Σήμερα για τα Γραφικά Υπολογιστών, ένα μάθημα που χρωστάω, νομίζω ότι δήλωσα στην σκούπα μου, αλλά δεν είμαι σίγουρος γιατί έχασα την δήλωση! Πάμε Λόφο και βλέπουμε. Ένα σερί παραπάνω και μια πρωινή βόλτα δεν βλάπτουν. Και το πολύ-πολύ περνάμε κι ένα μάθημα. *trying to play it cool*
Γραφικά Υπολογιστών; Καλά και κόβεσαι σ’αυτό; Δεν ξέρεις από γραφικά; *γιουχαίσματα!* Είναι μαθηματικά, συναρτήσεις, χ, y (το οποίο δεν μοιάζει με Ψ δεν ξέρω γιατί το λέμε Ψ), και πράγματα που θυμίζουν επικίνδυνα την Β’ Λυκείου. Αυτό το μάθημα το έχω δώσει τρεις φορές και έχω αποτύχει παταγωδώς και τις τρεις, από το 2ο έτος με κυνηγάει… Οπότε το retry ίσως να μην βοηθήσει. And skill ain’t all it’s gonna take to bring this one down.
I’m going in for the kill… Εκτός κι αν ο Μπαντιμαρούδης, στο προφορικό boss battle, χρησιμοποιήσει τις τακτικές που χρησιμοποιούν και τα boss στο Final Fantasy, και με μια massive-damage κίνηση βγάλει knock-out από το πουθενά όλη μου την ομάδα…
*equips revelant materia and weapons: drinks coffee, clears throat, rehearses Charisma Speed (increases answer conjuration speed) and Crisis Confuse (creates impression of knowledge when HP/imminent score critically low and next attack/question will result in failure)*
Στο παρακάτω κείμενο, εξερευνώ την ιαπωνική μορφή ποίησης χαϊκού. Θα περιγράφω την ιστορία του, τις πολιτισμικές επιρροές του, τις γερές βάσεις του στην ιαπωνική θρησκεία και αρχαία φιλοσοφία της Άπω Ανατολής. Έπειτα θα αναλύσω κάποιες πτυχές του έργου του Γερμανού φιλοσόφου Μάρτιν Χάιντεγκερ σχετικά με την Ύπαρξη και τον Χρόνο και θα τις συγκρίνω με τα χαϊκού και την άρχουσα φιλοσοφία τους, η οποία αγγίζει παρόμοια ερωτήματα, ψάχνοντας για σημεία τομής, ομοιότητες ή αντιθέσεις.
Για την Ανάλυση και Σύνθεση Κειμένου, με την Δέσποινα Καταπότη (σαν όνομα εκπομπής ακούγεται… θα έβλεπα μια εκπομπή που θα παρουσίαζε η Καταπότη κι ας μην έχω τηλεόραση, σίγουρα θα είχε ενδιαφέρον).
Αυτές οι μουσικές είναι πιο έπικ από τα μαθήματα αλλά δεν πειράζει. Πάντα όταν δίνουμε εξετάσεις είμαστε σε έπικ διάθεση!
He can pick up a boulder with relative ease
Makes crushing rocks seem such a breeze
He may move slow; he can’t jump high
But this Kong’s one heck of a guy!
ΟΚ. Χρωστάω 14 μαθήματα για να πάρω το πολυπόθητο πτυχίο Πολισμικής Τεχνολογίας. 2 από αυτά τα μαθήματα δίνω την Δευτέρα. Το ένα είναι Βάσεις Δεδομένων, και το άλλο Πληροφοριακά Συστήματα (και ένα τρίτο, Τεχνολογίες Λογισμικού, μόνο που δεν το έχω δηλώσει για την σκούπα. Και οι τρεις εξετάσεις είναι την ίδια ώρα την Δευτέρα, 18:00-21:00. Ουδέν σχόλιον. Τέλος πάντων).
Προσπαθώ να συγκεντρωθώ, προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτά που διαβάζω. ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ! Διαβάζω φράσεις οι οποίες απλά δεν βγάζουν νόημα, κι αν βγάζουν, μου φαίνεται απλά άχρηστο, ανούσιο. Αυτά τα τελείως οργανωμένα σχεδιάκια και η απόλυτη δομημένη θεωρία η οποία διαρκώς μιλάει για επιχειρήσεις, απλά μου φαίνεται άφταστη. Ναι, η Καταπότη έχει συμβάλλει στην «καταστοφή», όμως ποτέ δεν το είχα ιδιαίτερα με αυτά τα μαθήματα, το ΑΟΔΕ στην Τρίτη Λυκείου είχα φτύσει αίμα για να το μάθω, όσο μπόρεσα, παπαγαλία. Έχω όντως φτάσει στο σημείο τα βιβλία που μου δίνει η Καταπότη για τον Heidegger, για μεταμοντέρνες θεωρίες της αρχαιολογίας, για το temporality of landscapes, να την καταλαβαίνω πολύ καλύτερα από αυτά τα (ας πούμε) πεζά μαθήματα. Ίσως γιατί απλά βρίσκω εκείνα τα θέματα ακαταμάχητα συναρπαστικά. Χουμ.
