qbdp Episode #1: Podcast ή Πόδψαστ


Link για κατέβασμα

Καλά Χριστούγεννα!

Το πρώτο πραγματικό επεισόδιο του quixotic baboon’s dangling phonetics είναι γεγονός. Πριν με ρωτήσει κανείς, το quixotic baboon το υιοθετώ σιγά-σιγά καθώς μου ταιριάζει πολύ σαν αντίστροφη ερμηνεία του qb (cubi). Αααχ, μια μέρα θα την πω και την ιστορία του ονόματος. Ίσως είναι ένα καλό θέμα για ένα μελλοντικό επεισόδιο! Yes, that’s it!

Τι είναι το podcast; Γιατί μου ήρθε να ξεκινήσω ένα; Ποια είναι τα αγαπημένα μου και ήταν οι εμπνεύσεις μου για τούτο το εγχείρημα; Ένα play θα σας δώσει μια καλή ιδέα.


Links

Notes in Spanish
The Partially Examined Life
The Higherside Chats
A History of the World in 100 Objects
Get Lucid
Hardcore History // Common Sense
You Are Not So Smart
Kyle’s Cult
Three Moves Ahead
Podrunner

qbdp Episode #0 – Το εργαλειάκι

Link για κατέβασμα.

Το γλυκό άνοιγμα των κουτιών... Δάφνη κάτω δεξιά
Το γλυκό άνοιγμα των κουτιών… Δάφνη κάτω δεξιά
Πολύ douchebago-ass-hall εμφάνιση αλλά μετικές φορές δεν μπορείς να αντισταθείς!
Πολύ douchebago-ass-hall εμφάνιση αλλά μερικές φορές δεν μπορείς να αντισταθείς!

Επίσημη σελίδα του H2n.

Λέει μέχρι και “Goodbye see you!” όταν το κλείνεις! <3

Τι ακριβώς είναι το qbdp? TBD και TBA.

Review: Αντικουλτούρα: Τα “κακά” παιδιά

Αντικουλτούρα: Τα Αντικουλτούρα: Τα “κακά” παιδιά by Juan Carlos Kreimer

My rating: 3 of 5 stars

Δύσκολα η γενιά μας έχει πρόσβαση σε πληροφορίες για το τι γινόταν 50 χρόνια πριν, σε μια εποχή που είχε ελπίδα, όραμα και παραδόξως -γιατί τότε ήταν ο τρόπος ζωής των παρείσακτων – γέννησε μεγάλο μέρος αυτού που σήμερα λέμε pop culture (δηλαδή δημοφιλή κουλτούρα). Δεν διδάσκεται πουθενά και όλοι μας σχεδόν έχουμε σαν δεδομένα αυτά που έγιναν τότε: από τα κεκτημένα στα δικαιώματα των μαύρων μέχρι τους ανατρεπτικούς μουσικούς που γέννησαν τη ροκ και τις ενθεογενείς ουσίες οι οποίες άνοιξαν μυαλά αλλά διώχτηκαν και συκοφαντήθηκαν. Δυστυχώς από τότε έχει περάσει αρκετός καιρός ώστε να μαθαίνουμε μόνο αυτά τα οποία το κύριο ρεύμα μπορεί να χωνέψει και έχει εντάξει· είμαι σίγουρος πως πολλές ιστορίες, φιγούρες και άλλα σημαντικά για την εποχή γεγονότα και διεργασίες έχουν πια ξεχαστεί ή/και επιμελώς θαφτεί.

Το βιβλίο ως βιβλίο καταπιάνεται με όλα αυτά. ο Juan Carlos Kreimer και ο Frank Vega προσπαθούν με το Αντικουλτούρα: Τα «κακά» παιδιά (thumbs-down στην μετάφραση του τίτλου και των εισαγωγικών, που στο πρωτότυπο είναι Contracultura para principiantes, δηλαδή Αντικουλτούρα για Αρχάριους), να μας δώσουν εμάς, την γενιά του 21ου αιώνα, τι έγινε εκεί πίσω στην εποχή η οποία δημιούργησε τις περισσότερες φιγούρες στις οποίες πιστεύει το σημερινό περιθώριο, όσο κι αν σπάνια έχει συνείδηση της συστημικότητας -ήδη απ’το ’70- πολλών απ’τα στοιχεία που αυτό οικοιοποιείται σήμερα. Τα καταφέρνει; Ναι και όχι.

Ναι, γιατί αναφέρει -αρκετά συμπυκνωμένα είναι αλήθεια- όλα αυτά που μόλις έγραψα. Πώς έγιναν διάσημοι οι Beatles, πώς ξεκίνησαν οι Sex Pistols, ποιος έκανε το LSD διάσημο, ποιοι ήταν οι πρώτοι διανοητές beat, ποιες ταινίες επηρέασαν το πνεύμα της εποχής, γιατί δολοφονήθηκαν όλοι οι πολιτικοί -μαύροι και λευκοί- οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν κάνει τη διαφορά, τι διάβαζαν οι χίπιδες, τι δυσφήμισε τα κινήματα κτλ.

Όχι, γιατί δεν κατάφερε να δημιουργήσει μια συνεκτική ιστορία που θα συνέδεε όλην αυτή την πληροφορία σε μια ιστορία, σε μια ενιαία αφήγηση. Διαβάζοντας το μαθαίνεις αποσπασματικά τις λεπτομέρειες αλλά δεν λαμβάνεις την όλη αίσθηση της εποχής τόσο πολύ.

Τελικά όμως θα μου φανεί χρήσιμο ως σημείο αναφοράς για να ψάξω από μόνος μου κάποια από τα πρόσωπα, τις ταινίες, τα συγκροτήματα, τα πρόσωπα και τα γεγονότα που σημάδεψαν την γέννηση της αντικουλτούρας. Γιατί αν δεν ξέρεις ιστορία, είσαι καταδικασμένος να την επαναλάβεις (Santayana), ακόμα κι αν η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, παρα μόνο κάποιες φορές κάνει ομοιοκαταληξία (Twain) και τελικά το μεγαλύτερο μάθημα που μπορεί να μας διδάξει είναι πως οι άνθρωποι δεν μαθαίνουμε από αυτή (Huxley). Νιώθω πολύ πόζερος που μόλις το έγραψα αυτό.

Πολλά ευχαριστώ στον Κίρα που μου έκανε το βιβλίο δώρο πέρσι τα Χριστούγεννα. Άργησα (σχετικά!) αλλά δεν μου ξέφυγε.

