμαιική και μια τουρκική. Εζήσανε μέσα ντως άνθρωποι με άλλη λαλιά και πίστη. Αλλιώς ονειρευόντανε τη ζωή ντως οι ρωμιοί που τα χτίσανε, αλλιώς οι τούρκοι που τα καμπιτήρανε. Αν είχανε λαλιά τα σπίθια, δε θά ‘χανε να πούνε τόσα για ρωμιούς και τούρκους, όσο για των ανθρώπω τα βάσανα. Ο πόνος είναι ίδιος όποια γλώσσα και να μιλείς. Αν είχανε οι τοίχοι λαλιά, θά ‘χανε πολλά να πούνε για τη βαρβαράδα των ανθρώπω. Για τον κατατρεγμό. Όμως ο καθείς μας στην εδική του μπάντα, μαθαίνει πως τα βάσανα είναι μόνο εδικά του. Η βαρβαράδα πάντα των «αλλωνών». Ετόσας ο πόνος, λέει η Αϊσέ, πως θαν’ εμπορείε να μας μονιταρίσει. Το σπίτι πού ‘φηκε ο παππούς σου στον Τσεσμέ και που το δώκανε στη νενέ μου την κρητικιά.
Soloúp: Να πεις στην Αϊσέ, με τόσο πόνο στις φαμελιές μας, στο τέλος θα βρεθούμε και συγγενείς.
Mehmet: Για να το σκεφτείς… είμαστε και οι δύο εγγόνια της Λοζάνης!
Και οι δύο: Χα, χα, χα!
…
Ο καθείς αγαπά την πατρίδα του και τον τόπο των παππούδω του. Σε μας μόνο στσοι μπάσταρδους τση Λοζάνης, ετούτηνα η αγάπη είναι πιο μπερδεμένη.
This picture is a little token and memento of what took place in Olde Vechte in The Netherlands the past few weeks. That Olde Vechte. It’s become out of the blue a significant part of my life and if all goes well it’s going to become more important still in the months to come.
I’m posting this here because somehow everything I put on here gets reinforced in my head, it becomes more tangible. It works. Synapses and shit (I haven’t taken advantage of this enough, by the way—never too late to start).
People and how we work are weird… no no no. Sorry. I do this a lot: I talk about the general we when I mean to talk about myself and what I do. Let’s try this again: I’m weird. Remember, gotta accept accountability.
So I’m writing this post purely for my own benefit and not because I think it might be interesting to anybody apart from those with whom I shared the experience—kinda similar to how you post songs on Facebook and the only people who like your post are the people who already know and like the song and very few others actually listen to it, usually people who have a crush on you. That’s how talking and writing about youth exchanges and trainings is, including EVS, including Erasmus, all those sexy international things that have been taking a great deal of my time and energy the past few years. The feelings they have created in me are difficult to convey, offline as well as online, so I’m not going to go into the boring details of a purely experiential thing that’s as useful and interesting to read about as listening to people talk about the dreams they had last night. What I am going to say is do yourself a favour and participate in such programs. If you want to learn how, I can help you and direct you, and, who knows, one day even train you.
Sudden spontaneous insightful realisation time. The above paragraph starts with “So I’m writing this post purely for my own benefit” and ends with me urging you dear reader to give it a shot. What can I say, contradicting myself seems to be my new favourite hobby.
Scratch that, it’s not new at all.
Since I’m writing this, have a look at some of my older, more thorough posts about these experiences. Are you intrigued by what you read? Honest question. I’m really curious, because in real life most people express indifference when I talk about these projects. This might explain why I felt the need to write the way I wrote this post.
Last year, I was preparing myself for leaving Greece for Bulgaria. For nine months at least.
Bulgaria happened. It really did, and it was nice.
Other things happened too and they, too, were nice. But lately I’ve been quite forgetful for some reason, so I wouldn’t be able to tell you what they were from the top of my head. Nothing I did alone, for sure. Scratch that. Travelling. Learning. Participating. Doing things like 7×7. Trying to devise ways to combat my demons. Those were the highlights.
Last year, when I was mentally preparing myself for Bulgaria, I had something coming up. Now I have nothing. I’m floating in limbo. I’m the master of my future and its slave, too. For the promises of alternate futures kill the excitement of the now.
Hey, I also wrote something about alternate calendars. Sometime around May. What would you be doing tonight if tonight wasn’t the end of a completely arbitrarily-marked period and the start of a new one full of—mostly false—promise? What if it was just another night?
It is just another night, isn’t it?
Maybe it isn’t. Or maybe it is! Especially if you want to pump out some goals for the year. It’s all in the mind, but that’s not a reason to dismiss the importance of new year’s, since some minds do place importance on things having distinct beginnings and ends. Some other minds are more cyclical in nature, but then that’s what the year is.
What the fuck is this rant? Am I writing things just to sound and feel important just like everyone else with their end-of-year-things is?
I… suppose. What else might the purpose of any such post be?
Obligatory musing on whether the person who started this blog counts as the same person who’s writing now. According to one of the latest VSauce episodes, the answer is no. Especially since it’s been seven years since that fateful night in Mytilini, no less, and every single atom of my body is allegedly different from its counterpart back then.
Obligatory confusion at the direction, lack of content and ideas as of late, as well as semi-long write-up on personal identity crisis that is reflected in blog, too.
Obligatory follow-up comment and notice that it’s not the lack of ideas, there’s always been plenty of those, in fact it’s the incredible soul-crushing plentitude of ideas and the inability to differentiate, my inability to resist distraction and simply devote myself, whether it be to an idea, as aforementioned, or a cause, or even people. In other words, I don’t put the work in and call it flexibility. It’s my personally most beloved and most hated characteristic. But could it be any other way? It’s all a matter of perspective, after all. Some people call me scatter-brained, some call me versatile or… an interesting person. In the most basic philosophical level at least, they’re not seeing a different qb.
Obligatory comment on how self-referential this all is. How post-modern of me.
Sometimes I want to see this place burn, the same way I’ve been having this urge lately to delete all of my photos. At the very best, remove Cubimension from the net, perhaps start over, perhaps not, tuck it away in some hard disk or USB stick next to the old MP notebooks, only for my own eyes to see and heart to recordar (to recordar, to remember in Spanish—maybe also Latin, I have no idea—is to pass through the heart again. That is what I feel happens when I truly remember, especially when *bleep*. Unless it’s a false memory, then it’s the brain’s vile work). At the very worst, simply delete all, forget all. Leave it to the Wayback Archive and the often surprisingly robust memories of friends and readers what shall remain of the past, my past, Cubilone’s past. Are we the same person anyway?