Δεν με πιστεύετε; Ρίχτε μια ματιά στις σημειώσεις και πείτε μου πόσα μπορείτε να συγκρατήσετε από αυτά… {{:ε
Αλήθεια, έχω όλη την καλή διάθεση να τα καταλάβω και να τα μάθω. Οι Βάσεις Δεδομένων δεν είναι τόσο ακατανόητες, έχουν και μια ωραία πρακτική πλευρά, η SQL έχει την πλάκα της. Αλλά τα Πληροφοριακά Συστήματα; *γκλουπ*
Τελικά η ΑΕΙΚΙΝΗΣΗ άρεσε. Όχι τόσο σε φοιτητές (ή τουλάχιστον δεν τους έκανε και πολύ εντύπωση): άρεσε πολύ περισσότερο σε ανθρώπους που γνωρίζουν το Πανεπιστήμιο Αιγαίου χρόνια ώστε να μπορούν να εκτιμήσουν ακόμα περισσότερο από εμένα ή άλλους όσα αντιπροσωπεύει, συμβολίζει, υπονοεί ή όσα θα μπορούσε να συμβολίζει ή να υπονοεί… Σαφώς θα ήθελα το Πανεπιστήμιο να ήταν όσο καλό όσο μπορεί να φαίνεται στην Αεικίνηση, όμως γι’αυτό δουλεύουμε όλοι μας, και για αυτό θα αγωνιστούμε τώρα που έρχονται τα δύσκολα…
Στο καινούργιο τεύχος του ΑΙΓΑΙΟ.edu, έχουν χρησιμοποιήσει για πρωτοσέλιδο μια φωτογραφία μου και την λέξη Αεικίνηση… συνδέοντας το βίντεο με ροή του Πανεπιστημίου στην κοιλάδα του χρόνου, στα στενά από τα οποία περνάει τώρα και η ροή γίνεται γρήγορη, αφρώδης… φτάνουμε σε καταρράχτη ή απλά έγινε η κοιλάδα πιο στενή; Ποια είναι η δική μας θέση, είναι το εύλογο ερώτημα. Έχουμε έρθει για rafting ή μήπως δεν ξέρουμε καν κολύμπι;
Η ίδια σύνδεση με την ρευστότητα των πραγμάτων, με την θετική τους έννοια — ίσως με αυτήν της ευπλαστης προσαρμοστικότητας — με οδήγησε πριν μερικούς μήνες στην όρεξη να φτιάξω το βιντεάκι που με έκανε διάσημο για λίγο, πρωτοσέλιδο, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, αν είχαμε την διάθεση να επιδείξουμε την παρατηρητικότητα μας.
Σχετικά με την σύνδεση των Α.Ε.Ι με την ΑΕΙκίνηση, δεν μπορώ παρά να δανειστώ τα λόγια του υπέροχου Banksy:
“I’d been painting rats for three years before someone said ‘that’s clever it’s an
anagram of art’ and I had to pretend I’d known that all along.”
That’s all I have to say, pretty much. Τα υπόλοιπα τα λέει το φαρδύ χαμόγελο που είναι ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου. Επίσης, μην χάσετε, από το παραπάνω λινκ στην εφημερίδα, το άρθρο στην σελίδα 11. Μπορεί να σας θυμήσει κάτι, όμως το κολλάζ είναι πολύ κουλ οφείλω να ομολογήσω. Ένα ευχαριστώ σε όποιον το σχεδίασε, είναι όμορφο.
Τους τελευταίους μήνες, οι σχέσεις μου με την λέσχη δεν πάνε καλά.
Όχι πως ήμασταν ποτέ φίλοι. Κάποτε, μάλλον από τον Μάιο του ’09, όταν άνοιξε η κάτω λέσχη στο Ευ Ζην (αλλά και λίγο πριν, όταν το λεωφορειάκι μας έπαιρνε έξω από τον Βερόπουλο και μας πήγαινε στον Λόφο για να φάμε μεσημεριανό…), η σχέση μου με την λέσχη ήταν αντίστοιχη με αυτή που έχω με πολλούς συμφοιτητές μου: τους βλέπω κάθε μέρα, ποτέ δεν τους μίλησα πάρα πολύ και ποτέ ίσως δεν υπήρξε μια πραγματική αμοιβαία συμπάθεια. Όμως ακριβώς εξ αιτίας την καθημερινή τριβής, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο, αυτή η επαφή έχει εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο από συνήθεια και γνωριμία αλλά κάτι λιγότερο από φιλία… μια περίεργη κατανόηση η οποία σε κάνει να γνέφεις ή να λες «Γειά!», ακόμα και αν δεν είσαι καν σίγουρος ότι θυμάσαι το όνομα του άλλου.