View all my reviews

Review: On the Map: Why the World Looks the Way it Does

On the Map: Why the World Looks the Way it DoesOn the Map: Why the World Looks the Way it Does by Simon Garfield

My rating: 3 of 5 stars

I bought On The Map from Schiphol Airport when it caught Daphne’s eye in an AKO. It looks at cartography from numerous and very different angles: the digital (or tabletop), imaginary map of the contemporary game; the history of cartography from Ptolemy to Eratosthenes and from Blaeu to Mercator -and the fight between different projections and why the one bearing the latter’s name escaped its intended use for navigation and remained revelant in the 21st century; neurology’s attempts of mapping the brain; the medieval spirit of map-making that was vastly more interested in the representation of myth and fable than of actual space; the revolution -and problems- brought about by the introduction of GPS; even a more in-depth look at how men and women look at maps differently -note: not necessarily with the men being flat-out better at reading maps as is commonly believed, it’s a bit more complex than that- and many more.

My main problem with the book was that it was too geared towards Brits: there were just too many chapters on the Ordnance Survey, the creation of the London A-Z, John Snow and how he stopped cholera (don’t laugh!), the story of the London Underground iconic -and first of its kind- stylised chart (okay, that one was interesting) and others that were just too specific for me. Plus, Simon Garfield’s style was somewhat… dry, I’d say. It couldn’t convey the thrill I usually get from looking at maps (or creating them, as is the case with many of my favourite PC games), letting my imagination and abstract mind go crazy in the process. There was some magic lost here.

The chapter on the world’s atlases, on the other hand, had me salivating all over. Just for a taste: Blaue’s Atlas Maior (1665), The World Geo-graphic Atlas (1953) and The State of the World Atlas (1999, with recurring editions – nine to date). Unfortunately, the book’s black & white illustrations, scans and pictures, while indeed helping to keep the price low, didn’t help with making the maps look their best. Thank you Google DuckDuckGo.

To cut a long story -okay, maybe not so long- short, I’d say that the book was okay; a useful reference but not as mind-tickling as I’d have liked it. If you like maps though, don’t let me stop you: by all means give it a flip and see what you can get from it. To carry on with the whole British thing, there’s bound to be something in there that’s your cup of tea.

View all my reviews

Review: Ο διανοούμενος στην κουζίνα

Ο διανοούμενος στην κουζίναΟ διανοούμενος στην κουζίνα by Julian Barnes

My rating: 2 of 5 stars

Ο τίτλος του βιβλίου στα ελληνικά είναι «Ο διανοούμενος στην κουζίνα». Στα αγγλικά είναι “The Pedant in the Kitchen”.

Από το WordReference.com:

pedant n (nitpicker, [sb] overly academic) // σχολαστικός επίθ

•intellectual adj (person: intelligent) // άτομο διανοούμενος, πνευματικός επίθ.

Παίρνοντας το συγκεκριμένο βιβλιαράκι από το ράφι του Σπόρου στα Εξάρχεια για 2€, περίμενα κάτι σε στυλ μοριακή γαστρονομία, ανάλυση της υψηλής κουζίνας ακαδημαϊκά και τέτοια. Αντί αυτού, πρόκειται για τον συγγραφέα (που εγώ δεν ήξερα) Julian Barnes να εξιστορεί τις περιπέτειές του με τα βιβλία μαγειρικής του, που το «μία πρέζα αλάτί» π.χ, απλά δεν του φαίνεται αρκετά ακριβές. Άλλες ιστορίες του είχαν να κάνουν με τους αγαπημένους του διάσημους σεφ και τι χουνέρια τους κρατάει και καταστάσεις όπου η μαγειρική του δεν εξελίχθηκε όπως την περίμενε. Ελαφρώς ενδιαφέρουσες, αλλά δεν πήρα αυτό που περίμενα!

O pedant είναι ο σχολαστικός ψείρας που τα κάνει όλα ακολουθώντας κατα γράμμα τις οδηγίες και τη “βιβλιογραφία”. Pedantic grammar nazism, θα μπορούσαμε να πούμε. Η διανόηση είναι κάτι άλλο. Γενικά η μετάφραση δεν ήταν κακή, αλλά αυτό ήταν για μένα μεγάλο λάθος που αλλάζει όλο το κλίμα και τον τόνο του βιβλίου. Θα ήταν ενδιαφέρον θέμα ένας διανοούμενος στην κουζίνα· ένας ψείρας που θέλει να τα κάνει όλα από το βιβλίο και πώς δεν τα καταφέρνει απλά με βρίσκει τελείως αδιάφορο γιατί πολύ απλά δεν είμαι αυτής της σχολής σκέψης στην μαγειρική. Τη σέβομαι, αλλά όχι. Είμαι του άκρατου πειραματισμού, τι να κάνουμε.

Μισός έξτρα πόντος για την ιδέα της σάλτσας ντομάτας με κρέμα γάλακτος, για το κεφαλαίο αφιερωμένο στα έξτρα μαγειρικά σκεύη που όλοι μας έχουμε αλλά δεν χρησιμοποιούμε ποτέ, για την χρήσιμη συμβουλή να μην εμπιστευόμαστε ποτέ τις φωτογραφίες στα βιβλία μαγειρικής και για τον λαγό με σοκολάτα.

Καημένοι Άγγλοι, το τι θεωρείτε επιτρεπτό στη μαγειρική είναι απλά θλιβερό. Αλλά, απ’την άλλη, if you don’t know what you’re missing, you’re missing nothing at all.

View all my reviews

H Φωτογραφία κι εγώ

100_0009

Αυτή είναι η πρώτη ψηφιακή φωτογραφία που τράβηξα ποτέ, τον Οκτώβριο του 2003 (επίσης, είναι ο πατέρας μου μια φωτογραφία του πατέρα μου).

Για την ακρίβεια, όχι: είναι η παλιότερη φωτογραφία μου που σώζεται. Το όνομα της είναι 100_0009.JPG, το οποίο σημαίνει ότι υπήρξαν άλλες 8 πριν από αυτήν τις οποίες για κάποιο λόγο τότε έσβησα. Αν εξαιρέσω τα χιτάκια του γυμνασίου που κατέβαζα με τη 64k ISDN με το KaZaA και για κάποιο λόγο ακόμα δεν έχω σβήσει (περισσότερο βαρεμάρα παρα νοσταλγία), είναι από τα παλιότερα αρχεία που μετά από πολλαπλά φορμάτ, αλλαγές και θανάτους σκληρών δίσκων, ακόμα κάπως υφίστανται, δεν έχουν χαθεί για πάντα όπως πολλές συνομιλίες του MSN, savegames ή sessions του Firefox που άφησαν αυτόν τον κόσμο έπειτα από μια ανωμαλία στην ψηφιακή κανονικότητα. Ήταν με μια Canon PowerShot A60 των 2 ολόκληρων megapixel την οποία είχα αγοράσει από το Ebay, από κάποιο μαγαζί του Καναδά. Σήμερα, με τα ίδια λεφτά που κόστισε στους γονείς μου (δεν θυμάμαι σε ποιους ακριβώς) αυτή η μηχανούλα,  θα μπορούσα να αγοράσω μια αρκετά καλή DSLR.