Obligatory reminder to not take myself too seriously. It’s not good for PR. Everybody’s taking themselves too seriously and I’m different, aren’t I. Or if I’m not, I know I can be. A unique voice that could, in the sea of unique voices that in unison is showing intelligence but the only signs of intelligence it’s showing is self-consciousness, while forgetting it’s a liquid, instead acting as a collection of vaguely connected assortments of molecules occupying space. That’s what gases are, aren’t they? They work kind of like liquids, but they’re, heh, farts in the wind. Remember, keep it light. Light but flammable, if possible.
Ήθελα να ξεκινήσω να γράφω αυτό το ποστίο στα αγγλικά. Συνήθως αποφασίζω να γράψω στα αγγλικά γιατί έτσι δεν αποκλείω κανέναν που να μπορεί τουλάχιστον να διαβάσει στην τρέχουσα παγκόσμια γλώσσα, και γενικά μου αρέσει, αν και έχω παρατηρήσει ότι γράφω αρκετά διαφορετικά σε ύφος και τόνο όταν δεν γράφω στα αγγλικά. Τέλος πάντων, αποφάσισα σήμερα να γράψω στα ελληνικά γιατί μερικές φορές καταφέρνω να γράψω λίγο πιο συναισθηματικά έτσι και το σημερινό ποστίο έχει να κάνει με τα πάντα εκτός απ’τη λογική.
Soundtrack:
Μουσική από ένα παιχνίδι το οποίο με έκανε να αισθανθώ μοναξιά, μελαγχολία, μαγεία και ομορφιά – όχι νοσταλγία- ως ενήλικος qb. Το βάζω εδώ γιατί ήταν πολύ έντονο το συναίσθημα όταν το άκουσα τελευταία φορά με τη Δάφνη πριν 2 μέρες. Άκουγα την μουσική προσεκτικά – δεν ήταν απλά video game music που μου αρέσει σήμερα επειδή μου άρεσε πριν 10 ή15 χρόνια. Tο ότι με έκανε να θέλω να χρησιμοποιήσω ενεργά την ακοή μου για να το απολαύσω ήταν μια αποκάλυψη. Το παραθέτω εδώ ως soundtrack για το post και ένα μικρό φόρο τιμής για ένα παιχνίδι για το οποίο πολύ λίγα έχω γράψει (αν και κάποια έχω πει) σε σχέση με το πόσα νιώθω για αυτό, κι ας το έχω παίξει σχετικά λίγο. Για αυτό, για την ιστορία της δημιουργίας του, για τον περίφημο δημιουργό του και τα μεθεόρτια… Μπρρρ. Ανατριχιάζω μόνο που το σκέφτομαι.
Πριν λίγο γύρισα από περίπου 20 λεπτά περπάτημα. Βγήκα να περπατήσω γύρω στις 23:30 για να προλάβω την αλλαγή της ημέρας. Δεν ήθελα ιδιαίτερα να περπατήσω αλλά κάτι με παρακίνησε…
Σήμερα λοιπόν κλείνω 2 βδομάδες με το καινούργιο μου 3DS. Κάτι με έπιασε μετά την επιστροφή απ’την Βουλγαρία και ήθελα να παίξω καινούργια Nintendo games. Συνειδητοποίησα ότι δεν είχα παίξει πραγματικά φορητό της Nintendo από τότε που έχασα το DS Lite μαζί με όλα μου τα παιχνίδια πριν περίπου 6 χρόνια, όταν το παράτησα μέσα σε μια πορτοκαλί τσάντα ένα ωραίο πρωί στη μέση του λιμανιού της Μυτιλήνης μαζί με ένα αντίτυπο του Περί Θανάτου και ξαφνιάστηκα όταν 10 λεπτά αργότερα είχε κάνει φτερά. Από τότε περίπου, και με εξαίρεση το Skyward Sword, σταμάτησα να ακολουθώ την Nintendo και τις νέες τις δημιουργίες, και αρκετές φορές έχω πει ότι δεν νιώθω πια πως φτιάχνει παιχνίδια που απευθύνονται σε μένα. Eίχα την αίσθηση πως ξεπέρασα την Nintendo όπως μια μέρα ξεπερνάς τον παιδικό σου έρωτα που ήσασταν μαζί από το δημοτικό μέχρι το τρίτο έτος αλλά μια μέρα, ε, απλά ήθελες να δοκιμάσεις κάτι καινούργιο, και μετά δεν υπήρχε επιστροφή.
Έχοντας ακόμα αρκετά χρήματα από το πακετάκι που καθιστά δυνατό το να ζω άνεργος και με ελάχιστο εισόδημα εδώ και περίπου 2 μήνες, αποφάσισα πως θα ήταν επίσης ωραία ιδέα να αγοράσω ένα 3DS για τη Δάφνη, για να παίζουμε Pokémon μαζί, για να παίξει επιτέλους το Ocarina of Time και άλλα που ήθελε να δοκιμάσει. Ήταν ένα μικρό δώρο για την επέτειο της γνωριμίας μας (“you had sex before you kissed?”). Μπορεί η ίδια να μας πει αν το διασκεδάζει, αν και μάλλον ναι, κρίνοντας απ’τις δεκάδες ώρες που έχει ήδη ρίξει στο Pokémon X.
Αγόρασα το 3DS της Δάφνης 150€ μαζί με θήκη, το Street Fighter 4, το Pilotwings Resort και το Ocarina of Time (και το PES ’11, *μπαρφ*) από έναν πιτσιρικά 15 χρονών ο οποίος το πούλαγε γιατί ήθελε να μαζέψει λεφτά για PS4 και το Destiny. Όταν βρήκα την αγγελία απ’το Aggeliopolis και τον πήρα τηλέφωνο για να κανονίσουμε την συναλλαγή, τελικά συνεννοήθηκα με τον πατέρα του, ο οποίος α) με ρώτησε αν ήθελα την κονσόλα για το δικό μου παιδί, και β) με ρώταγε ξανά και ξανά αν θα την αγοράσω, λες και ήταν κάτι το απίστευο που ένας 25άρης μουσάτος τύπος θα ήθελε να αγοράσει ένα αντικείμενο διόλου ευκαταφρόνητης αξίας απ’τον 15χρονο γιο του. Πριν φύγω ρώτησα τον γιο αν είχε απολαύσει το OoT, και του είπα ότι μικρός ήταν απ’τα αγαπημένα μου παιχνίδια (γι’αυτό θέλω και να το παίξει η Δάφνη). Μου απάντησε ναι. Όταν άνοιξα το 3DS και το Activity Log, είδα πως είχε ρίξει λιγότερο από 10 ώρες στο OoT και πολύ περισσότερες στο Μeet the Robinsons.