Έτσι και με την κάτω λέσχη. Mε παρέες κατα καιρούς διαφορετικές, σχεδόν καθημερινή βίζιτα (συνήθως μεσημέρι και βράδυ) και συχνά αρμένικη: μέναμε τελευταία παρέα στην λέσχη, οι κυρίες της λέσχης καθάριζαν κι εμείς μπορεί να μην είχαμε καν επιστρέψει τους δίσκους μας και να φτιάχναμε εικαστικά αριστουργήματα με το βραδινό μας. Το φαγητό και η ποιότητα του έχει υπάρξει αγαπημένο θέμα συζήτησης, μαζί με διάφορους καυγάδες, φιλοσοφικές κουβέντες, ατέλειωτες αντιπαραθέσεις για games, ιδεολογικές διαμάχες σχετικά με την –πάντα επιλεκτική!– αποχή μερικών μας από το κρέας. Ποτέ δεν ξέραμε ούτε μας απασχόλησε ιδιαίτερα τι ακριβώς ήταν αυτό που κατέληγε στις μαύρες τρύπες μας.
Ευτυχώς από ποικιλία η λέσχη ποτέ δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από πουθενά, κι έτσι πάντα είχαμε κάτι να συζητήσουμε! Ψάρι με γεύση κοτόπουλο: κοτοπουλόψαρο! Μπριάμ μόνο με πατάτες και ένα κομμάτι μελιτζάνα κι άλλο ένα αντίστοιχο κολοκυθάκι (στην καλύτερη) ή πατάτες με λαχανικά — τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα το μενού είχε πατάτες ψητές με πουρέ και σάλτσα γεώμηλου — μακαρόνια με σάλτσα τόνου (καρμπονάρα βασικά με τόνο αντί για μπέικον :κ) , ή πορτοκάλια χωρίς γεύση και μόνιμα λασπωμένο, κακά πλυμμένο μαρούλι. Όσο για τα επιδόρπια, το πράγμα είναι πολύ απλό: Δεν ήταν κρεμ καραμελέ, μήτε ήταν ζελέου: ήταν μονάχα μι’ αλοιφή, μ’άρωμα πετρελαίου… Ή ψαρίλας. Το έχουν τα ειδικά τους ψυγεία, βέβαια! Μεταθέτουν τις μυρωδιές από το ένα φαγητό στο άλλο: πηγαίνει από το κοτόπουλο στο ψάρι και από το ψάρι στο ζελέ και από το ζελέ στο… ω ελάτε τώρα αφού ξέρετε ότι το ζελέ δεν μυρίζει (εννοούμε τα κανονικά ζελέ και όχι της λέσχης)! Ή το περίφημο ρύζι «αμβροσία» το οποίο, πριν μάθουμε ότι ήταν ονομασμένο όπως και το catering το οποίο έχει αναλάβει την λέσχη και ήταν η υποτιθέμενη specialité του, το βλέπαμε ως απόδειξη ότι, εκτός των άλλων, οι υπεύθυνοι της λέσχης είχαν και μια κάποια άρρωστη αίσθηση του χιούμορ. Αντί για νέκταρ, το μόνο που είχαμε ήταν μια βρύση. Για νερό. Τώρα που το σκέφτομαι, τι ωραία που θα ήταν αν αντί για νερό αυτή η βρύση ανάβλυζε μπύρα… Ποιος το χέζει το νέκταρ…
Και φυσικά, ο τρόπος που έχει η λέσχη να παίζει με το στομάχι σου! Μπορεί να έτρωγες τρία πιάτα, θα τίγκαρες, όμως μετά από 3 ώρες θα είχες λιγούρες, και μετά από 5 θα πείναγες ξανά! Λες και όλα αυτά που έφαγες ήταν στην πραγματικότητα αφρός μεταμφιεσμένος σε μπριζόλα, αρακά, μακαρόνια, ο οποίος όμως αφρός σε πάχαινε αν έτρωγες περισσότερο. Ναι, εγώ τουλάχιστον είχα πάρει κιλά όταν έτρωγα στην λέσχη περισσότερο από μια μερίδα. Δεν ξέρω τελικά, ίσως και να ήταν αφρός από την πολύλή σόδα! Πολλά φαγητά είχαν, σύμφωνα με μαρτυρίες (εγώ ποτέ δεν την κατάλαβα), ακόμα και γεύσησόδας, αλλά εκτός από το ότι ποτέ δεν θα μάθουμε αυτό το μυστικό, κανένα φοιτητικό εστιατορίο στον κόσμο δεν βγάζει την ουρά του απ’έξω από το θέμα της χρήσης της.
Τελικά όμως, παρά τα όσα λέγαμε,όλα έβαιναν καλώς. Μπορεί η λέσχη μας να μην ήταν όσο καλή όσο αυτή της Ρόδου, των Ιωαννίνων, που ήταν ολόκληρο εργοτάξιο, ή της Κέρκυρας (τι σαλάτες. Ω:τι σαλάτες! {:ε *όνειρα χορτοφαγικά*), όμως όλοι έχουν πει πως είναι καλύτερη από τις αντίστοιχες της Αθήνας ή της Θεσσαλονικής. Και φυσικά, ανέκαθεν ήταν το καθημερινό hot spot. Ποιο Mουσικό, Lazy και μαλακίες! Πήγαινες λέσχη και αμέσως γέμιζε ο μετρητής του social! Καθόμασταν και σε προνομιακές θέσεις για να τσεκάραμε ευκολότερα ποιος ερχόταν. Και στην τελική, το ψωμί δεν ήταν άσχημο (όταν ήταν φρέσκο).