19/10/2003, 3 μέρες αφού η Α60 κάμερα έπεσε στα χέρια μου
19/10/2003, 3 μέρες αφού η Α60 κάμερα έπεσε στα χέρια μου. Φωτό από την Ινές (υποθέτω)

 

Εκείνη την περίοδο, όσο πήγαινα ακόμα σχολείο, τραβούσα συνέχεια φωτογραφίες. Απλά συνέχεια. «ΦΩΤΟ, ΦΩΤΟ!» φώναζα κάθε τρεις και λίγο, και φίλοι και γνωστοί με κορόιδευαν τρυφερά. Για όλο το Λύκειο ήμουν ο νούμερο ένα καταγραφέας των γεγονότων της ζωής του σχολείου αλλά και της δικής μου ύπαρξης εκτός αυτού. Για μία περίοδο η οποία σημαίνει πια για μένα, αν εξαιρέσεις τους φίλους μου, τόσο λίγα, αυτές οι χιλιάδες φωτογραφίες παραμένουν κειμήλια μιας άλλης πραγματικότητας, ενός άλλου εαυτού. «Ποιος τράβηξε αυτές τις φωτογραφίες;» αναρωτιέμαι όποτε τολμάω να γυρίσω και να κοιτάξω πίσω στις οροσειρές του χρόνου που έχω ήδη διαβεί και φαίνονται στον ορίζοντα. Το καλό είναι πως κάθε φορά που επιστρέφω μου φαίνεται ευκολότερο απ’ότι περίμενα: έχω καταφέρει επιτέλους να αγαπήσω το ποιος είμαι και, το σημαντικότερο, ποιος ήμουν.

Όσο ήμουν στο σχολείο άλλαξα 3 συνολικά μηχανές: απ’ότι φαίνεται δεν ήταν για να κρατάνε αυτές οι Canon. Ίσως φταίει και ότι σε 3 χρόνια τράβηξα ούτε λίγο ούτε πολύ 20.000+ φωτογραφίες και βίντεο. Ο Τσίρκας, τότε, είχε προφητεύσει ότι δεν θα κράταγε τόσο πολύ αυτή η μανία μου. Τότε ήλπίζα να του δείξω πως είχε άδικο. Τώρα χαίρομαι που, τελικά, είχε δίκιο.

Από τη φωτογραφική του Φάνη. Φεβρουάριος 2004
Από τη φωτογραφική του Φάνη. Φεβρουάριος 2004

 

Μία από τις πιο σοκαριστικές συνειδητοποιήσεις -σχετική με τον χρόνο- ήταν πριν λίγους μήνες, όταν κατάλαβα ότι το χρονικό διάστημα μεταξύ του σήμερα και της στιγμής που απόκτησα την πρώτη μου DSLR (δώρο γενεθλίων για όταν έγινα 19 το 2008) ήταν ίδιο με το διάστημα μεταξύ εκείνης ακριβώς της στιγμής και της πρώτης φωτογραφίας που βλέπετε πιο πάνω. Αν η φωτογραφική μου ιστορία ήταν μια γραμμή, εκείνη η μέρα που έπεσε στα χέρια μου το κιτ της e-510 με τους δυο φακούς θα την χώριζε σε δυο ίσου μήκους τμήματα. Πέντε χρόνια κι άλλα πέντε.

Τι είναι όμως πέντε χρόνια; Τι είναι δέκα χρόνια; Αν και τα πρώτα πέντε μου έχουν αφήσει πολύ λιγότερες αναμνήσεις απ’ότι τα επόμενα πέντε (αν εξαιρέσεις τον έναν χρόνο και κάτι στην Μυτιλήνη), στο μυαλό μου ο χρόνος κύλησε πολύ πιο αργά στα πρώτα. Είναι σαν ένα ολόκληρο κομμάτι μου να έχει εξανεμιστεί πλέον, και το μόνο που να απομένει σήμερα να είναι οι φωτογραφίες. Χωρίς τις φωτογραφίες, δεν θα θυμόμουν και πολλά. Όταν βλέπω τις φωτογραφίες του τότε, στιγμές από διαγωνίσματα, ζωή στην τάξη, παλιούς συμμαθητές, το δωμάτιο μου στο σπίτι μας στην Αρτάκης, την παλιοπαρέα και τις μαλακίες που κάναμε (πολλές από τις οποίες κατέγραφα ευλαβικά σε 320×240@15fps video και που τελικά έκοψα και έραψα για να φτιάξω το μεγαλοπρεπές βιντεο-λεύκωμα του Κράματος), γενικότερα τη ζωή στα 15 και στα 16 μου, μπορώ να μπω ξανά – για λίγο – στο πετσί του έφηβου cubi. Ό,τι όμως ξέφυγε από τον φακό των Canon μου έχει σβηστεί.

Όσο μεγάλωνα και «ωρίμαζα» (πιο πολύ με την έννοια του άνθους στο δέντρο που μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε φρούτο, παρα με αυτή του φρούτου που ετοιμάζεται να πέσει απ’το δέντρο) τόσο πιο πολύ έβλεπα την φωτογραφία καλλιτεχνικά. Όλες οι μικρές Canon μου είχαν χειροκίνητες ρυθμίσεις κι έτσι είχα μάθει λίγο πολύ τι σημαίνει κλείστρο, ταχύτητα, διάφραγμα, ISO κτλ, έστω εμπειρικά (που ίσως είναι ο καλύτερος, αν όχι ο μόνος σωστός, τρόπος να τα μάθεις). Από εκεί που η φωτογραφική μου μηχανή ήταν αποκλειστικά καταγραφέας της ζωής μου, μετατράπηκε σε μηχανή πειραματισμού. «Τι θα γίνει αν το πάρω αυτό με χαμηλότερη ταχύτητα; Αν βάλω φλας εδώ; Ας το δοκιμάσω αυτό στο PhotoShop;» Αυτή η αλλαγή με ακολούθησε και στο πανεπιστήμιο. Βλέποντας λοιπόν μια μέρα την μεγάλη Nikon της Καρίνας με τον αποσπώμενο 18-108 φακό («μου προσφέρει ευελιξία!») και το τί μπορούσε να κάνει με αυτή, ζήλεψα. Ήθελα κι εγώ μια τέτοια «σοβαρή» μηχανή. Λίγους μήνες μετά την απόκτησα από κάποιον που την πούλαγε σχεδόν καινούργια στο dpgr.gr. Μπορούσα πλέον να πειραματιστώ όσο ήθελα – και να καταγράψω πιο καλλιτεχνικά και ξεχωριστά από ποτέ!