Εκείνη την μέρα ήταν επίσης και το πρωτάθλημα Super Smash Bros for 3DS στο (gulp) The Mall. Πήγα με τη Δάφνη και τον Kira, ο οποίος έφερε τον Commander SP και άλλους σκληροπυρηνικούς νιντεντάκηδεςπου με κάνουν να μοιάζω με casual τελευταίας διαλογής. Όλοι συλλέκτες, βέβαια… Αναρωτιέμαι πώς και τόσοι hardcore gamers είναι και συλλέκτες; What is it about hoarding? Τελος πάντων, στο τουρνουά έφτασα στον προημιτελικό, με τον Yoshi κλασικά, not bad για κάποιον που πρώτη φορά έπιανε το παιχνίδι… Την επόμενη μέρα, βρήκα αγγελία για ένα Limited Edition 3DS XL με το ίδιο game το οποίο ξεροστάλιαζα. 180€ αντί για 240€ που έκανε κανονικά, σχεδόν καινούργιο. Όπως έμαθα, ήταν δώρο. Δεν ξέρω γιατί έφυγε από τα χέρια του αρχικού δέκτη και έφτασε στις αγγελίες του insomnia.gr, ομως είμαι σίγουρος ότι είναι μια δακρύβρεχτη ιστορία.
Πολλές ανούσιες λεπτομέρειες για κάτι που δεν έχει καμία σημασία; Κρατηθείτε: την ίδια μέρα, αγόρασα από άλλον πωλητή άλλο ένα 3DS XLγιατί το έδινε 140€ (θα ήταν 120 χωρίς τα παιχνίδια) μαζί με Animal Crossing και Pokémon X , το οποίο έδωσα στη Δάφνη. 20€ για το Pokémon και το Animal Crossing. Not bad. Τσίμπησα από κάπου αλλού (ναι, πάλι μεταχειρισμένο) το Pokémon Υ που παίζω εγώ, και μου ξέμεινε η κονσόλα η οποία χαράζει τώρα τη δική της ιστορία… Ίσως ο Skallamann, το όνομα του Mii που κάνει τις βρωμοδουλειές στο δικό μου στο Puzzle Swap και στο Quest, καταλήξει στα χέρια του Kira. Γιατί όχι;
Τέλος, αγόρασα επίσης το Kingdom Hearts Dream Drop Distance για 10€ για τη Δάφνη, και με άλλα 10€ το Fire Emblem Awakening το οποίο κράτησα εγώ. Με το Winter Promotion 2014 της Νintendo κατάφερα επίσης να κατεβάσω δωρεάν το Zelda: Link Between Worlds, το οποίο με έχει ενθουσιάσει — θυμόμουν όταν είχα δει τα πρώτα βίντεο που είχαν κυκλοφορήσει ότι σκεφτόμουν πως θα είναι βλακεία. So glad I’ve been proven wrong. Man, that’s a lot of games, isn’t it?!
Καλά όλα αυτά. Αλλά όπως προανέφερα, βγήκα και περπάτησα χωρίς να το πολυθέλω για να μαζέψω play coins, ένα εικονικό συνάλλαγμα που κερδίζεται περπατώντας, για την ακρίβεια 100 βήματα για κάθε νόμισμα με μάξιμουμ τα 10 ανα ήμερα, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αγοράσεις βασικά βλακείες: άχρηστα παζλ και καπέλα για τα Mii, και κάποια items ή hints σε μερικά παιχνίδια. Το θέμα είναι ότι με το Street Pass και το τρίτο 3DS, το οποίο υποτίθεται πως θέλω να πουλήσω, έχω εθιστεί στο να χρησιμοποιώ αυτά τα νομίσματα και να ανταλλάζω κομμάτια παζλ και να χρησιμοποιώ τα δικά μου Miis μεταξύ τους για να προχωράω στο quest, κάτι το οποίο πραγματικά δεν έχει νόημα, εκτός απ’το ότι είναι σούούούπερ εθιστικό και σε κάνει να θέλεις να ανοίγεις το 3DS συνέχεια! Έξυπνες κινήσεις Nintendo… Πώς αλλιώς θα έκανες τον κόσμο να θέλει να έχει, για οποιονδήποτε λόγο, περισσότερα από ένα 3DS;
Διαπιστώνω στον εαυτό μου ότι είμαι πολύ επιρρεπής σε πράγματα όπως το StreetPass που έχουν σταδιακή πρόοδο και κατα κάποιον τρόπο παίρνουν τη ζωή και το τι κάνεις σε meta επίπεδο και την κάνουν game — ο Μάριο έκανε μια παρόμοια παρατήρηση για μένα. Απ’τα achievements μέχρι το Μеmrise κι απ’το last.fm μέχρι αυτή τη κολλητική χαζομαρούλα με τα StreetPass και τα play coins: streaks, ημερομηνίες, δεδομένα, αυτό το πολύ περίεργο και πρωταρχικό συναίσθημα του να ολοκληρώνεις κάτι στο οποίο πατάει και το 7×7 challenge, π.χ. Γι’αυτό το HabitRPG μου άρεσε τόσο, αν και το σταμάτησα γιατί πολύ συχνά έχανα μέρες, όχι επειδή δεν είχα κάνει τα daily quests μου αλλά επειδή έμενα έξω και μακριά από τερματικό ικανοποίησης συνηθειών i.e. τον υπολογιστή μου ή κάποιο smartphone και έτσι πέθανα χωρίς λόγο ουκ ολίγες φορές. Γενικά, I don’t get it and it’s scary.