Όλα αυτάαλλάξανε τον Σεπτέμβριο. Πηγαίνουμε την πρώτη μέρα που άνοιξε η λέσχη, παίζει να ήμασταν και οι πρώτοι, σίγουρα ήμασταν και οι πρώτοι που μάθαμε τα υπέροχα μαντάτα. «Η κάτω λέσχη θα κλείσει και όλα θα πάνε πάνω!», μας είχε πει μια από τις κυρίες που μας σέρβιραν. Οι οποίες, παρένθεση, ακούνε τα παράπονα αλλά δεν φταίνε και σε τίποτα, την δουλειά τους κάνουν… Δεν νομίζω να θέλουν να μας προσφέρουν το φαγητό που μας προσφέρουν. Παίζουν και λίγο τον ρόλο του προστατευτικού κυγκλιδώματος, κάτι σαν τους μπάτσους, σε αυτές πάνε όλα τα αρνητικά σχόλια και όχι σε αυτούς που κάνουν τα κουμάντα. Τέλος πάντων. Ναι, πρώτα από τις κυρίες της λέσχης το μάθαμε. Ήταν η αρχή του τέλους.
Δεν πήρεπερισσότερο από μερικές εβδομάδες για να γίνουν τα παραπάνω πραγματικότητα. Και τι προειδοποίηση. Όλοι πήγαμε στον λόφο, η κάτω λέσχη έκλεισε άδοξα γιατί υποτίθεται ότι δεν θα ήταν απαραίτητη εφόσον όλοι οι φοιτητές θα ήταν στον λόφο. Η ποικιλία μειώθηκε: από δύο επιλογές, που και πάλι μερικές φορές δεν υπήρχαν ουσιαστικά στην κάτω λέσχη γιατί το φαγητό ερχόταν από την λέσχη του λόφου, μειώθηκε σε μια επιλογή για κάθε γεύμα. Οι τουλάχιστον δύο μερίδες που δικαιούμασταν, μειώθηκαν σε μία (!), το πρωινό είναι παρελθόν (μικρό το κακό εδώ που τα λέμε) και οι ώρες άλλαξαν ώστε να είναι, ω τόσο μα τόσο βολικά, ακριβώς πάνω στις ώρες των μεσημεριανών και βραδινών μαθημάτων.Ευχαριστούμε τόσο πολύ, κύριοι που φροντίζετε πάντα πριν από μας για μας. 🙂 Είναι αλήθεια, τα λεφτά που παίρνει το Πανεπιστήμιο Αιγαίου από το κράτος μειώθηκαν κατα 30% φέτος. Όμως φαίνεται πως η λέσχη πρέπει να τους έτρωγε πολλά (pun intended) αφού οι ίδιες αλλαγές έχουν γίνει και η ίδια κατάσταση φαίνεται να επικρατεί και στην Χίο, όπως με πληροφόρησε ο Φάνης. Η φοιτητική μέριμνα γενικά χτυπήθηκε πολύ σκληρότερα με τις περικοπές απ’ότι άλλοι τομείς χρηματοδότησης, η σίτιση μαζί με τις εστίες αλλά και πολλά περισσότερα. Μετά από όλα αυτά, η λέσχη δεν ήταν πια αυτή που ήξερα: από συμπαθητικός γνωστός είχε μετατραπεί στην συμφοιτήτρια την οποία όχι μόνο δεν χωνεύω, βρωμάει σαπίλα από πάνω ως κάτω, μου έχει παίξει μαλακία και ΕΙΜΑΙ αναγκασμένος να την έχω και στην ομάδα μου…
Αυτές οι αλλαγές με χτύπησαν περισσότερο πριν λίγες μέρες. Ήταν Τετάρτη, μέρα που δεν έχω μάθημα όμως είναι παραδοσιακά μέρα λαδερών (η καλύτερη μου: όλο κρέας, κρέας, κρέας το βαρέθηκα, φέρτε μου ένα φασολάκι που τ’ορέχτηκα!) είχα βέβαια να κολλήσω και αφίσες για την Κινηματογραφική Συμμορία. Ο καιρός ήταν απαίσιος: μια λεπτή συννεφιά που έδινε μια ξεπλυμένη άρρωστη απόχρωση στα πάντα, μια ζέστη (ΤΙ ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΤΕΛΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΘΑ ΚΑΝΩ ΧΑΡΑΚΙΡΙ), μια άπνοια, η ατμόσφαιρα ήταν κολλώδης… Εν ολίγοις, ο ιδανικότερος καιρός για να αφήσεις την φωτογραφική σου μηχανή σπίτι. Η διάθεση μου κοινώς ακαταμάχητη, είχα πάει και μόνος. Φτάνω στην λέσχη, βλέπω τρία τεράστια ταψιά τίγκα στους γίγαντες… Και μόνο γίγαντες.