Καθεδρικός Aachen, 2008. Αμφίεση e-510+emo-μπαγκα. Δεν είμαι για μπουνιές εδώ; Την αλήθεια! Thanks Alex for the pic (and the trip! ^^)
Καθεδρικός Aachen, 2008. Αμφίεση e-510+emo-μπαγκα. Δεν είμαι για μπουνιές εδώ; Την αλήθεια! Thanks Alex for the pic (and the trip! ^^)

 

Από τότε μέχρι σήμερα πέρασα πολλές φάσεις. Έφτιαξα flickr, αγόρασα φακούς, μπήκα στη φωτογραφική ομάδα του πανεπιστημίου, γνώρισα άλλους και άλλες φωτογράφους (σε μια φάση, πάνω από τους μισούς του κοντινού μου κύκλου και της παρέας μου είχαν DSLR, και, ας μη ξεχνάμε, στη Φωτογραφική, αλλιώς και ΦΟΠΑΜ, γνώρισα τη Νένη), έκανα εξορμήσεις, έγινα ψιλο-διάσημος, συμμετείχα σε διαγωνισμούς, αγόρασα τη φιλμάτη μου OM2n, τράβηξα με φιλμ, αγόρασα εξοπλισμό εμφάνισης, εμφάνισα ασπρόμαυρα φιλμ, τα σκάναρα, πήγα σε σχετικό exchange στη Φινλανδία. Αλλαξα στιλ και προτιμήσεις. Πέρασα από τη φάση που μου άρεσαν οι φλου φωτογραφίες. Την ξεπέρασα. Ξαναγύρισα. Οι φωτογραφίες μου τράβηξαν τη δική τους πορεία – αντίστοιχη με την πορεία που τράβηξα κι εγώ: απρόβλεπτη, σποραδική, περίεργη και παιχνιδιάρικη.

Παρ’ όλα αυτά τα κύματα, υπήρχε κάτι που ποτέ δεν μου κάθισε καλά. Όσο περισσότερο μάθαινα τους κανόνες, τόσο περισσότερο ένιωθα ότι έχανα αυτό που έκανε για μένα τη φωτογραφία διασκεδαστική και ταυτόχρονα ένιωθα ότι τράβαγα χειρότερες φωτογραφίες. Αντιμέτωπος με την ασύγκριτη τεχνική άλλων δημιουργών και τις ιδέες τους, συνέχεια ένιωθα (και συνεχίζω να νιώθω) πως τα κάδρα μου ήταν στραβά, η έκθεση λάθος, ότι δεν υπήρχε σημείο ενδιαφέροντος, ότι οι ρυθμίσεις μου για τα χρώματα ήταν κακές, ότι το white balance ήταν άρρωστο, και πολλά πολλά άλλα. Από τη στιγμή που άρχισα να προσπαθώ να τραβάω καλλιτεχνικές φωτογραφίες, άρχισα να πιστεύω λίγο-λίγο ότι πολύ απλά δεν το είχα με τη φωτογραφία.

Παρεπιμπτόντως, ήταν περίπου την ίδια στιγμή που άρχισα να ποστάρω τις φωτογραφίες μου στο deviantArt, στο MySpace και στο Flickr.

Καθώς μεγάλωνα εγώ, ταυτόχρονα ωρίμαζε και το ίντερνετ και συγκεκριμένα ο παγκόσμιος ιστός (μην ξεχνάτε, δεν είναι το ίδιο!) Άρχισα να μοιράζομαι τις φωτογραφίες μου γεμάτος καμάρι (τηρουμένων των μετριοπαθών αναλογιών) τη στιγμή που το Web 2.0 είχε δώσει τη σκηνή και τον προβολέα σε μένα – ή τουλάχιστον έτσι με είχε κάνει να πιστεύω. Ξανά και ξανά βρήκα τον εαυτό μου να ανεβάζει φωτογραφίες που πίστευα ότι ήταν αποστάγματα της καθαρής δημιουργικότητας μου και να απολαμβάνω την παγερή αδιαφορία του Τυχαίου Επισκέπτη. Με λίγα λόγια: οι φωτογραφίες μου που νόμιζα ότι ήταν οι καλύτερες, οι αγαπημένες μου, ποτέ δεν τράβηξαν τα βλέματα, ούτε γνωστών ούτε αγνώστων. Οι στιγμές που είχα αποτυπώσει που έκαναν το είναι μου να αγαλιάζει δεν συγκίνησαν κανέναν – παρα μόνο αυτούς που με ήξεραν προσωπικά και μπορούσαν να καταλάβουν, κι αυτό είναι το κλείδι (αν και όχι αυτό που πραγματικά επιθυμείς όταν ανεβάζεις τις φωτογραφίες δημοσίως).

Αυτή είναι μάλλον η πιο δημοφιλής φωτογραφία που τράβηξα ποτέ, με 766 views στο flickr. Τα tags κάνανε τη δουλειά τους... Κατα τ'άλλα, είναι μια ελιά.
Αυτή είναι μάλλον η πιο δημοφιλής φωτογραφία που τράβηξα ποτέ, με 766 views στο flickr. Τα tags κάνανε τη δουλειά τους…

 

Αργότερα κατάλαβα ότι οι φωτογραφίες μου, σαν προσωπικό στιλ και μέσο έκφρασης, θέλω τελικά να αγγίζουν το εγκεφαλικό, όχι το καθαρά αισθητικό, να είναι η αφετηρία ενός πολυμεσικού και πνευματικού παιχνιδιού το οποίο θα ερέθιζει τη γλώσσα και τη φαντασία, όχι μόνο τα μάτια. Πήρε καιρό μέχρι να φτάσω σε αυτό το συμπέρασμα και να αποδεχτώ ότι αυτό είναι που μου αρέσει, και για πολύ καιρό δεν μπορούσα να καταλάβω ότι ο τρόπος μου δεν ήταν ο ευκολότερος για κάποιον ο οποίος δεν θα με ήξερε ή θα έβλεπε τη φωτογραφία γι’αυτό που φαινόταν. Ο τρόπος μου ήταν διαφορετικός από το κοινό, από το γνωστό, αλλά ήθελα να συναγωνιστώ μαζί του – δεν υπονοώ ότι το εύκολο είναι χειρότερο, απλά απαιτεί ένα διαφορετικό είδος αντίληψης (intuitive vs sensing // αισθητικό vs διαισθητικού).