Μπαίνοντας σε αυτό τον κόσμο μετά από χρόνια, του «αγοράζω ένα κομμάτι hardware για να παίζω games», ξαναβλέπω–όχι πως το είχα ξεχάσει–πως οι gamers είμαστε ουσιαστικά και πολύ βασικά απλά καταναλωτές, και μάλιστα από τους πιο αφωσιομένους, ξεδιάντροπους καταναλωτές που υπάρχουν. Όσο πιο μεγάλος καταναλωτής, τόσο πιο gamer. Νέες πανάκριβες κυκλοφορίες, κονσόλες, προσφορές, συνεχώς το κυνήγι του καινούργιου, μια έλλειψη ικανοποίησης που πλανάται στον αέρα… Πόσοι gamers δεν είμαστε ανισόρροποι και, όπως δείχνω σε αυτό το post, ψάχνουμε στα παιχνίδια μια γλύκα για να πνίξουμε την έλλειψη κατεύθυνσης μας; Τι θα μας σώσει;
Νιώθω πολύ άδειος δημιουργικά αυτόν τον καιρό μετά την Βουλγαρία (και όσο ήμουν στην Βουλγαρία…) γι’αυτό και νομίζω ότι έχω στραφεί στο gaming περισσότερο απ’ότι συνηθίζω πια. Επιπλέον, πιστεύω ότι υπάρχει άμεση σύνδεσημεταξύ της έλλειψη έμπνευσης μου και την ξαφνική μου πόρωση με το να ψάχνω προσφορές για μεταχειρισμένα games παντού, ταυτόχρονα μην παίζοντας τα πρόσφατα αγορασμένα μου παιχνίδια στο Steam αλλά και σπρώχνοντας μακριά τον σωρό από άλλα πράγματα, δημιουργικά και μη, τα οποία θα μπορούσα να κάνω στον ελεύθερο μου χρόνο.
Ρωτώντας τον εαυτό μου τι θα ήθελα περισσότερο, ένα Wii U ή ένα ποδήλατο, η λογική μου απάντηση είναι ξεκάθαρα ποδήλατο: θέλω ένα μέσο μεταφοράς το οποίο θα με γυμνάσει, ειδικά τώρα που το τρέξιμο έχει φουντάρει, θα μου επιτρέψει τα κάνω τα μεγάλα ταξίδια με το ποδήλατο που πάντα ονειρευόμουν και θα με φέρει πιο κοντά σε αυτόν τον κόσμο ο οποίος με συναρπάζει και έχω απομακρυνθεί από τότε που άφησα την Μυτιλήνη. Η συναισθηματική μου επιλογή όμως με έχει κάνει να κοιτάζω αγγελίες για Wii Uκαι καμία για ποδήλατο, ενώ ούτε καν έχω προλάβει να παίξω τα μισά απ’τα ακριβά παιχνίδια που μόλις αγόρασα. Αυτό δηλώνει ένα πράγμα: ότι τα games είναι η εύκολη επιλογή, το χρυσωμένο χάπι που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο με κρατάει ακριβώς στο σημείο που βρίσκομαι. Το Wii U θα με κρατήσει σπίτι, το ποδήλατο θα με αφήσει να φτάσω μακριά με τη δύναμη των ποδιών μου. Και οι δύο επιλογές είναι καταναλωτικές, αλλά μόνο η μία είναι συμβόλαιο και υπόσχεση κατανάλωσης και στο μέλλον.
Ένα άλλο παράδειγμα: ήδη κάπως έχω πειστεί ότι πρέπει να αγοράσω το παραπάνω όταν βγει. Λες και δεν υπάρχουν πολύ καλύτεροι τρόποι να χρησιμοποιήσω τα χρήματα μου, ή λες και το ωραίο 3DS που έχω μόνο 2 βδομάδες πρέπει να αντικατασταθεί το συντομότερο. Έχουμε τρελαθεί… Σε παρακαλώ qb του μέλλοντος, μην ενδώσεις!
Don’t get me wrong–of course I love games: playing them, reading about them, writing about them. Αυτό όμως που συμβαίνει εδώ, κυρίως με το Steam και με τις πρόσφατες αγορές μου, είναι ότι η αγορά νέων (και μεταχειρισμένων, το ίδιο είναι για μένα) παιχνιδιών ικανοποιεί μια περίεργη, διεστραμένη ανάγκη η οποία με βαραίνει–πολύ διαφορετική απ’το ίδιο το παίξιμο. Συχνά άλλωστε λέμε με την Δάφνη, και όλοι οι παίκτες το ξέρουν αυτό, πως είναι ώρα να σταματήσουμε να αγοράζουμε παιχνίδια και να αρχίσουμε να τα παίζουμε! Έχουμε συζητήσει να κάνουμε μια συμφωνία να μην αγοράσουμε νέα παιχνίδια πριν παίξουμε τουλάχιστον κάποια απ’όσα έχουμε, αλλά είναι τόσο φοβιστική αυτή η δέσμευση που την αποφεύγουμε.
Εγώ μπορώ να κάνω την αρχή, λέγοντας πως δεσμεύομαι, εδώ και τώρα, να μην αγοράσω νέο παιχνίδι, και να μην κατεβάσω νέο game για το Wii, και να παίξω μόνο αυτά που έχω τώρα στη διάθεση μου, μέχρι το τέλος του χρόνου, και με δυνατότητα επέκτασης. Περίπου για τον ίδιο λόγο αποφάσισα να μην πάρω τη δουλειά σύνταξης για το GameWorld.gr, εκτός απ’το ότι ο ιδιοκτήτης έχει πολύ άσχημη φήμη στην πιάτσα–μα να κακοπληρώνεσαι και να μην έχεις χρόνο να παίξεις αυτά που θέλεις; Για να δούμε τι θα γίνει από αυτό. Ό,τι θέλω να παίξω στο μεταξύ θα το γράψω σε μια λίστα για αγορά στο μέλλον. Και για αυτήν την προσφορά του Wii U με το Smash το οποίο θα είναι στα 240€ για τα Χριστούγεννα για την οποία έχω ακούσει και την λιγουρεύομαι… Ε, καλύτερα να πάρω ποδήλατο αν είναι να πάρω κάτι, έτσι δεν είναι;
Ανακάλυψα αυτό το βιβλίο σκαλίζοντας την επιφάνεια των απύθμενων βαθών της βιβλιοθήκης της μάνας μου. Γενικά αποφεύγω να το κάνω γιατί είναι σαν να κοιτάζεις τον ήλιο κατάματα: δύσκολο να ψάξεις μέσα σε τόση πολλή και τόσο καλή πληροφορία και να μην χαωθείς. Εκείνη τη μέρα όμως ένιωθα τυχερός, όπως όταν πατάω την δεύτερη επιλογή στο Google, κάτι το οποίο και στις δύο περιπτώσεις δεν κάνω συχνά.
Εν πάσει περιπτώσει, η μάνα μου έμαθε για τον Φάλμεραϋερ όταν πήγε στην Γερμανία, πριν την πρώτη μετάφραση του βιβλίου στα ελληνικά το 1984, δηλαδή περισσότερα από 150 χρόνια μετά τη συγγραφή του. Ήταν όταν άρχισε να ανακαλύπτει την «εναλλακτική», λιγότερο εξευγενισμένη, πολύ πιο ενδιαφέρουσα και πολύ πιο ανθρώπινη εκδοχή της ιστορία της χώρας μας και των κατοίκων της, μια ιστορία πιο αληθοφανής σχετικά με το ποιοι ήταν, ή δεν ήταν, οι πρόγονοι μας. Περίπου όταν έφτασα στην ίδια ηλικία αρχισα να την ανακαλύπτω κι εγώ.