Fun fact about cubi: Πρέπει να έχω κάποιου είδους δυσανεξία στα φασολοειδή (γίγαντες, φασολάδα, μαυρομάτικα, ακόμα και αυτά τα κόκκινα που πάντα μου θυμίζουν το Salad Bar των Goody’s) γιατί ακόμα κι αν φάω μικρή ποσότητα το στομάχι μου κυρήσει εμφύλιο πυρηνικό πόλεμο, με βόμβες να σκάνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα και ο όλος αρμαγεδώννας να κρατάει και την επόμενη μέρα. Οπότε όχι, δεν είναι μόνο πόλεμος… αερίων!
Με είδε η κυρία που σέρβιρε να είμαι {:ε, της εξήγησα: «Έχω δυσανεξία στα φασόλια…». Μου απάντησε: «ΟΚ, θα σου βάλω δυο πιάτα ρεβυθόσουπα.» Wow, thanks, I guess, αν και τα ρεβύθια αυτά καθαυτά απάρτιζαν λιγότερο από το 1/10 της συνολικής μάζας αυτής της σούπας. Καθώς υπέγραφα και έπαιρνα τον δίσκο μου, με ρώτησε: «Τι κάνει το κορίτσι που μας έλεγε και κανένα γειά;» Αυτή η φράση μου θύμισε πολλά απ’όσα περιγράφω παραπάνω, ίσως και να μου έδωσε την όρεξη να γράψω όλο αυτό. Όσο πιο ειλικρινά μπορούσα της απάντησα «δεν ξέρω» κι έκατσα σκεφτικός να φάω το νερό μου με λίγα ρεβύθια μέσα. Αλήθεια, πόσοι να τις χαιρετάνε; Γιατί όχι περισσότεροι; Γιατί όχι έγω; Λες και φταίνε αυτές για την πολιτική της λέσχης, λες και φταίνε οι μπάτσοι για τις αποφάσεις των γουρουνιών… Τώρα αν αντίστοιχα οι κυρίες της λέσχης προστατεύουν την λέσχη από τα εξαγριωμένα πλήθη των φοιτητών, θα έλεγα ότι οι συγκρίσεις σταματάνε κάπου εδώ.
Την επόμενη μέρα, πήγα και είχε λαζάνια με κιμά. Μόνο λαζάνια με κιμά: τα τρία ταψιά γεμάτα με το ίδιο φαγητό μου έδωσαν περισσότερο την αίσθηση συσσιτίου παρά εστιατορίου. Kαι ήταν η μέρα που έχω μάθημα όλη μερα στον λόφο. Έκανα την καρδιά μου πέτρα, προσπάθησα να απομακρύνω τον κιμά από ανάμεσα τις φέτες ζυμαρικού μου για να μην πεινάσω τελικά… Τα σχόλια γύρω μου όχι και πολύ καλά για τον κιμά που ήθελα-δεν ήθελα δοκίμασα, μικρό το κακό σκεφτόμουν… Μια απίστευτη καούρα με ακολούθησε για το υπόλοιπο της ημέρας.
Έχουν γίνει μερικές δράσεις ως αντίσταση σε αυτές τις αλλαγές. Θυμάμαι όταν μπήκαμε με παιδιά κυρίως από το Μπίνειο αλλά και τον Μητσάκο, την Ήρα και άλλους και είπαμε πως θα σερβίρουμε εμείς το φαγητό, μόνο και μόνο για να μείνει η λέσχη ανοιχτή μέχρι τις 15:30, αντί για τις 15:00. Τελικά αυτό απέτυχε γιατί οι υπάλληλοι της λέσχης δεν μας άφησαν να μπούμε πίσω από τον πάγκο — δεν ήταν ότι ήθελαν να φύγουν και δεν τις αφήναμε, μάλιστα μένουν μέχρι αργά ούτως ή άλλως (…) — απλώς «απαγορευόταν από το υγειονομικό». Ειρωνικό θα έλεγα. Και ας έλεγε ο υπεύθηνος ό,τι ήθελε για το ότι τα υλικά και το φαγητό έχει περάσει όλους τους ελέγχους: who watches the watchmen, I ask? Ποια είναι τα κριτήρια ποιότητας τους όταν το μαρούλι παίζει να είναι και άπλυτο; Και τα κάτουρα μας είναι αποστειρωμένα, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι καλή ιδέα να τα πίνουμε! Πάντως η λέσχη έμεινε ανοιχτή λίγο παραπάνω εκείνη την μέρα…
Επίσης έχει στηθεί τις τελευταίες εβδομάδες ένας πάγκος έξω από την λέσχη που έχει χειροποίητες πίτες, κέικ κτλ, φτηνό καφέ και πολύ καλό φρέσκο χυμό πορτοκαλί. Βάζουν και γύρη μέσα για να είναι «πιο δυναμωτικός»! Εγώ δεν μπορώ παρά να τους βγάλω το καπέλο, να τιμάω τα καλούδια τους και να βλέπω ένα τόσο χειροπιαστό και καλό μέτρο σύγκρισης με την κερδοσκοπία που λέγεται λέσχη.
Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι: οι μερίδες έχουν διπλασιαστεί, και δεν πεινάς μετά από 3 ώρες. Και όπως αναφέραμε πολλές φορές στις αιώνιες συζητήσεις μας στην λέσχη: είναι τσάμπα! Όμως που τελειώνει το τσάμπα, που αρχίζει το επικίνδυνο; Όταν κάτι είναι τσάμπα, πώς αντιδράς όταν η ποιότητα του πέφτει; Γιατι δεν μπορείς να πεις «η ποιότητα θα έπρεπε να είναι καλύτερη γιατί την πληρώνω!». Και έτσι μπορούν να μας δίνουν ότι τελευταίο υπάρχει, ό,τι χειρότερο σε ποιότητα χωρίς να έχουμε δικαίωμα να πούμε τίποτα! Αλλά τι λέω; Η κυρία Χριστίνα (;) στην λέσχη που σερβίρει το είχε πει καλύτερα απ’όσο εγώ ποτέ θα μπορούσα, και πάντα επίκαιρα:
«Να χαίρεστε που έχετε και φαγητό».
ΥΓ: Για τις άπειρες ώρες που έχω περάσει στην λέσχη, διαπιστώνω μετά απο ψάξιμο στις φωτογραφίες μου ότι δεν έχω παρα ελάχιστες και από συγκεκριμένες φάσεις. Συνήθως μιλάγαμε υπερβολικά πολύ για να έχουμε χρόνο για να τράβαμε φωτογραφίες. Α, ή τρώγαμε.
Εδώ και περίπου έναν μήνα, δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο να με έβλεπε κάποιος στον Λόφο, ειδικά τις μέρες που είχα όλη μέρα μάθημα (δηλαδή Τρίτες και Πέμπτες) με ένα τριπόδι και την πιστή μου E-510 κοτσαρισμένη πάνω του, οσάν το τριπόδι να ήταν κάποιου είδους θρόνος. Έπαιρνα φωτογραφίες την μία μετά την άλλη, από τα ίδια μέρη για πολλά λεπτά κάθε φορά. Με ρώταγαν: τι κάνεις, τι ετοιμάζεις; Μερικοί πόζαραν κιόλας. Εγώ χαμογελώντας απάνταγα πώς θα δουν κάποια στιγμή, και σε μερικούς δεν άντεχα και έλεγα τι έχω στο μυαλό μου. Τις περισσότερες φορές με κοίταζαν παραξενεμένα, λέγοντας μου πως καταλάβαιναν ενώ στην ουσία το βλέμμα τους έλεγε άλλα. Είτε εγώ δεν γινόμουν κατανοητός (σύνηθες), είτε εκείνοι δεν ήξεραν περί τείνος πρόκειται! Μετά τα ατυχήματα μου, το θέαμα έγινε αστείο: ένας μπανταρισμένος τύπος να τραβάει φωτογραφίες; Χεχεχε! :γ
Η ιδέα μου ήρθε όταν ένιωσα να συμβαίνουν τόσες αλλαγές γύρω μου, και να βλέπω πως οι αλλαγές στον χώρο του Πανεπιστημίου συμβάδιζαν με τις αλλαγές στην ζωή μου ως προς την ένταση και την αισιοδοξία. Υπήρχε μια όρεξη στα πάντα, πράγμα που δεν περίμενα και ήθελα κάτα κάποιον τρόπο να απαθανατίσω. Και μια μέρα, απλά μου ήρθε το stop-motion/time-lapse, δεν ξέρω τι θα ήταν ακριβέστερο για να περιγράψει την Αεικίνηση!
Όταν πλέον ήταν αρκετά ξεκάθαρη η μορφή του video και άρχισαν να συγκεντρώνονται οι φωτογραφίες, το πρόβλημα που εμφανίστηκε ήταν: ποια θα ήταν η μουσική επένδυση; Δοκίμασα διάφορα στυλ και πειραματίστηκα με διάφορες προτάσεις. Το Small Room Syndrome μου έκατσε περισσότερο από τα άλλα. Όμως, μερικά κομμάτια μου έβγαζαν μια ενέργεια, μια αίσθηση η οποία δεν είχε καμία σχέση με το τελικό αποτέλεσμα του βίντεο όταν το Small Room Syndrome έπαίζε από πίσω. Αυτό μου έκανε εντύπωση, και αποφάσισα ότι ένα επίπεδο παραπάνω από το πρωτότυπο video (hypertext; ;ζ) σαν μέρος μιας μετα-δημιουργίας, να ανεβάσω το ίδιο βίντεο με όλες τις διαφορετικές μουσικές που μου έκαναν εντύπωση ως διαφορετικές παραλλαγές. Το τι θα βγάλει στον καθένα κάθε παραλλαγή είναι θέμα τελείως υποκειμενικο: και οι τέσσερις φάνηκαν πιο ταιριαστές από τις υπόλοιπες σε κάποιον (σκεφτείτε το αυτό για μια στιγμή αν χρειαστεί!), και αυτό προσωπικά μου φαίνεται πολύ όμορφο!
Λοιπόν, όπως ο Brian κάποτε είπε anger, fear, pain, aggression, έτσι κι εγώ θα χαρακτηρίσω κάθε είδος Αεικίνησης! Δοκιμάστε το κι Εσείς!
Χίος είπατε; Σύρος; Σάμος!;Θα σας σφάξουμε. Όλους. Και μετά θα αυτοκτονήσουμε. Πριν έρθει το Τέλος.