Στην πορεία, διάφορα σάιτ και πετυχημένα κανάλια ρύθμισαν το ασυνείδητο μου σχετικά με το τι σημαίνει καλή και όμορφη φωτογραφία. Οι βόλτες μου στο flickr και σε άλλα σάιτ φωτογραφίας με έκαναν να νιώσω μικρός. Αρκετές φωτογραφίες μου επιρεάστηκαν -δυστυχώς- από αυτά τα πρότυπα, όμως ποτέ δεν μπόρεσα στ’αλήθεια να τα μιμηθώ, ίσως γιατί δεν τα ένιωθα πραγματικά δικά μου. Παίζει ρόλο φυσικά και το ότι για να γίνεις γνωστός πρέπει να πλασάρεις τις φωτογραφίες ή/και τον εαυτό σου με τον σωστό τρόπο, πρέπει να κάνεις δημόσιες σχέσεις. Κι αυτό είναι απλά κάτι που δεν ήθελα και εξακολουθώ να μη θέλω να κάνω. Αυτό που άργησα να καταλάβω είναι ότι το να είσαι πετυχημένος και διάσημος στο flickr και στο web γενικότερα δεν σημαίνει ότι βγάζεις καλές φωτογραφίες, αλλά ότι βγάζεις δημοφιλείς φωτογραφίες. Και ποιος δεν θέλει να είναι δημοφιλής;

Χάβι, Δαβίδ κι εγώ. Με την ΟΜ2n στον λαιμό. Οι φωτογραφίες εκείνης της νύχτας, από τις τελευταίες του Erasmus, χάθηκαν για πάντα. Pic by Kamila the Polish girl.
Χάβι, Δαβίδ κι εγώ. Με την ΟΜ2n στον λαιμό. Οι φωτογραφίες εκείνης της νύχτας, από τις τελευταίες του Erasmus, χάθηκαν για πάντα, γιατί το φιλμ ξεκόλλησε απ΄το καρούλι. Pic by Kamila the Polish girl.

 

Δημοφιλής. Γνωστός. Αποδεκτός. Εκτιμημένος.

Αν σκάψω βαθιά (αλλά όχι και τόσο βαθιά), αυτές τις λέξεις θα βρω σαν απάντηση στο γιατί η φωτογραφία με συνόδεψε αυτά τα χρόνια.

Αρχικά, ήθελα αποδείξεις, εξωτερικεύσεις αυτών που έβλεπα και βίωνα, όπως έλεγε και ο τύπος στο Alice in den Städten που είδαμε με τη Δάφνη χτες. Βασικά δεν είμαι σίγουρος αν αυτό έλεγε αλλά εκείνη τη στιγμή αυτό πήρα οπότε το κρατάω έτσι. Αποδείξεις για αυτά που ζούσα. Αντικειμενικές αποδείξεις που θα μπορούσα να μοιραστώ, να αρχειοθετήσω, να κρατήσω και να εξασφαλίσω την ύπαρξη τους στο μέλλον. Μια ψηφιοποίηση της ζωής μου και των άλλων, όσο πίστευα τότε πως η φωτογραφία πραγματικά απαθανάτιζε (απο + αθανατίζω [<αθάνατος]) τη ζωή. Μόνο έτσι θα μπορούσα να μοιραστώ το ποιος πραγματικά είμαι </drama_queen> και να ανακαλύψουν όλοι οι άλλοι, που δεν με αποδεχόντουσαν, ποιος ήμουν πραγματικά! Έλα όμως που δεν λειτουργεί ακριβώς έτσι… Οι ανάγκες των ανθρώπων παραμένουν, και αυτή η ανάγκη μου για αποδοχή αργότερα μεταμορφώθηκε στην ανάγκη για καλλιτεχνική επιβεβαίωση.

Πόσταροντας φωτογραφίες ονλάιν μπορείς να καταφέρεις τρία πράγματα: 1) να δείξεις τί ζωή κάνεις, 2) να δείξεις πόσο γαμάτες φωτογραφίες τραβάς αλλά και 3) να δημιουργήσεις μια καλλιτεχνική ιντερνετική περσόνα. Ποτέ δεν έπεσα τελείως θύμα αυτής της ματαιόδοξης παγίδας, αλλά φλέρταρα επικίνδυνα μαζί της αρκετές φορές. Ενδεικτικά, η Δάφνη μου έχει πει ότι είμαι διαφορετικός όπως φαίνομαι στο μπλογκ μου και διαφορετικός στην πραγματικότητα. Αυτό είναι μια επιτυχία ή όχι; Το ψάχνω ακόμα, ποιος είμαι, ποιος θέλω να είμαι, ποιος θέλω να φαίνομαι ότι είμαι, αν έχουν σημασία όλα αυτά τελικά κ.ο.κ. Και το γεγονός ότι μου έχει σφηνώσει στο μυαλό ότι ακόμα και το να επιλέξω να μην δημοσιεύω φωτογραφίες για λόγους γοήτρου, απλότητας ή τρόπου ζωής είναι και αυτό μια κατασκευασμένη ταυτότητα που θα προάγω με συγκεκριμένους τρόπους, δεν βοηθάει τα πράγματα…

Οι φάτσες έχουν καταλήξει να είναι από τα αγαπημένα μου θέματα.
Οι φάτσες έχουν καταλήξει να είναι από τα αγαπημένα μου θέματα.

 

Φέτος λοιπόν έχω βγάλει πολύ λίγες φωτογραφίες, ειδικά αν βάλω κάτω πόσα ταξίδια έχω κάνει. Σίγουρα φταίει ότι τώρα (ξανα)έχω και τη δυνατότητα να τραβήξω και βίντεο (το οποίο δείχνει πως η επιλογή δεν είναι πάντα καλό πράγμα) Συνεχώς διερωτάμαι «γιατί θέλεις να το φωτογραφίσεις αυτό; Τι θέλεις να δείξεις; Ποιον προσπαθείς να εντυπωσιάσεις; Δεν σου φτάνει απλά να το κοιτάζεις, να το απολαμβάνεις;» Είναι μια σκέψη που σίγουρα δεν μοιράζονται πολλοί μαζί μου: συνεχώς βλέπω περισσότερες φωτογραφίες και φωτογράφους (το οποίο αυτόματα ρίχνει κατακόρυφα την αξία της ίδια της φωτογραφίας) και νιώθω όλο και λιγότερη θέληση να μπω σε όλο αυτό, να συνεχίσω να καταγράφω ή να δημιουργώ. Και αν δημιουργώ, μπορεί να μην το ποστάρω για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Βρίσκω πως αυτά που μπορώ να πω για τη ζωή μου, για τη ζωή των άλλων και τη ζωή γενικότερα με τη φωτογραφία, δεν συμβαδίζουν με αυτά που είμαι καλύτερος ή πιο ικανός στο να λέω ή με αυτά που θέλω να πω.

Σίγουρα έχει να κάνει και με τον καταιγισμό εικόνας που βλέπω παντού στο web πια, απ’το Tumblr (λινκ για το δικό μου) και τη μια καταπληκτική φωτογραφία μετά την άλλη («τι μπορώ εγώ να συνεισφέρω άραγε σε αυτή την τελειότητα;») μέχρι το facebook και το Instagram, όπου κάθε ασημαντότητα και μικρότητα είναι άλλη μια ευκαιρία για τα προβάλλουμε τον ναρκισισμό μας, το πόσο γαμάτοι είμαστε και το πόσο γαμάτα πράγματα κάνουμε. Θέλω να κάνω γαμάτα πράγματα, αλλά όλο και περισσότερο νιώθω πως δεν είναι ευγενικό, πρέπον ή… πώς να το πω… θα προσπαθήσω να το πως όσο λιγότερο σνομπίστικα μπορώ: πολιτισμένο, να τα εικονοποιώ και να τα κάνω προιόντα, διαφημίσεις για την οντότητα cubilone στον παγκόσμιο δίκτυο τελειότητας, εντυπωσιασμού και καμένης δημιουργικότητας και σύγκρισης στο οποίο μεταλλάσσεται το ψηφιακό περιβάλλον.