Χρόνια τώρα μου λέει κάθε φορά με έναν θαυμασμό στα μάτια της ίδιο με τον δικό μου τώρα πως το χωριό απ’το οποίο καταγόταν ο παππούς Αθανασόπουλος, κάπου κοντά στα Καλάβρυτα, λεγόταν τον παλιό καιρό Κόκοβα. Αυτό ήταν πριν μετονομαστεί στο πιο ελληνικό Κλειτορία. Την ίδια τύχη είχαν πολλά–περισσότερα απ’όσα φανταζόμαστε εσείς κι εγώ–τοπωνύμια στην Ελλάδα, των οποίων τα σλαβικά ονόματα δεν ηχούσαν καλά στα καθαρευουσιάνικα, αρχαιολατρικά αυτιά των Ελλήνων του προπερασμένου αιώνα. Δεν νομίζω ότι αυτοί οι κύριοι αναρωτήθηκαν ποτέ ποιος πρωτοέμεινε στην Κόκοβα, που σήμαινε «κότα» σε κάποια μεσαιωνική σλάβικη γλώσσα, ή αν οι κάτοικοι του χωριού είχαν παραμείνει ως τότε Σλάβοι.
Πώς και δεν ξέρουμε περισσότερα για την κατάλυση της ηπειρώτικης Ελλάδας απ’τους Σλάβους τον 6ο αιώνα; Πώς είναι δυνατόν να νομίζουμε σοβαρά ότι έχουμε ως επι το πλείστον αρχαιοελληνικό αίμα, ή τουλάχιστον να το νομίζουν αυτό πολλοί νεοέλληνες; Πώς είναι δυνατόν να υποτιμούμε τόσο ξεδιάντροπα την βαθιά ιστορία του τόπου μας και να την αναγάγουμε σε μερικούς κιτς αφορισμούς στην καλύτερη των περιπτώσεων; Μα θα μου πείτε, τι περίμενα; Είναι γνωστό ότι γενικότερα οι άνθρωποι δεν φημιζόμαστε για τις ικανότητες μας να μπορούμε να μάθουμε απ’το παρελθόν, ή ακόμα και να μπορούμε να το κοιτάξουμε και να το αναλογιστούμε λαμβάνοντας υπ’όψη τα δικά μας προσωπικά φίλτρα αλλά και αυτά της εποχής και της κυρίαρχης κουλτούρας. Ελάχιστους ξενίζει ότι όπου και να πας, και ανάλογα το πού είσαι, θα ακούσεις μια διαφορετική εκδοχή για το ποιος είναι ο αρχαιότερος λαός στον κόσμο. Μου θυμίζει κάτι Αυστραλούς ερευνητές που λένε πως οι αρχαιότεροι προγονοί μας δεν ξεκίνησαν από την Αφρική, όπως εικάζει η πιο δημοφιλής θεωρία σήμερα, αλλά από την… ναι, θα το πάρει το πόταμι, απ’την Αυστραλία. Από ένα σημείο και μετά δεν έχει καν σημασία ποιος έχει δίκιο, αλλά ότι τους περισσότερους τους παρακινεί η ανάγκη να είναι αυτοί ο εκλεκτός λαός και όχι άλλος.
Για να επιστρέψουμε στο βιβλίο: χωρίς αμφιβολία είναι ένα σημαντικό πόνημα το οποίο πιστεύω θα έπρεπε να συζητηθεί περισσότερο στην σύγχρονη Ελλάδα απ’ότι έχει συμβεί μέχρι τώρα, απλά και μόνο γιατί παραθέτει σπάνιες πηγές που ρίχνουν λίγο περισσότερο φως στο ποιοι πραγματικά είμαστε και το τι σήμαινε το να είσαι Έλληνας την 2ης χιλιετία. Ο Φάλμεραϋερ έχει κατακριθεί πολύ (έλα δεν το πιστεύω!) αλλά ακόμα δεν έχω δει σοβαρά αντεπιχειρήματα, μόνο φασιστομπλόγκ όπως αυτό (δείτε και το σχόλιο μου κάτω κάτω, για να μην αναφέρω την περίφημη «έρευνα του DNA»… mein Gott) να τον κράζουν και να τον καταδικάζουν με την παραδοσιακή άλλωστε ταμπέλα-πασπαρτού του «ανθέλληνα».
Ανθέλληνας: χαρακτηρισμός ο οποίο σημαίνει, όπως έχω μάθει πια από την εμπειρία χρόνων, όλους αυτούς που συνωμοτούν για να μην επιτρέψουν στην αρχαία φυλή των Πελασγίων να κατακτήσουν τον κόσμο όπως θα συνέβαινε αν δεν υπήρχαν αυτοί για να μας σταματήσουν. Μπόνους πόντοι αν οι ανθέλληνες είναι και Εβραίοι, οι οποίοι, ω τι ειρωνεία, έχουν μια παρόμοια κοσμοθεωρία με τους εξτρέμ έλληνες η οποία πηγάζει μέσα από την ίδια την θρησκεία τους, αλλά τουλάχιστον η δική τους Judaism vs The World πεμπτουσία ύπαρξης δικαιολογείται από τους διωγμούς τους που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Ή μήπως διώκονταν γιατί πάντα θεωρούσαν τον εαυτό τους «εκλεκτό»; Παρακαλώ εισάγετε ρητό για αυγά και κότες και ποιος έκανε ποιον.
Αλλά φυσικά: οτιδήποτε σκάει την εθνική ψευτοπερηφάνια όπως τα μυτερά νύχια σκάνε ένα μπαλόνι, δεν μπορεί να εξεταστεί σοβαρά από όσους έχουν πιστέψει τυφλά στον μύθο της δικής τους εξοχότητας. Είμαι σίγουρος ότι ελάχιστοι απ’όσους έχουν γνώμη για το Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων έχουν ιδέα τι ακριβώς γράφει και ποια είναι τα επιχειρήματα που περιέχονται μέσα του. Ούτε το 1830 ήξεραν, όταν στον δρόμο έκραζαν τον Φάλμεραϋερ χωρίς να έχουν διαβάσει το βιβλίο καθώς δεν υπήρχε μετάφραση και κανείς δεν καταδεχόταν να την γράψει για 150 χρόνια, ούτε τώρα.