Ναι, φοιτητές στο Αιγαίο. Καλά περνάμε, ήσυχα μωρέ… Όχι πως πατάμε, λέμε τώρα… Καμιά Κινηματογραφική, καμιά Θεατρική, στις ομάδες, ξέρεις…
Εξεταστικη;; Ποια εξεταστική; Εννοείς τους άντρες με τα άσπρα; Ε; Ε; Αυτοί δεν εξετάζουν, θέλουν να μεσκοτώσουν! ό_Ó
Trivia I: Ο τίτλος δεν μου είχε έρθει παρα μόνο όταν είχα στήσει την μηχανή για να τραβήξω την γρίλια και να αρχίσω να γράφω, η οποία γρίλια παρεπιμπτόντως είναι στο σχέδιο της Σφίγγας, το logo του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Trivia II: Η πρώτη φωτογραφία πάρθηκε στις 11 Οκτωβρίου και η τελευταία στις 3 Νοεμβρίου.
Trivia III: Συνολικά τράβηξα 2.428 φωτογραφίες.
Ευχαριστώ την Δέσποινα για το τριπόδι που μου δάνεισε, χωρίς αυτό this wouldn’t have been possible! Επίσης ευχαριστώ όσους με έφεραν σε επαφή με τις μουσικές μου εμπνεύσεις — ξέρετε ποιοι είστε. 😉
A few days ago I was at one of Mr Blacksnake’s (Mavrofidis) lectures. The subject was Multimedia Application Programming II; the practical side is working with Flash and ActionScript 3.0, the theoretical side is an introduction to systems theory. It really is a good idea. It puts learning how to code and script into perspective, not leaving it just as an empty shell of a skill but actually connecting it with an ontological background. Through understanding the basics principles of object-oriented programming, it seems we might be able to learn a few more things about the basic principles of the universe and how we look at ourselves, which neatly reflects itself into programming and scripts which are of course artificial cosmogenesies and ontologies of their own.
Silently I was pondering these things, paying attention to Mr. Blacksnake’s lecture on autopoeisis. And then it came to me.
I often hear people comparing humans –or other biological organisms, such as animals– to machines, factories or other purely logical systems. I can practically hear mum telling me: “Your body is like a factory so it needs the best materials so that it can work well!”, giving me some vitamins in the process. In some ways this isn’t a bad metaphor. Living beings work by using chemical reactions in order to perceivably achieve certain goals, a conjunction of which actually allows the individual to survive. However, such approaches often reduce personality, cultural traits and other signs of behaviour to mere results of genetics, natural selection and instincts. They’re closer to saying “living beings are just computers that run certain programs, and those programs are written on their genes. They’re saved in the individual’s ROM (Read-Only Memory) and as such cannot be modified by environmental factors. Instincts, social behaviour and traits to our knowledge only found in humans, such as creative inclination, aren’t fundamentally different to each other. They’re just steps of different height in humanity’s long and ascending staircase of evolution”.
Agreed, some basic behaviour is written on our genes, the kind no person or living organism can do without; nutrition, rest, breathing, reproduction. But human behaviour and activity lies far beyond just munching, sleeping and having sex. What we as humans use to separate ourselves from the rest of the animal kingdom lies comfortably in the domain of culture: language, facial expressions, logic, ethics, art, means of communication, even self-consciousness and self-awareness. All these aspects are taught to us from an early age from our parents and the rest of society. People seem to inherently and genetically possess the mental capabilities for what we would call advanced thought, communication in the form of language, logic and being self-aware. What’s notable though is that we’re born just with the capability, not the ability itself. If we’re never taught how to speak a language, we’ll never learn any language. If we’re never taught in an early age that what we see in the mirror is ourselves and that a clear distinction between our self and the rest of the world does in fact exist, we’ll never develop an ego and/or self-awareness. Everything that makes us what we would call human in the social sense is thus culturally acquired and not passed down through our genes.
There is some evidence that human social behaviour is not hereditary information passed down through the genome. We have learned as much from children that for various reasons lacked parent care and grew up on their own or were raised by animals. These feral children, as they are known, typically walk on all fours or swing from tree to tree, growl and do not show signs of human self-awareness, such as recognising themselves in the mirror. In most cases feral children later introduced to human society have not been able to adapt, ie go through the enculturation process expected complete by all. To me that is no mystery. We presume feral children should be able to adapt to human societies just because they’re human, just because the rest of the “normal” humans are like that, have always been. We expect that just because everyone behaves in a certain way that it’s somehow ingrained, that it’s natural. But let’s think about that for a second; there is an amazing variety in different cultures around the world. If it was ingrained, we’d expect cultures, especially ones in similar climates, would show more similarities. Furthermore, how easy is it for Greeks to, for instance, get accustomed to British culture? Not very. It might take years for the individual to adapt to the subtle changes in everyday life and performances. They might always stand out as strange, unadaptable. How can we thus expect a human nurtured as a dog, wolf or monkey to fare any better?
I’m inviting you to research feral children, look for info and videos.
You might be as shocked as I was.