Το να ποστάρεις τη φάτσα σου είναι στο κέντρο ενός τεράστιου πλέγματος σκέψεων, προσδοκιών και κοινωνικών σχέσεων. Και αν το σκεφτείς, είναι... ΠΕΡΙΕΡΓΟ!
Η κίνηση να φωτογραφίζεις και να ποστάρεις τη φάτσα σου είναι στο κέντρο ενός τεράστιου πλέγματος σκέψεων, προσδοκιών και κοινωνικών σχέσεων.  Αν το σκεφτείς, είναι… ΠΕΡΙΕΡΓΟ!

 

Οι ψηφιακές κοινότητες σε κάνουν να θέλεις να ανταγωνιστείς τους άλλους σε δημοτικότητα και να νιώσεις αγαπητός, κι έτσι αγχώνεσαι για τα πόσο likes ή favs θα έχει μια φωτογραφία – παύει να είναι απλά η καλλιτεχνική σου έκφραση. Είναι ειρωνικό πως έχω σπουδάσει πολιτισμική τεχνολογία και επικοινωνία και έχω αυτές τις αιρετικές απόψεις… αλλά έχω ακαδημαϊκοποιηθεί αρκετά ώστε να καταλαβαίνω πως ακόμα και το γεγονός ότι η εικόνα θεοποιείται μέσω των ψηφιακών μέσων και η κριτική σε αυτό το γεγονός είναι και αυτή, αναμφίβολα, μέρος του ψηφιακού πολιτισμού, από μόνο του χαίρει ανάλυσης.

Τι θα γίνει από εδώ και πέρα, δεν το ξέρω. Προφανώς η σχέση μου με τη φωτογραφία είναι πολύπλοκη και δεν μπορώ ούτε και θέλω να την εγκαταλείψω τόσο εύκολα. Πιστεύω όμως όλο και λιγότερο στους φωτογράφους ή στους κανόνες: στο I See Green είδα παιδιά να τραβάνε καταπληκτικές και εμπνευσμένες φωτογραφίες με τα κινητά τους ή με μηχανές που δεν ήξεραν καν πώς λειτουργούσαν, κι εγώ, νιώθοντας την ανάγκη να τραβήξω κάτι ιδιαίτερο ή αξιόλογο (και με τους κανόνες σταθερά στο μυαλό), με τον καλό φακό και την καλή μηχανή δεν είχα τελικά τίποτα να δείξω. Αυτό ήταν τροφή για σκέψη και έμπνευση…

Θέλω να αντισταθώ στην υπέρτατη δύναμη της εικόνας και να μην χάσω όλα όσα μπορείς να χάσεις αν την αφήσεις να διεισδύσει μέσα σου ολοκληρωτικά. Θέλω να ζω στο τώρα, και φωτογραφίζοντας το τώρα, αναγκαστικά ζεις στο πριν, στο χτες, ή ακόμα μεταφέρεις την απόλαυση της στιγμής στο αύριο. Απ’την άλλη, έρχοντας σε επαφή με την μπλοκαρισμένη μου δημιουργικότητα, θέλω να δείξω πράγματα, ομορφιά, να μοιραστώ ακριβώς αυτές τις στιγμές με τον δικό μου καλό τρόπο, και όχι τον δημοφιλή ή τον σωστό τρόπο. Θέλω να (ξανα)γίνω καλλιτέχνης της φωτογραφίας, όχι ένα θύμα της δύναμης της, της ευκολίας. Να εκφραστώ με τη βοήθεια της, όχι να δειχτώ ή να την χρησιμοποιήσω ως προστασία απέναντι στη ροή του χρόνου. Να μην απογοητευτώ από το πόσο δύσκολο μου φαίνεται να ακολουθήσω τους κανόνες, αλλά να τους αφήσω να με οδηγήσουν μακριά τους. Να την αφιερώσω και να την προσφέρω στους άλλους, όχι να σαγηνεύσω τους άλλους με αυτήν.

Σε άλλα 10 χρόνια θα σας πω τα αποτελέσματα αυτής της αναζήτησης – ή θα τα δείτε, αν οι λέξεις μέχρι τότε είναι άχρηστες.

cubi negative

There’s No Tomorrow

Amazing film on energy, growth and food (έχει και ελληνικούς υπότιτλους). It’s Ecology 101, really. Watch it; if you can come up with a good way to get out of this mess -apart from mass conversion to degrowth– tell me. In the meantime, also tell the rest of the world; if no inhuman corporate interest intervenes (including in the form of public disapproval/indifference), you just might become the most important person of the 21st century, if not the whole of human history, at least as we can envision it today.

Alas, many have tried, and today, as far as I can see, there truly seems to be No Tomorrow, at least for the world as we have come to know it. Young people alive today will have to be ready to take the responsibility of being the founders of the post-collapse society.

Are you up for it?

Thanks to Séverine from Heterotopies for posting this on Facebook some months back; only today did I decide to clean it from my tab dump by actually watching it. Internet distraction… ><

Χάλογουιν

Δεν είναι ότι το μισώ. Έχει την πλάκα του. Γίνονται πάρτι, οι άνθρωποι ντύνονται και κάνουν πάρτι (όσο περισσότερα, τόσο το καλύτερο!) και είναι μια ευκαιρία να κάνεις μαραθωνίους με τρομακτικές ταινίες που δεν θα έβλεπες καμιά άλλη μέρα του χρόνο, όπως τον επικό μαραθώνιο στο campus στο Aarhus που είχε Dawn of the Dead (το παλιό, το αστείο!), το Ôdishon και άλλα που δεν θυμάμαι. Πριν τρία χρόνια είχα περάσει καταπληκτικά με τη Shae και τη Whitney και με τους αυτοσχεδιασμούς μας.

Χρόνο με τον χρόνο όμως το βρίσκω όλο και πιο δύσκολο να καταλάβω τι ακριβώς γιορτάζουμε με το Halloween. Έστω να δεχτώ ότι δεν είναι απλά μια αμερικανιά και ότι πλέον έχεις το δικαίωμα να γιορτάζεις ό,τι γουστάρεις από το μεταμοντέρνο ρεπερτόριο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς θρησκευτικών γιορτών. Έστω επίσης να δεχτώ ότι όσο ισχύει αυτό το μεταμοντέρνο pick ‘n’ mix κουλτούρας (το οποίο ο Idea Channel είπε, και σωστά, ότι είναι η πεμπτουσία του hipsterισμού), δεν έχει σημασία αν ακολουθείς την παράδοση ή δημιουργείς την δική σου ερμηνεία της παράδοσης και άρα όσο μπορείς να γιορτάζεις τα Χριστούγεννα χωρίς να είσαι χριστιανός, μπορείς να ντύνεσαι και το Halloween χωρίς να σε νοιάζουν οι νεκροί ή το πραγματικά μυστικιστικό και μεταφυσικό.