Η κριτική κατα του Φάλμεραϋερ την οποία δέχομαι πάντως είναι ότι ήταν καθεστωτικός μές την αντικαθεστωτικότητα του αντιφιλελληνισμού του. Με άλλα λόγια, παρ’όλο που ο φιλελληνισμός ήταν πολύ τρέντυ για την πολιτική διανόηση της εποχής, ο Φάλμεραϋερ ήταν συντηρητικός «αυτοκρατορικός» και κατα των επαναστάσεων. Ήταν υποστηρικτής του Όθωνα (η τελευταία παράγραφος του βιβλίου εξυμνεί τον πρώτο βασσιλιά της Ελλάδας μάλλον επειδή ήταν Βαυαρός, και ο Φάλμεραϋερ έκρινε ότι μόνο ένας Γερμανός θα είχε τα προσόντα για μια τόσο σοβαρή και υψηλού κύρους δουλειά) και γενικότερα περισσότερο με τον Μέτερνιχ και λιγότερο με τον Καποδίστρια, αν με πιάνετε. Αλλά τα πολιτικά του πιστεύω δεν θα έπρεπε να επηρεάζουν το πώς εμείς βλέπουμε και αξιολογούμε την εγκυρότητα της έρευνας του. Έστω ότι ήταν ανθέλληνας, λοιπόν, ό,τι κι αν αυτό σημαίνει. Τι έχουμε να πούμε για τις παραπομπές του, για την επιχειρηματολογία του; Αν μη τι άλλο, ο τύπος έκανε σοβαρή δουλειά για την εποχή του και κοιτώντας την καθαρά λογικά, την πιστεύω. Ειμαι σίγουρος ότι υπάρχουν ανακρίβειες στο έργο αλλά δεν έχει πολλή σημασία: καμία ανακρίβεια στα στοιχεία του δεν θα επαρκούσε για να ανατρέψει ολόκληρο του το επιχείρημα.
Ήδη έχω γράψει πολλά αλλά θα μπορούσα να γράψω άλλα τόσα κι άλλα τόσα γι’αυτό το θέμα. Ίσως το βλέπω πιο καθαρά γιατί, όντας μισός αυστραλός, δεν περιορίζομαι από την «καθαρότητα» του ελληνικού αίματος, την ίδια καθαρότητα βλέμματος η οποία από άλλους πολύ πιο «καθαρούς» από μένα ερμηνεύεται ως έλλειψη πατριωτισμού. Νομίζω ότι αυτό το βιβλίο, αν και δεν αξίζει 5 αστεράκια ως πόνημα, είναι πολύ σημαντικό για την Ελλάδα του σήμερα. Μέσα σε λίγες προτάσεις μπορεί να χτυπήσει απίστευτα πολλά νεύρα, και πιστεύω ακράδαντα ότι τέτοια είναι τα έργα που ακριβώς πρέπει να διαβάζονται και να συζητιούνται περισσότερο από τα υπόλοιπα που απλά συμφωνούν με όσα είναι κοινώς αποδεκτά. Κι όποιος αντέξει.
Found out about this book from the You Are Not So Smart podcast and read it on my Kindle.
It reeked of a mechanistic, sterile, matter-of-fact “you are your brain” worldview which I must admit I’m tired of and find boring, but I should have expected as much since You Are Not So Smart comes from pretty much the same mental place.
I don’t find fault with the idea that we don’t have an integral self; obviously, just like Bruce Hood thoroughly and with rich supporting bibliography demonstrates in this book, we’re largely shaped and influenced by our surroundings, our society and our biological limitations, first and foremost those of our brain. But that doesn’t mean that the notion of self is an illusion; rather, it means that the self is not a constant and that it is mutable. In fact, in which case would the self not be an illusion? When would we be in a position to say that the self is a real, concrete, quantifiable thing?
It seems to me that Mr. Hood’s proposition could have just as easily been called “The Soul Illusion”, for his assumption of what a self looks like–or should feel like–closely corresponds to our, for better or worse, highly intuitive notion of what a soul is: an immaterial cohesive agent between all of our experiences, thoughts and actions that creates a feeling of identity. In other words, the definition of the “me” in “I am me”. But is that what the self is, what it should be or all it can be? Is it possible to define what our selves are differently? In “I am me”, who would be the “I”? Who is the consciousness, like Eckhart Tolle would comment with his ultra-calm voice? Who is it–what is it–that reads this book and goes “huh, so I’m an illusion”? You might argue that the sense of self and consciousness are two separate things in order to question my qualms with the central point of the book; “precisely!”, I’d exclaim then, happy that you could intuitively grasp my point.
All that said, I’m giving The Self Illusion three stars instead of two because I must admit that it is well-researched, well-written and has plenty of interesting case studies of various psychological and psychiatrical disorders, “nature vs nurture”, sociological phenomena etc that do a good job of proving that the concept of self, or at least what Mr. Hood understands it to be, is an illusion insofar as it’s highly unpredictable and dependent on environmental and social factors. I particularly enjoyed reading about babies and how their brains develop and about conditions such as Tourette’s and how miming, laughing and facial expressions work in socialising and the development thereof. All this is interesting and rich from a clinical perspective, so it’s worth reading if you’re out to come closer to understanding how the human brain works–a task I personally believe to be impossible anyway. But if you’re not convinced that the brain is responsible for every little thing a person does, thinks, or thinks of doing, in view of the evidence that, contrary to what Mr. Hood quite often and emphatically repeats in the book, does exist, this book will provide little insight.
I was thinking the other day: what would you do if you had a negative (and I mean really negative) opinion on a book but by chance happened to come across its author? What would you tell them if they asked you what you thought about their book?
Without the luxury of the internet or reviews or all the other ways we have of expressing a negative opinion on things without having to come into direct contact with their creator, we tend to be more insensitive with our criticism. The medium is the message… What is the message the medium of criticism conveys? That, perhaps, individual works of art can be analysed, praised or attacked as if they existed in a void – as if they weren’t created by people with flaws and feelings. I understand that criticism is necessary in a world as saturated with works of art as the one we live in, if only for us to be able to timidly navigate through this ever-expanding sea of creativity. However, I also believe it’s necessary to look at established institutions a little more, ahem, critically from time to time.
So: should we be writing criticism we wouldn’t be able to say it to the authors’ faces?
I’ll let you ponder that a for a sec.
…
Done? Great! At this point I’ll contradict myself, as I so happily and readily do, and say what I can say from the safety and isolation of my Goodreads account, albeit signed with my real name, a move I would predictably not make if I knew my review would be read by Kate DiCamillo and not get lost in the ego-stroking labyrinth of positive comments and reviews this piece of work has disappointingly received.