This is the idea that came to my mind not unlike a frothing cascade while listening to Mr Mavrofidis: humans are indeed comparable to computers. But not in the logical, deterministic sense. A computer consists of hardware and software. The hardware is the the physical part — the CPU, the GPU, RAM etc — and the software is the programs, the ideas, the zeros and ones that come into existence through the hardware. The two depend on one another to carry out what they were designed for. Software would not exist without hardware, it needs hardware to be activated. Hardware, on the other hand, has no reason to exist if no software exists to use it. So was it software or hardware the first of the two to be designed? It reminds me of universal questions involving chickens and eggs… Roots aside, hardware of the last 25 years or so does have a kind of software that runs with no need for software present. It’s the Basic Input/Output System. Some version of BIOS is present in all computer’s motherboard’s Read-Only Memory and it basically tells it what to do when it is turned on, where to look for the real software, when to shutdown if the CPU is overheating etc… See where I’m going with this already?
Hardware, the vessel, the physical counterpart, is the human body. Software we can divide into BIOS and the Operating System. I’m taking into account every feature, program and application executable through the OS and every goal achievable through it as part of the OS. The BIOS is hereditary behaviour, what we could call instincts. Hunger, sexual urges and what we might do to satisfy them, aversion to pain and danger, perhaps some inclination for style of movement or typical gestures (a man I know does some of his father’s gestures without ever having met him), seeking warmth or shade in respective situations, the list goes on. These functions ensure survival of our “hardware”, just like the BIOS does for computers. It also bridges the gap between the physical and the mental, paves the road to the land of behaviour and culture.
Now, the human Operating System isn’t exactly like having Windows, Linux or Mac OSX installed on your PC. Windows was designed to fulfill certain working requirements, such as giving the user the flexibility to switch from one task to the other quickly, efficiently and aesthetically pleasantly. The human Operating System has not been designed by anyone in particular: it’s a conglomeration of different behaviour patterns (culture?) mostly but not exclusively taken up at childhood, chiefly influenced by any given social standards and by each individual’s parents (the parents also in turn chiefly influenced by any given social standards). Culture, of course, is a very complicated matter, and it penetrates our minds so deeply and thoroughly, it subconsciously makes us think that it, the way WE see the world, is the only truth. In fact, each one of us runs a different OS, comprising many different little “modules”: tastes, opinions, ideas, sexual preference, self-esteem, modes of interaction with others, sense of humour, what we think of or what we do when we are alone… Everything we might call personality falls under this category. Yes, who we are belongs squarely in the realm of nurtured behaviour, the kind of stuff we pick up, imitate (with criteria already imitated by our parents, parent figures, maybe something BIOS-like on the way? I don’t know) and then reproduce ourselves, ready for others to pick up and imitate. It reminds me of Richard Dawkin’s “meme”s, so narrowly used in today’s internet cyberculture.
The more I thought about it, the more it all connected, and the more it all frightened me. The mere existence, the mere plausibility of phenomena such as feral children doubts, deconstructs even, the fabric of the foundations of human society, what’s considered right and wrong, acceptable and unacceptable. It disconnects humanity from humans! It’s easy to say but you can’t really wrap your head around it. A human can just as easily be encultured to become dog, wolf or monkey, as well as a human, in all our different forms through different cultures and, ultimately, Operating Systems. The reverse has been tried and tested with limited success (think about wild cats next to human-raised cats), but no chimp, for example, has fully taken up human behaviour through nurturing. Does that mean human hardware is more “advanced”, has a broader range of selection, is more adaptable? Possibly. But the fact on its own proves nothing. Furthermore, it underlines what we already know but refuse to admit: that the human condition, in all its known forms through different cultures and wildly variable manifestations of unique and reproducing Operating Systems, cannot be pigeonholed into a standard set of values. Why? Simply because what we accept as our society today is one of many, one condition out of infinite, an activation bound by randomness, maintained by constant imitation, brought forward not by necessity nor efficiency.
What was first? Hardware of software? Chicken or egg? Did humans evolve their hardware together with their software, was software evolved because of the advanced hardware, did the hardware expand its capabilities to satisfy the growing demands of the software? Was there any evolution in the first place?
If computers were designed by humans to fulfill certain tasks, their competence of carrying out those tasks would separate the computers with superior hardware –and therefore a wider selection of superior software– from the rest. What purpose, what task might humans have embedded in their “design”, by which their “competence” might be measured? An answer to that wouldn’t come short of the meaning of life… The purpose of it all?
I could go on and on. I already feel this is too long for anyone on the web to have the attention required to read — friends and family included. I hope I have inspired some thought to anyone brave and patient enough to have read this far! I will sign off with an impressive, memorable little something Karina replied to me when I once asked her what came first: human nature or human culture.
Nature is cultural. I mean, think of the distinction between a natural phenomenon and a natural disaster. They’re both different interpretations of the same thing. The difference lies in humanity’s ability to deal with them effectively. The distinction between us humans and “nature” is purely cultural, constructed. We wouldn’t be speaking of nature if a concept of nature did not exist.
However, culture is also natural. The development of the concept of culture in humans has been a natural evolutionary process that has taken thousands of years and has come about because of social interaction in our species, and other unknown factors. We wouldn’t be speaking of culture if our species hadn’t evolved into a being capable of speech.