Όμως όλες αυτές οι γιορτές μέσα από αυτή τη διασικασία εκφυλίζονται. Ειδικά το Halloween, και ειδικά όπως το βιώνω εγώ, δεν έχει καμία σχέση με το τι υποτίθεται πως συμβολίζει. Είναι η μέρα στην οποία το κενό μεταξύ του κόσμου των ζωντανών και των νεκρών είναι στο ετήσιο ναδίρ του, η μέρα που τα φαντάσματα βγαίνουν παγανιά και η μέρα που οι ζωντανοί τιμούν τον άλλο κόσμο. Εγώ όμως δεν βλέπω τίποτα από αυτά. Βλέπω κολοκύθες, πλαστικούς σκελετούς, προσφορές σε παιχνίδια τρόμου στο Steam, αφιερώματα σε θρίλερ (όπως προανέφερα) και ταινίες φρίκης, halloween parties που είναι σαν δεύτερες Απόκριες που οι άντρες ντύνονται ζόμπια και οι γυναίκες σέξι βρικολακίνες (ακριβώς σαν τις Απόκριες δηλαδή)… Υπάρχει γενικά μια έμφαση στο πώς θα φανούμε/ντυθούμε, στην εικόνα, στην αισθητική, αλλά δεν υπάρχει καμιά πνευματική υπόσταση πλέον σε αυτή τη γιορτή. Είναι ένα κενό καταναλωτικό κουφάρι, ακριβώς όπως τα Χριστούγεννα. Υπάρχει το σύμβολο, αλλά το σύμβολο δεν συμβολίζει τίποτα, υπάρχει μόνο ως εικόνα. To Halloween είναι, όπως θα έλεγε και ο Baudrillard, ένα simulacrum.

Όταν το Halloween καθιερώθηκε, οι άνθρωποι όντως πίστευαν σε φαντάσματα, πνεύματα και μάγισσες. Υπήρχε μια ουσία στο να γιορτάζεις κάτι στο οποίο πιστεύεις. Τώρα γιορτάζουμε το scary-cool, τις έξυπνες στολές, το σύμπαν του Nightmare Before Christmas και τις ψαγμένες ταινίες. Είναι μια πλούσια γαρνιτούρα χωρίς ουσία. Λίγο σαν τα Κάλαντα, όμως και σε αυτή την περίπτωση, η τοπική παράδοση χάνεται και κυριαρχεί αυτό που αναγνωρίζεται ως Χριστουγεννιάτικο σχεδόν σε κάθε χώρα του κόσμου.

Αντίθετα, μια καλή περίπτωση γιορτής των νεκρών που για μένα έχει κάποιο νόημα είναι το Día de los Muertos. Εκτός απ’το ότι μου αρέσει η αισθητική του, νιώθω ότι οι Μεξικάνοι όντως εκφράζουν κάτι πνευματικό μέσα από τις γιορτές τους, όντως θυμούνται πως οι νεκροί είναι μάλλον χαρούμενοι και γιορτάζουν στο όνομα τους αναλόγως. Δεν είμαι σε θέση να ξέρω τι πανικός γίνεται στο Μεξικό τις ίδιες αυτές μέρες και αν θα είχα την ίδια εντύπωση ότι όλο αυτό δεν έχει ουσία, πάντως από εδώ που βρίσκομαι, στην Ελλάδα με παραδόσεις που πεθαίνουν, σαν γιορτή μου φαίνεται πως έχει περισσότερο νόημα μέσα της, ακόμα κι αν στο βάθος της ουσίας, το Halloween και το Día de los Muertos γιορτάζουν το ίδιο πράγμα.

Αυτό που θέλω να πω είναι πως οι γιορτές μας έχουν καταστραφεί, γιατί πλέον δεν έχουμε λόγο να γιορτάζουμε. Σαν να ήταν όλοι οι άνθρωποι αθάνατοι και να συνέχιζαν να γιορτάζουν τα γενέθλια τους, σαν να ήταν όλοι ευνούχοι και στείρες και πάλι να είχαν γιορτές γονιμότητας. Στηρίζω νέες γιορτές με νέους συμβολισμούς που θα μπορούσαν να αναδείξουν νέες παραδόσεις, προς το παρόν όμως δεν βλέπω αυτόν τον παγκόσμιο πολιτισμό να έχει όρεξη να παράξει κάτι νέο, παρα μόνο να λιμαίνεται, να ξαναζεσταίνει και να διαστρευλώνει το παλιό και να το παρουσιάζει ρεμιξαρισμένο. Δεν έχω κάτι με όλη αυτή τη διαδικασία, απλά αν θέλουμε ο πολιτισμός μας να έχει κάποια ουσία, θα πρέπει να τη δημιουργήσουμε, και όχι να τη βρούμε ψάχνοντας προς τα πίσω.

Μερικές ιδέες για νέες γιορτές:

Εορτασμοί των ηλιοστασίων (ήδη γίνεται απλά το έχουμε ψιλοξεχάσει ή το χειμερινό ηλιοστάσιο μεταμορφωθήκε στα Χριστούγεννα και η μπάλα χάθηκε). Καλοκαίρι στους λόφους (Midsummer) και χειμώνα ωραία στη ζεστασιά του σπιτιού (η γιορτή που ούτως ή άλλως αντικαταστάθηκε από τα Χριστούγεννα).

Οι πανσέληνοι είναι αργίες.

Μέρες των νεκρών με πραγματικές τιμές στους νεκρούς, χωρίς να λείπουν και τα αντίστοιχα πάρτι· λίγο όπως στο Μεξικό, όχι απλά να ντύνεσαι ζόμπι επειδή όλη η βιομηχανία του Hollywood σε έχει κάνει να σου αρέσουν τα ζόμπι.

Εβδομάδα χωρίς internet! Η εβδομάδα της Επιστροφής – λίγο σαν τα Χριστούγεννα, οι οικογένεις και φίλοι βρίσκονται μαζί χωρίς κινητά και χωρίς facebook. Για τους πιο φανατικούς θα υπάρχει και η Σαρακοστή χωρίς ρεύμα.

Τριήμερο gaming – κάτι σαν το Wintereenmas.

Γενέθλια σε κύκλους των 1000 ημερών – θα γράψω κάτι γι’αυτό σύντομα!