This, people, is one of the worst books I’ve ever read.
Terribly obnoxious, annoying, arbitrary characters; events I did not care about reading and that made me feel worse than before (what was up with the cauliflower ears? Come on!); an arrogant, didactic style of writing that’s pretending not to be so but which cannot help but seep through… I’d go on but it’s already been a couple of months since I read it so most of my vitriol has evaporated; that is, I can’t really remember more of the exact reasons I didn’t enjoy this book at all, but what I can tell you is that it managed to solidify itself in my memory as a bad reading experience, one that made me feel uncomfortable, a kind of uncanny sick inside. Maria did warn me, but I just had to sneak a peek at this train wreck… To not make this review longer than it should be, I’ll just say that I’d never read this to my child.
Sometimes you read some books you think everybody should read, if only just so that they can correct their misconceptions on certain things.
Alexander Shulgin was a researcher of psychotropics which he had been inventing in his laboratories and testing on himself for almost half a century. Actually, no; merely calling him that would be like describing J.S. Bach simply as a Baroque musician. If it wasn’t for him, a great many psychoactive compounds, including MDMA, the tremendous potential for psychotherapeutic use of which it was also he who discovered, would have never seen the light of day; people wouldn’t have enjoyed them and found insight in their use… The field as a whole would be much poorer.
In fact, given the prolonged forbidding legal status of the production, distribution and even use for the majority of known psychedelics since the ’60s, without Shulgin there would have hence been next to no research at all in this field of human knowledge and experience we are repeatedly and stubbornly denying ourselves from. He was one of the most important beacons of reason, curiosity and tenderness on this topic, and that is why I wanted to get my hands on PiKHaL: anything written by Sasha is required reading on this subject.
Since it’s a big book and it’s expensive and difficult to get it even used, I tracked it down on .pdf soon after I got my Kindle, which makes it easier to enjoy hard-to-find works like this on digital format. The day after I started reading it, there was news that Shulgin had passed away – at the age of 88 and after inventing and trying hundreds of successful and not-so-successful “drugs”, no less.
Shulgin in this book told his life’s story and how he got interested in the things that made him famous (it has to do with the placebo effect and the power of the mind); how he met his wife, who co-authored this work with him; he described his little psychedelic sessions with friends in a very affectionate and effective way.
In their remote but blessed corner of the universe they tread new ground and wrote all about it. It was epic.
Read this and come back to me mumbling something about wanting to keep it natural and chemicals-free. I dare you.
I’m perfectly aware that I might be getting on your nerves with these Kindle shots. The first two should be easy enough to read if you want to get a feel of what it was like reading these highlight-worthy quotes. But in this last bit the font is too small, and I admit it’s probably way too much effort reading text from those .jpgs. They serve as aesthetic enhancements of the review. Or I could just call them my reviews’ seasonings, like they have in restaurants on every table: complete with salt, pepper, oil, chili perhaps, here in Bulgaria garlic sauce… Optional, but there for you if you’re feeling like it.
I’ll sign off this review with a transcript of the picture above, because I know that sometimes food is best eaten pure.
PIHKAL: A Chemical Love Story (Shulgin)
– Your Highlight on page 208 | location 3183-3185 | Added on Wednesday, 11 June 2014 14:20:42
I looked up at him and smiled, showing all my teeth, “I learned long ago that the most dangerous opponent is the one who tells you he hasn’t been near the game in years. He’s the one who’ll wipe the board with you, while apologizing for being so terribly rusty.”
==========
PIHKAL: A Chemical Love Story (Shulgin)
– Your Highlight on page 215 | location 3294-3297 | Added on Wednesday, 11 June 2014 14:34:12
“You told me that you invent new psychedelics and that you have a group of people who try them out after you’ve made sure they’re safe and ,/ He interrupted, “Not safe. There is no such thing as safety. Not with drugs and not with anything else. You can only presume relative safety. Too much of anything is unsafe. Too much food, too much drink, too much aspirin, too much anything you can name, is likely to be unsafe.”
==========
PIHKAL: A Chemical Love Story (Shulgin)
– Your Highlight on page 219 | location 3349-3351 | Added on Wednesday, 11 June 2014 14:39:51
“Of course, there are many ways to alter your consciousness and your perceptions; there always have been, and new ways will keep being developed. Drugs are only one way, but I feel they’re the way that brings about the changes most rapidly, and – in some ways – most dependably. Which makes them very valuable when the person using them knows what he’s doing.”
And… sorry, I just couldn’t hold myself. Quotes really do a better job at reviewing themselves than I ever could.
PIHKAL: A Chemical Love Story (Shulgin)
– Your Highlight on page 176 | location 2690-2698 | Added on Sunday, 8 June 2014 04:37:06
Sam said, “I don’t know if you realize this, but there are some researchers – doctors – who are giving this kind of drug to volunteers, to see what the effects are, and they’re doing it the proper scientific way, in clean white hospital rooms, away from trees and flowers and the wind, and they’re surprised at how many of the experiments turn sour. They’ve never taken any sort of psychedelic themselves, needless to say. Their volunteers – they’re called ‘subjects,’ of course – are given mescaline or LSD and they’re all opened up to their surroundings, very sensitive to color and light and other people’s emotions, and what are they given to react to? Metal bed-frames and plaster walls, and an occasional white coat carrying a clipboard. Sterility. Most of them say afterwards that they’ll never do it again.” “Jesus! Right now, after what I’ve just gone through, that sounds worse than awful.” “Not all of the research is being done that way, thank God, but too much of it is.” “What a shame,” I said, saddened by the picture, “What a shame!”
In late June – that’s already 2 months now, frack! – I got myself a new laptop with the money I got from my father’s insurance company as a reward for managing to not die before turning 25 or something to that effect. It’s a lot less than what I should have got, given the amount of money my father had been paying every year for me to be entitled to this. Even the sum itself, while indeed the same numerically as the one in the original contract, is worth much less today because of the beautiful human construct called inflation, a fact which I’m sure my insurance company, and all insurance companies everywhere since forever for that matter, must have preciously kept in mind before sealing the deal. Still. Still! This boost isn’t enough for me to do everything I ever wanted (that costs money), but it’s enough to do at least some of those things (that cost money), or indeed, individually, anything I ever wanted, apart from maybe owning land, a car, or a sailing boat. My wishes aren’t so costly anyway. Thanks dad.
So, the time of choices was – and still is – upon me. The first one I made was, as I mentioned in the first sentence, to buy a new laptop. My cheap old Acer served me well for the 5 years I had it and now I transferred it to Zanda, who’s been out of a computer almost since we got here in Sofia. She’s been taking good care of the little grandpa, including surprisingly taming his overheating, random-restarting temper by simply cleaning him a little bit with a paintbrush, so I can now safely assume he’s in good hands.