Review: Η αβάσταχτη ελαφρότητα της σαχλαμάρας

Η αβάσταχτη ελαφρότητα της σαχλαμάραςΗ αβάσταχτη ελαφρότητα της σαχλαμάρας by Harry G. Frankfurt

My rating: 3 of 5 stars

Ένα βιβλίο το οποίο καταπιάνεται με τη θεωρητική ανάλυση της σαχλαμάρας. Πριν αναφέρω οτιδήποτε περισσότερο, το ότι το bullshit μεταφράζεται «σαχλαμάρα» (ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου είναι “On Bullshit”) δεν το καταλαβαίνω. Ναι μεν το bullshit έχει νοηματική συγγένεια με τη λέξη σαχλαμάρα, αλλά η βαρύτητα της λέξης -αυτό που στα αγγλικά θα λέγαμε tenor ή register– δεν έχει καμία σχέση. Ίσως απλά ο εκδοτικός οίκος Λιβάνη δεν ήθελε να βγάλει βιβλίο με τον τίτλο «Μιλώντας για μαλακίες».

Τελικά, τι είναι η σαχλαμάρα, τι σημαίνει το να λέει κανείς μαλακίες; Με αυτό ακριβώς ασχολείται αυτό το πολύ πολύ μικρό βιβλιαράκι το οποίο μπορεί κανείς να τελειώσει σε 40 λεπτά. Ο κ. Frankfurt πιάνει το θέμα από μια πολύ Te σκοπιά. Εν συντομία, καταλήγει ότι η διαφορά του ψεύτη και του καπετάν Σαχλαμάρα, είναι πως ο ψεύτης γνωρίζει πως λέει ψέμματα αλλά θέλει να πείσει πως λέει την αλήθεια, με αυτή του τη στάση δίνοντας σημασία στην αξία της αλήθειας. Αντίθετα, όποιος λέει σαχλαμάρες δεν τον νοιάζει αν αυτά που λέει ισχύουν ή όχι, ή ακόμα ποια είναι τελικά η πραγματικότητα:

«Κάποιος που λέει ψέματα και κάποιος που λέει αλήθεια παίζουν, θα λέγαμε, το ίδιο παιχνίδι από αντίθετες πλευρές. Καθένας τους αντιδρά στα γεγονότα όπως τα αντιλαμβάνεται, μολονότι η αντίδραση του ενός εξουσιάζεται από την αλήθεια, ενώ η αντίδραση του άλλου αψηφά αυτή την εξουσία και αρνείτα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της. Ο μπουρδολόγος, όμως, αγνοεί αυτές τις απαιτήσεις εντελώς. Δεν απορρίπτει την εξουσία της αλήθειας, όπως κάνει ο ψεύτης, και δεν την αντιστρατεύεται. Απλώς δεν της δίνει καμιά προσοχή. Εξαιτίας αυτού ακριβώς του γεγονότος, η σαχλαμάρα είναι μεγαλύτερος εχθρός της αλήθειας από το ψέμα.»

Το βιβλίο κλείνει με μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση: λόγω της σύγχρονης κουλτούρας που δίνει λιγότερη έμφαση στην αντικειμενική πραγματικότητα και αμφισβητεί ακόμα και την ύπαρξη της ή τη δυνατότητα κατανόησης της, θεωρείται συχνά σημαντικότερη η ειλικρίνεια απ’ότι η ορθότητα του λόγου. Αλλά

«είναι παράλογο ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε συγκεκριμένοι, και ως εκ τούτου υποκείμενοι τόσο σε ορθές όσο και σε εσφαλμένες περιγραφές, κι από την άλλη να υποθέτουμε ότι η απόδοση της ιδιότητας του συγκεκριμένου σε οτιδήποτε άλλο έχει αποδειχτεί λάθος. Ως συνειδητά όντα, υπάρχουμε μόνο σε απάντηση άλλων πραγμάτων και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε καθόλου τον εαυτό μας χωρίς να γνωρίζουμε εκείνα. Επιπλέον, δεν υπάρχει τίποτα στη θεωρία, και σίγουρα τίποτα στην εμπειρία, που να στηρίζει την άποψη ότι το ευκολότερο πράγμα είναι η γνώση της αλήθειας για τον εαυτό μας. Τα γεγονότα που μας αφορούν δεν είναι τόσο ακλόνητα και ανθεκτικά στην ανάλυση. Η ανθρώπινη φύση είναι απατηλή και άπιαστη – λιγότερο σταθερή και συμφυής από τη φύση άλλων πραγμάτων. Και στο βαθμό που αυτό ισχύει, η ειλικρίνεια αυτή καθαυτή είναι σαχλαμάρα».

Κι έτσι τελειώνει το βιβλίο. Τροφή για σκέψη. Θα έλεγα πως ούτε για την αντικειμενική πραγματικότητα μπορούμε να μιλήσουμε με σιγουριά· τι καθιστά το παραπάνω απόφθεγμα αυτούς οι οποίοι μιλάνε για την αντικειμενική πραγματικότητα λες και την ξέρουν, και γιατί δεν ισχύει για εκείνους η ίδια γενίκευση; Είναι μόνο θέμα βαθμών; Πχ μπορώ να ξέρω τις επιστημονικές αλήθειες, ή το τι καιρό κάνει σήμερα και να τις περιγράψω με περισσότερη ακρίβεια και αλήθεια απ’ότι μπορώ να εκφράσω το τι θέλω και το ποιος είμαι; Πιστεύω ότι το μόνο που μπορούμε να εκφράσουμε τελικά είναι η δική μας πεποίθηση ή θέση: η αλήθεια θα είναι η ειλικρίνεια αυτής της άποψης και το ψέμα η απόκρυψη και παραποίηση της. Δεν μου αρέσει αυτή η ποιοτική ιεράρχηση της αντικειμενικής και της υποκειμενικής ή προσωπικής αλήθειας. Με άλλα λόγια: θεωρώ λόγου χάρη πιο σημαντική την προφορική ιστορία (oral history), ότι μπορεί να νοηματοδοτήσει περισσότερο το παρελθόν, απ’ότι μια αντικειμενική “mainstream” ιστορία. Αυτό με την προϋπόθεση βέβαια ότι η κοινή γνώμη είναι αυτή που καθορίζει τι είναι το αντικειμενικά πραγματικό, και συμφωνήσουμε ότι σαν αξία από μόνη της δεν υπάρχει, όπως αν δεν ακούσει κανείς το δέντρο που πέφτει στο δάσος θα είναι σαν να μην έκανε ήχο. Αλλά εδώ μπαίνουμε σε άλλα.

Ας μείνουμε σε αυτό: αν δεν σε ενδιαφέρει αν το δέντρο έπεσε και πεις οτιδήποτε, είσαι σαχλαμάρας, ένας bullshit artist. Αν πεις οτιδήποτε άλλο, μπορεί να λες ψέματα και αλήθεια ταυτόχρονα. Χμ…

Δεν άντεξα: η ίδια μου η κατακλείδα δεν κατέληξε κάπου αλλά έθεσε νέους προβληματισμούς.

Στοπ.

View all my reviews