Back to my own new laptop. After 4-5 days of furious googling, redditing and reading reviews, comparing prices, all the things you do when you’re itching to invest on any shiny new piece of tech and that have utterly transformed in unfathomable ways how consumers exercise their right and obligation of being good citizens, I made my decision: the best available bang for the buck and the best fit for my needs, namely the ability to play not-so-demanding games decently (you know, the weird ones I like), longevity – i.e not having to buy another laptop for another 5 years or even more if I can make it – and to have a desktop replacement, since 1) who knows where I’ll end up next year or the one after the next? and 2) Cuberick is getting old, even after I upgraded him a few years back. His GFX card has been the same since early 2008, for one thing…
Many thoughts went through my mind before I made my decision (duh). I had a lot of doubts about buying something so expensive, perhaps the single most expensive thing I ever bought with my own money. “Should I get a used laptop instead? How big of a difference will paying more now make in the long run, after the novelty has worn off? Will the extra €100 or so for the model with the “significantly” better graphics card also make a difference, when this new digital companion won’t be that good in playing games anyway?” As a person who tries to be against over-consumption and for simplicity, frugality and smart buys, and as one who, truth be told, hasn’t stuck to these ideals as of late, I had such mini-anxieties before taking the big step. At the end I went along the line of reasoning that dictates that important tools excuse lavish spending. Maybe.
This is the laptop: the ASUS N56JR-S4078D. Notebook review link – the only difference with the S4078H model in that review is that mine has a keyboard in English/Cyrillic; perfect for learning and typing in Bulgarian and – why not? – one day Russian. Here’s a good topic containing discussion on this model.
I got it from pcstore.bg, which was the only retailer in Bulgaria who actually had it in stock at the time. I checked to see if it was available anywhere in Greece, but surprisingly it appeared that no models of the N56 line had been made available from ASUS in the county. Hah! I own something that doesn’t exist in Greece!
For all its good points, the model didn’t have an SSD, something I’d been dying to get my hands on. Instead it had a Blu-Ray writer! I got a 120GB Samsung SSD for it and replaced the optical drive with that. I also got a USB enclosure for the removed optical drive. It feels super-neat having a small external device capable of reading and writing on pretty much every optical medium, but I’ll probably hardly ever use it. Optical simply faded away and nobody shed a tear…
All things accounted for, I paid 1958lv for it. That would have translated into less than 1000€ if Alpha Bank hadn’t screwed me over with their extortionate exchange rate from euro to leva, so I had to pay more or less 60€ extra for the luxury of moving money from my Greek account to pcstore.bg’s Bulgarian account. #$&@*! I At least I got some feelings of compensation from the sweet Razer messenger laptop bag pcstore.bg was giving away with every purchase of this particular laptop model. I might not have played Dragon Age II, nor do I plan to, but who cares? Actually, now that I looked up that link to Razer’s site for the bag, I’m disappointed that it wasn’t the Mass Effect II or the Starcraft II variation – hey, what’s up with the sequels? *shakes head violently* No, no. I got this bag for free. No complaints, kay?
Here’s a review of the laptop, linking to other reviews by the same guy:
And here’s a picture from the first time I turned it on:
And here begins the point of this post. The moment I opened the box and got my hands on this beauty, I wanted the above video review to be done by me. I love the black keys over the polished aluminium – I’ve already confused Macbook Pros with N56s on-screen; Daphne had to correct me when we were watching Utopia. I felt so special for owning this thing. I wanted to make videos showing all the little bits, pieces and magic, take pictures, share the excitement! Meanwhile, I was careful not to leave fingerprints anywhere; I cleaned the screen meticulously (me?! Amazing, right?) or thought twice before installing any program (still do). I wanted to leave it in as a pristine condition as possible.
I wanted to write this post ever since I got my spanking new N56JR. But then life happened for a bit and I was too busy. Frankly, the more weeks passed, the less I had an idea of what to write about. Little by little, my enthusiasm was diminishing and I was starting to look at my new possession for its pure utilitarian value, the way you always do with stuff, no less according to Heidegger and what he said about the difference between things being ready-to-hand and present-at-hand. I’m showing off here, BTW: I don’t really know much about dead German philosophers, or any philosophers for that matter, but especially about dead German philosophers; I just remember what I studied of his theories from when I was doing my Heidegger and Haiku paper. To put it differently, there is a fundamental difference of interaction between when you notice your tool and when you just use it. I’m slowly going into the latter stage, of just using the tool.
It’s another reason I posted a “long term” review above (and was pleasantly surprised to come across one); I can see that reviewing something when you’ve just plucked it from the box must be very different from reviewing it after you’ve had it for a while. Yet, there’s unboxing videos combined with “reviews” everywhere on YouTube. Another German philosopher put it very eloquently: fetishising of commodities. Hell, I’ll be damned if I haven’t used the word sexy for plastic things that work on batteries other than your typical sex shop’s inventory.
So what’s so special about that, about my new tool? What warrants this post? I started reasoning that nobody would care about my new laptop. Why would you? I mean, I would probably not care if you bought a new laptop. Why should I? Big deal, it’s a laptop. Ya like it? Goodonya mate. Happy you’re happy.
It’s just a laptop. We might be loving it today, but tomorrow we’ll be tired of it, the day after we’ll be cursing at it and not taking good care of it and then one day we’ll be happily chucking it. Or giving it to Zanda. Anyway, even if we give it to Zanda, its final destination will inevitably be this place:
We’re like this with everything we buy, but especially electronics. I would be very happy if I could get a laptop that would last me 10 or 20 years, the way things used to be, before growth at any cost became the name of the game. Okay, perhaps growth has been the name of the game for far longer than since whenever the first consumer appliances reared their digital faces. But it used to be the case that things just lasted! They were made for it. Are you aware of the Lightbulb Conspiracy? Or good old Story of Stuff?
I don’t believe perpetual “progress” expressed in better specs in the field of consumer electronics , such as which forces you to always need to buy the new model of iPhone, console, laptop or digital camera, is as benign, healthy, or even necessary as it’s made out to be. Far from it. What if progress meant sustainability, reduced waste in production, replaceable and recyclable parts? I would gladly sacrifice my laptop’s power if it meant that I would still be able to use it effectively in 2025. I just contradicted myself, didn’t I? Frack it.
To end this rant, I love my new laptop. It works well and I feel good using it. I enjoyed writing about it and I enjoy writing on it. I would recommend it.